ΑΠΟΦΑΣΗ
Ρ.Ν. κατά Γερμανίας της 11.06.2020 (αριθ. προσφ. 74440/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προσωπικά δεδομένα και ιδιωτική ζωή. Συλλογή και διατήρηση φωτογραφίας και δακτυλικών αποτυπωμάτων από αστυνομία.
Ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για διάφορα σοβαρά αδικήματα. Κινήθηκε εκ νέου ποινική δίωξη για αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος και η αστυνομία προέβη σε συλλογή φωτογραφιών του προσφεύγοντα, δακτυλικών αποτυπωμάτων και αποτυπωμάτων παλάμης για μελλοντική χρήση. Οι ενστάσεις του προσφεύγοντος για παραβίαση προσωπικών δεδομένων απορρίφθηκαν και το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Το Στρασβούργο υπενθυμίζει ότι η συλλογή προσωπικών δεδομένων υπόπτων πρέπει να είναι σύμφωνη με το νόμο. Η εθνική νομοθεσία πρέπει να παρέχει επαρκή νομική προστασία έναντι της αυθαιρεσίας και να αναφέρει με επαρκή σαφήνεια το πεδίο της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στις αρμόδιες αρχές και τον τρόπο άσκησής της.
Το ΕΔΔΑ στην υπό κρίση υπόθεση, διαχώρισε τη βαρύτητα των προσωπικών δεδομένων και θεώρησε ως απλά τα προσωπικά δεδομένα της φωτογραφίας και των αποτυπωμάτων ενώ τα στοιχεία κυτταρικού DNA ως ιδιαιτέρως ευαίσθητα.
Έκρινε ότι η «εισβολή» στην ιδιωτική ζωή του προσφεύγοντος ήταν περιορισμένη, δεν του προκάλεσε άγχος και αμηχανία αλλά κυρίως απαραίτητη σε μία δημοκρατική κοινωνία γιατί αποσκοπούσε στην μελλοντική έρευνα. Καμία παραβίαση του άρθρου 8 γιατί επιτεύχθηκε δίκαιη ισορροπία μεταξύ των ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων P.N., είναι Γερμανός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1961 και ζει στη Δρέσδη.
Η υπόθεση αφορούσε αστυνομική εντολή για συλλογή πληροφοριών για τον εντοπισμό του , όπως φωτογραφίες του προσώπου και ολόσωμες, συμπεριλαμβανομένων πιθανών τατουάζ, καθώς και δακτυλικά αποτυπώματα και αποτυπώματα από παλάμες.
Τον Αύγουστο του 2011, η αστυνομία της Δρέσδης, βασιζόμενη στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, διέταξε τη συγκέντρωση στοιχείων αναγνώρισης καθώς κινήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του προσφεύγοντος για αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος. Είχε επίσης βεβαρημένο ποινικό μητρώο και κατά την άποψη της αστυνομίας, τα στοιχεία δε ταυτοποίησης θα βοηθούσαν στη διερεύνηση τυχόν μελλοντικών αδικημάτων.
Ο προσφεύγων άσκησε ένσταση κατά της απόφασης, αλλά τον Μάιο του 2012 η αστυνομία της Δρέσδης απέρριψε την ένσταση, ενώ τον Μάρτιο του 2015, το Διοικητικό Δικαστήριο της Δρέσδης απέρριψε νέα προσφυγή. Αναφερόμενο στο βεβαρημένο ποινικό μητρώο του, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ήταν νόμιμη η συλλογή προσωπικών δεδομένων ατόμου εάν υπήρχε πιθανότητα να χρειαστούν για μια μελλοντική έρευνα. Αυτό θα συνέβαινε ακόμα και αν η δίωξη για αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος είχε παύσει, όπως και έγινε τον Ιούνιο του 2012.
Τον Μάιο του 2017 το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει συνταγματική καταγγελία του προσφεύγοντος. Η αστυνομία είχε ήδη συλλέξει τα εν λόγω δεδομένα, τον Μάρτιο του 2017.
