ΑΠΟΦΑΣΗ
Evers κατά Γερμανίας της 28.05.2020 (αρ. προσφ. 17895/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, πρόσβαση σε δικογραφία, αιτιολογία απόφασης και δίκαιη δίκη. Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για σεξουαλική κακοποίηση της προγονής του, η οποία διαγνώστηκε με νοητική στέρηση. Τα εγχώρια Δικαστήρια, ύστερα από νομικές διαδικασίες που ξεκίνησε ο επίτροπος, απαγόρευσαν την επικοινωνία του με αυτήν. Ασκήθηκε καταγγελία για ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία, στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στη δικογραφία και άρνηση της αυτοπρόσωπης παράστασης.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι η απόφαση των εγχώριων Δικαστηρίων για απαγόρευση επικοινωνίας βασίστηκε σε εκθέσεις πραγματογνωμόνων και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία που όλα επιβεβαίωναν το ανώφελο και επικίνδυνο της συνέχισης της σχέσης του προσφεύγοντα με την προγονή του. Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6§1 όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία.
Όσον αφορά την πρόσβαση στα στοιχεία της δικογραφίας, το ΕΔΔΑ ανάφερε ότι το εθνικό δίκαιο περιορίζει την πρόσβαση στον φάκελο στο βαθμό που δεν υπάρχει σύγκρουση με τα σοβαρά συμφέροντα άλλου συμμέτοχου ή τρίτου μέρους και έκρινε ότι η απαγόρευση πρόσβασης σε ορισμένα έγγραφα της δικογραφίας αποσκοπούσε στην προστασία των προσωπικών δεδομένων ιδιαίτερα ευάλωτων ατόμων. Καμία παραβίαση του άρθρου 6§1 όσον αφορά την πρόσβαση στη δικογραφία.
Τέλος έκρινε ότι τα εγχώρια Δικαστήρια όφειλαν να επιτρέψουν στον προσφεύγοντα να παρασταθεί αυτοπροσώπως, καθόσον η φύση της υπόθεσης ήταν ιδιαίτερη και έπρεπε να αποκτήσουν προσωπική εντύπωση για τον ίδιο και την προσωπικότητα του. Με πλειοψηφία 4 ψήφων έναντι 3, έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6§1 όσον αφορά την αυτοπρόσωπη παράσταση του προσφεύγοντος στο αστικό δικαστήριο.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Jörg Evers, είναι Γερμανός υπήκοος που γεννήθηκε το 1939 και ζει στο Baden-Baden.
Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία του σχετικά με την απαγόρευση που του είχε επιβληθεί να έχει οποιαδήποτε επαφή με την V., άτομο με διανοητική υστέρηση και κόρη της πρώην συντρόφου του.
Η απαγόρευση επικοινωνίας διατάχθηκε το 2013 με σκοπό την προστασία της V. από τυχόν σεξουαλική κακοποίηση από τον προσφεύγοντα.
Το χρονικό διάστημα που συζούσε με την πρώην σύντροφό του P.B., ο προσφεύγων είχε συνάψει το έτος 2009 σεξουαλική σχέση με την V., που ήταν 22 χρονών τότε. Η V. έμεινε έγκυος και γέννησε τον γιο του το 2011.
Ασκήθηκαν ποινικές διώξεις για δύο αδικήματα εναντίον του. Στην δεύτερη δίωξη εμπλέκονταν και η P.B. για σεξουαλική κακοποίηση. Τελικά διακόπηκαν, και ο προσφεύγων αλλά και η P.B. διατάχθηκαν να καταβάλλουν πρόστιμα. Στη δεύτερη δίωξη, το εγχώριο δικαστήριο επισήμανε συγκεκριμένα ότι η V. ήταν ανίκανη να αντισταθεί στις σεξουαλικές προτάσεις του προσφεύγοντος και ότι ο τελευταίος είχε εκμεταλλευτεί την ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης που είχε με την V. και τη μητέρα της.
Εν τω μεταξύ, τόσο η V. όσο και το παιδί τους, τέθηκαν υπό την επιμέλεια της πρόνοιας και διορίστηκε επίτροπος για την V.. Στο πλαίσιο της διαδικασίας ορισμού επιτρόπου, τα δικαστήρια βάσισαν τις αποφάσεις τους στα συμπεράσματα τριών πραγματογνωμόνων, που διαπίστωσαν ότι η V. έπασχε από ελαφρά διανοητική υστέρηση, επιδεικνύοντας διανοητική ανάπτυξη ενός παιδιού τεσσάρων ετών και ότι ήταν ανίκανη να διαχειριστεί από μόνη της οποιαδήποτε από τις υποθέσεις της.
