Η άνευ αποδοχών άδεια των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα στηρίζεται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και δεν ρυθμίζεται από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων μισθωτών, όπου η χορήγηση αυτής μπορεί να προβλέπεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, διαιτητικές αποφάσεις ή κανονισμούς εργασίας.
Η χορήγηση της άδειας αυτής δεν μπορεί να δοθεί υποχρεωτικά και μονομερώς, αλλά απαιτεί συμφωνία των μερών, ενώ κατά τη διάρκειά της η σύμβαση εργασίας δεν λύεται αλλά απλώς αναστέλλεται. Αυτό έχει σαν απόρροια ο εργαζόμενος να δύναται κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα να εργαστεί και σε έτερο εργοδότη, ενώ ο αρχικός εργοδότης δεν υποχρεούται σε καταβολή μισθών και ασφαλιστικών εισφορών.
Ωστόσο, ο χρόνος της άδειας αυτής θεωρείται ως χρόνος υπηρεσίας και έτσι υπολογίζεται ως προς τη θεμελίωση δικαιωμάτων, τα οποία σχετίζονται με την προϋπηρεσία.
Η άνευ αποδοχών άδεια δεν στερεί -καταρχήν- από το μισθωτό το δικαίωμα λήψεως και της κανονικής του αδείας. Αυτό συμβαίνει όταν η άνευ αποδοχών απουσία του μισθωτού είναι απολύτως δικαιολογημένη από σοβαρό λόγο ή όταν ο μισθωτός κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα ανάλωσε σημαντικές πνευματικές ή σωματικές δυνάμεις.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, η άνευ αποδοχών άδεια καλό είναι να χορηγείται μετά την εξάντληση της κανονικής άδειας ή να συμφωνείται εξαρχής μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη το κατά πόσον θα επηρεαστεί τελικώς η μετ’ αποδοχών άδεια του μισθωτού.