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η εντολή της αστυνομίας να συλλέξει στοιχεία ταυτοποίησής του παραβίασε τα δικαιώματά του που προστατεύονται από το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
(α) παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η έννοια της ιδιωτικής ζωής επεκτείνεται σε πτυχές που σχετίζονται με την προσωπική ταυτότητα, όπως η φωτογραφία ενός ατόμου. Το δικαίωμα στην προστασία της εικόνας προϋποθέτει το δικαίωμα του ατόμου να ελέγχει τη χρήση αυτής της εικόνας. Η λήψη και η αποθήκευση στα αρχεία των εθνικών αρχών των δακτυλικών αποτυπωμάτων ενός ταυτοποιημένου ή αναγνωρίσιμου ατόμου ισοδυναμεί επίσης με παρέμβαση στο δικαίωμα αυτού του ατόμου για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής.
Στην παρούσα υπόθεση, η αστυνομία διέταξε να ληφθούν φωτογραφίες, καθώς δακτυλικά αποτυπώματα και αποτυπώματα από τις παλάμες από τον προσφεύγοντα και να συνταχθεί περιγραφή του προσώπου του για τα αρχεία της αστυνομίας. Αυτό σχεδιάστηκε για να εξυπηρετεί μελλοντικούς σκοπούς ταυτοποίησης. Η εντολή εκτελέστηκε στη συνέχεια.
(i) Ήταν η παρέμβαση «σύμφωνα με το νόμο»;
Προκειμένου να δικαιολογηθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2, οι παρεμβάσεις αυτές πρέπει να είναι σύμφωνες με το νόμο, ο οποίος προϋποθέτει την ύπαρξη βάσης στο εσωτερικό δίκαιο συμβατό με το κράτος δικαίου. Ο νόμος πρέπει να είναι επαρκώς προσβάσιμος και προβλέψιμος, δηλαδή να διαμορφώνεται με επαρκή ακρίβεια ώστε το άτομο – εάν χρειάζεται με κατάλληλες συμβουλές – να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του. Προκειμένου η εθνική νομοθεσία να πληροί αυτές τις απαιτήσεις, πρέπει να παρέχει επαρκή νομική προστασία έναντι της αυθαιρεσίας και, κατά συνέπεια, να αναφέρει με επαρκή σαφήνεια το πεδίο της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στις αρμόδιες αρχές και τον τρόπο άσκησής της. Όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορούν να συλλέγονται τέτοια δεδομένα από πρόσωπα ύποπτα ότι διέπραξαν αδίκημα το άρθρο 81β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζει ότι αυτό μπορεί να γίνει «στο βαθμό που αυτό είναι απαραίτητο για τους σκοπούς … της αστυνομικής υπηρεσίας».
Η παρέμβαση επιδίωκε ένα θεμιτό σκοπό;
Η συλλογή δεδομένων ταυτοποίησης από άτομα όπως ο προσφεύγων εξυπηρέτησε την πρόληψη του εγκλήματος καθώς και την προστασία των δικαιωμάτων άλλων, ιδίως διευκολύνοντας τη διερεύνηση μελλοντικών εγκλημάτων. Κατά συνέπεια, επιδίωξε νόμιμος σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 8 § 2 της ΕΣΔΑ.
(ii) Ήταν η παρέμβαση «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία»;
(1) Γενικές αρχές
Η ανάγκη τέτοιων διασφαλίσεων είναι ακόμη μεγαλύτερη όταν πρόκειται για προστασία προσωπικών δεδομένων που υποβάλλονται σε αυτόματη επεξεργασία, ιδίως όταν αυτά τα δεδομένα χρησιμοποιούνται για αστυνομικούς σκοπούς. Η εθνική νομοθεσία θα πρέπει ιδίως να διασφαλίζει ότι τέτοια δεδομένα είναι σχετικά και όχι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους αποθηκεύονται, και διατηρούνται σε μορφή που επιτρέπει την ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων για περισσότερο από ό, τι απαιτείται για τον σκοπό για τον οποίο αυτά τα δεδομένα είναι διαθέσιμα. Ο εσωτερικός νόμος πρέπει επίσης να παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ότι τα διατηρούμενα προσωπικά δεδομένα προστατεύονται αποτελεσματικά από κατάχρηση και κακή χρήση.