Όταν η V. έδειξε σημάδια ψυχικής δυσφορίας και χρειάστηκε φαρμακευτική αγωγή αφ’ ότου ο προσφεύγων και η P.B. επισκέφτηκαν το σπίτι της το Σεπτέμβριο του 2012, ο επίτροπος της V. ζήτησε από τα δικαστήρια να εκδώσουν απόφαση απαγόρευσης επικοινωνίας.
Τα δικαστήρια δέχτηκαν την απαγόρευση και απέρριψαν την έφεση του προσφεύγοντος το Μάρτιο του 2013. Βασίζοντας τις αποφάσεις στα συμπεράσματα των τριών πραγματογνωμόνων που διορίστηκαν στη διαδικασία ορισμού επιτρόπου και στην κατάθεση του επιτρόπου της V. διαπίστωσαν ότι η απαγόρευση δεν ήταν απλά νόμιμη αλλά επιτακτική για την προστασία της από τον προσφεύγοντα ο οποίος επιθυμούσε να συνεχίσει τη σεξουαλική σχέση μαζί της, με κίνδυνο να μείνει ξανά έγκυος. Επιπλέον, είχαν εξετάσει την V. αρκετές φορές και δεν είχε εκφράσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για επικοινωνία μαζί του.
Κατά τη διαδικασία έφεσης, το αίτημα του προσφεύγοντος για αυτοπρόσωπη παράσταση απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει εγγράφως τα επιχειρήματά του.
Στη συνέχεια, η καταγγελία του για παραβίαση του δικαιώματος ακρόασής του απορρίφθηκε και το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει τη συνταγματική του καταγγελία.
Βασιζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής), ο προσφεύγων κατήγγειλε την απαγόρευση επικοινωνίας με την V. Επίσης, βασιζόμενος στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), ισχυρίστηκε ότι η απαγόρευση επικοινωνίας δεν βασίστηκε σε αρκετά αποδεικτικά στοιχεία, ότι του είχε απαγορευθεί η πλήρης πρόσβαση στη δικογραφία για τη διαδικασία επιτροπείας και ότι δεν είχε εξεταστεί αυτοπροσώπως, ιδίως ενώπιον του Εφετείου.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε τη νομολογία του, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και δημόσια ακρόαση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να εξασφαλίσει μια γενική απαίτηση δίκης κατ’αντιμωλία στην εγχώρια διαδικασίας.
α) Αποδεικτική βάση για την απόφαση και αιτιολογία
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι δεν συγκέντρωσε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία. Είχε ζητήσει τον διορισμό και άλλων πραγματογνωμόνων και εξέταση περισσοτέρων μαρτύρων. Υποστήριξε επίσης ότι οι επιθυμίες της V. είχαν τεκμηριωθεί κατά παράβαση του δικαιώματός της για αυτοκαθορισμό.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν την V. αυτοπροσώπως και είχαν στη διάθεσή τους τρεις εκθέσεις πραγματογνωμόνων και περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία και είχαν δώσει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να υποβάλει γραπτώς τα επιχειρήματά του. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι η διαδικασία δεν διέθετε, συνολικά, επαρκή αποδεικτική βάση.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος για παραβίαση του δικαιώματος αυτοκαθορισμού της V. το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η καταγγελία ενώπιον του, αφορά αποκλειστικά τον προσφεύγοντα και, συγκεκριμένα, τα διαδικαστικά του δικαιώματα, παρόλο που τέθηκαν σε διαδικασίες επιτροπείας σχετικά με τη V .
Το Δικαστήριο επισήμανε σχετικά ότι τα εγχώρια δικαστήρια εξέτασανσυγκεκριμένα, τρεις εκθέσεις πραγματογνωμόνων, την ιδιαίτερη κατάσταση της V. και διάφορες αντικειμενικές ενδείξεις και ότι είχε σημειωθεί σημαντική απόκλιση από το είδος των σχέσεων στις οποίες ένα άτομο με διανοητική αναπηρία θα έπρεπε κανονικά να εμπλακεί.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι τα εγχώρια δικαστήρια βάσισαν τις αποφάσεις τους σε ανεπαρκή αιτιολογία ή ότι αρνήθηκαν αυθαίρετα να λάβουν υπόψη τους σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.
Έκρινε ομόφωνα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 ως προς αυτό το σκέλος.
β) Πρόσβαση στα έγγραφα της δικογραφίας
Όσον αφορά την καταγγελία του προσφεύγοντος σχετικά με την πρόσβαση στον φάκελο, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι αρχές της αντιμωλίας και της ισότητας των όπλων, που συνδέονται στενά, αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία της έννοιας της δίκαιης ακρόασης κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης. Ωστόσο, τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές τις αρχές δεν είναι απόλυτα.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων ζήτησε πρόσβαση στη δικογραφία της επιτροπείας μόνο αφού είχε ήδη ληφθεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου να επιβάλει την απαγόρευση επικοινωνίας. Στη συνέχεια, το Επαρχιακό Δικαστήριο παραχώρησε πρόσβαση μόνο σε εκείνα τα στοιχεία της δικογραφίας που θεωρούσε συναφή με την απόφασή του. Επομένως, ο προσφεύγων δεν είχε πρόσβαση στη δικογραφία της υπόθεσης στο σύνολο της.