Κατά τον καθορισμό του κατά πόσον η επίμαχη συλλογή και αποθήκευση δεδομένων αναγνώρισης από τον προσφεύγοντα, η οποία επιδίωκε τους στόχους της πρόληψης των αδικημάτων και της προστασίας των δικαιωμάτων άλλων, ήταν ανάλογη με τους επιδιωκόμενους στόχους, το Δικαστήριο παρατήρησε, ότι η αστυνομία και τα εθνικά δικαστήρια έπρεπε να λάβουν υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων που είχε προηγουμένως διαπράξει ο προσφεύγων στην απόφασή τους για συλλογή και αποθήκευση προσωπικών δεδομένων ταυτοποίησής του.
Οι εγχώριες αρχές έλαβαν περαιτέρω υπόψη διάφορα περιπτώσεις ποινικών διώξεων για αδικήματα, όπως επίθεση, φθορά ξένης ιδιοκτησίας και απάτη ενώ απέδωσαν λιγότερο βάρος σε αυτές τις διαδικασίες.
Όπως τόνισαν οι εγχώριες αρχές, αυτές οι τελευταίες διαδικασίες ελήφθησαν υπόψη κατά την προληπτική εκτίμησή τους για το κατά πόσον ήταν πιθανό να θεωρηθεί ύποπτος για τέλεση άλλου αδικήματος στο μέλλον .
Ενώ το Δικαστήριο αποδέχεται ότι ο προσφεύγων δεν έχει κριθεί ένοχος για ένα ιδιαίτερα σοβαρό αδίκημα, δεν μπορεί παρά να επισημάνει τη διαπίστωση των εγχώριων δικαστηρίων ότι έχει καταδικαστεί επανειλημμένα και ότι ορισμένα από τα αδικήματά του ήταν αρκετά σοβαρά για να καταστεί δυνατή η ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε.
Κατά την εκτίμησή του για την αναλογικότητα του επίμαχου μέτρου, το Δικαστήριο θεώρησε επίσης σημαντικό στοιχείο ότι η συλλογή και διατήρηση των εν λόγω δεδομένων ταυτοποίησης – φωτογραφίες, δακτυλικά αποτυπώματα, αποτύπωμα παλάμης και περιγραφή του ατόμου – συνιστούν λιγότερο παρεμβατική προσβολή στο δικαίωμα του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής, ιδίως από τη συλλογή κυτταρικών δειγμάτων και τη διατήρηση προφίλ DNA, τα οποία περιέχουν σημαντικά πιο ευαίσθητες πληροφορίες.
Λόγω της σχετικά περιορισμένης «εισβολής» στην καθημερινή ζωή του προσφεύγοντος και της διάρκειας της συλλογής των εν λόγω δεδομένων ταυτοποίησης και της περιορισμένης εμβέλειας διατήρησης των δεδομένων σε μια εσωτερική αστυνομική βάση, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το υλικό που συλλέχθηκε θεωρεί ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι η κατάσταση της υγείας του έχει επηρεαστεί από το άγχος και την ανησυχία που προκλήθηκε από το επίμαχο μέτρο.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι δεν υπάρχει τίποτα που να υποδεικνύει, και ο προσφεύγων δεν ισχυρίστηκε, ότι τα δεδομένα ταυτοποίησης που ελήφθησαν από αυτόν και αποθηκεύτηκαν από την αστυνομία δεν προστατεύονταν επαρκώς από κατάχρηση όπως μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση ή διάδοση.
Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω σκέψεις, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι που προέβαλαν οι εθνικές αρχές για να δικαιολογήσουν την παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής με τη λήψη και αποθήκευση προσωπικών δεδομένων από αυτόν ήταν «σχετικοί και επαρκείς». Η συλλογή και η αποθήκευση αυτών των δεδομένων στην παρούσα υπόθεση επέτυχε μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστικών δημόσιων και ιδιωτικών συμφερόντων και ως εκ τούτου εμπίπτει στο περιθώριο εκτίμησης του κράτους. Κατά συνέπεια, το επίμαχο μέτρο συνιστούσε αναλογική παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Ως εκ τούτου, ήταν δικαιολογημένο σύμφωνα με το άρθρο 8 § 2.
Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του προσφεύγοντος (επιμέλεια echrcaselaw.com).