Όσον αφορά την δικογραφία περί επιτροπείας , το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι ο προσφεύγων είχε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τις πραγματογνωμοσύνες σε σχέση με την V., οι οποίες περιείχαν ιδιαίτερα ευαίσθητες πληροφορίες και ταυτόχρονα είχαν ιδιαίτερη σημασία για την απόφαση απαγόρευσης της επικοινωνίας.
Το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο περιορίζει την πρόσβαση στον φάκελο στο βαθμό που δεν υπάρχει σύγκρουση με τα σοβαρά συμφέροντα άλλου συμμετέχοντα ή τρίτου μέρους. Αποσκοπούσε επομένως στην προστασία των προσωπικών δεδομένων ιδιαίτερα ευάλωτων ατόμων που εμπλέκονται σε διαδικασίες επιτροπείας στις οποίες έχει εκδοθεί απαγόρευση επικοινωνίας. Δεν υπάρχει τίποτα που να αποδεικνύει ότι η διάταξη εφαρμόστηκε αυθαίρετα κατά του προσφεύγοντος.
Οι προηγούμενες εκτιμήσεις αρκούν για να επιτρέψει στο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να επιτρέψουν στον προσφεύγοντα πλήρη πρόσβαση στη δικογραφία δεν παραβίασε το άρθρο 6 της Σύμβασης. Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση αυτής της διάταξης.
γ) Αυτοπρόσωπη παράσταση του προσφεύγοντος
Όσον αφορά την άρνηση του αιτήματος για αυτοπρόσωπη παράσταση, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου, το δικαίωμα «δημόσιας ακρόασης» κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 συνεπάγεται δικαίωμα «προφορικής ακρόασης» εκτός εάν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την αποφυγή μιας τέτοιας παράστασης.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο κάλεσε τον προσφεύγοντα να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις, πράγμα που ο τελευταίος δεν έπραξε. Στη συνέχεια, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Εφετείου , ο προσφεύγων ζήτησε αυτοπρόσωπη παράσταση, αλλά το Περιφερειακό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα με την αιτιολογία ότι ο προσφεύγων μπόρεσε να παρουσιάσει γραπτά τις θέσεις και ισχυρισμούς του.
Το Δικαστήριο γνωρίζει το ιδιαίτερο ιστορικό της διαδικασίας επιτροπείας κατά του οποίου, όπως τόνισε η Κυβέρνηση, έπρεπε να εξεταστεί η απόφαση των εθνικών δικαστηρίων να μην ακούσουν τον προσφεύγοντα δημόσια. Συναφώς, επισήμανε ότι η V. η οποία επηρεάστηκε κυρίως από την απαγόρευση επικοινωνίας, ακούστηκε προσωπικά από τον δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ενώ οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος που πρέπει να ληφθούν υπόψη από τα δικαστήρια, αντικατοπτρίζονται στις γραπτές παρατηρήσεις του και στα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία αναφέρεται το Επαρχιακό Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι η απαγόρευση επικοινωνίας ήταν ευρείας φύσης. Επιπλέον, οι ερωτήσεις στο επίκεντρο της επίμαχης διαδικασίας συνεπαγόταν αξιολόγηση της προσωπικότητας του προσφεύγοντος καθώς και της σχέσης του με την V., τη φύση της οποίας αμφισβήτησε ο προσφεύγων.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, παρόλο που ο προσφεύγων είχε διατηρήσει τη επιθυμία του να συνεχίσει να έχει σεξουαλική επαφή με την V. και παρόλο που το Επαρχιακό Δικαστήριο τον είχε ακούσει αυτοπροσώπως σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας επιτροπείας, το ζήτημα δεν ήταν μόνο νομικό και τεχνικό, αλλά θα έπρεπε τα εθνικά δικαστήρια να διαμορφώσουν τη δική τους εντύπωση για τον προσφεύγοντα και ο τελευταίος να εξηγήσει τους ισχυρισμούς του.
Επομένως, δεν υπήρξαν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την απαγόρευση των εθνικών δικαστηρίων για αυτοπρόσωπη παράσταση του προσφεύγοντος. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης ως προς αυτό.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 6 της Σύμβασης για την μη αυτοπρόσωπη εμφάνιση αποτελούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων και επιδίκασε μόνον 3.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).