Δικαστήριο ΕΕ: Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία υποβολής της αίτησης εισόδου και διαμονής
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 16-07-2020 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η ημερομηνία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, προκειμένου να καθοριστεί εάν ένας αιτών την οικογενειακή επανένωση δυνάμει των διατάξεων της οδηγίας 2003/86/ΕΚ [οδηγία σχετικά µε το δικαίωµα οικογενειακής επανένωσης] αποτελεί «ανήλικο τέκνο», είναι η ημερομηνία της υποβολής της αίτησης εισόδου και διαμονής.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η αίτηση ακυρώσεως κατά της απόφασης που απέρριψε την αίτηση οικογενειακής επανένωσης ενός ανηλίκου δεν μπορεί να κηρυχθεί απαράδεκτη μόνο για το λόγο ότι τέκνο έχει γίνει ενήλικας κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας.
Ιστορικό των υποθέσεων
Το 2012, ενώπιον της πρεσβείας του Βελγίου στο Κόνακρι (Γουινέα) υποβλήθηκαν αιτήσεις για χορήγηση θεώρησης εισόδου λόγω οικογενειακής επανένωσης για τα τρία ανήλικα τέκνα του B. M. M., που απολαύει του καθεστώτος πρόσφυγα στο Βέλγιο. Αυτές οι αιτήσεις απορρίφθηκαν. Το 2013, οι ενδιαφερόμενοι υπέβαλαν νέες αιτήσεις στην πρεσβεία του Βελγίου στο Ντακάρ (Σενεγάλη).
Το 2014, οι αρμόδιες βελγικές αρχές απέρριψαν τις αιτήσεις για το λόγο ότι αυτές στηρίζονταν σε εσφαλμένες ή παραπλανητικές πληροφορίες. Πιο συγκεκριμένα, στις υποθέσεις C-133/19 και C-137/19, οι αιτούντες είχαν δηλώσει ως ημερομηνίες γέννησής τους την 16η Μαρτίου 1999 και την 20ή Ιανουαρίου 1996, ενώ ο πατέρας τους στη δική του αίτηση για χορήγηση ασύλου στο Βέλγιο είχε δηλώσει ως ημερομηνίες γέννησής τους την 16η Μαρτίου 1997 και την 20ή Ιανουαρίου 1994, αντιστοίχως. Στην υπόθεση C‑136/19 η αιτούσα υποστήριξε ότι ήταν η θυγατέρα του συντηρούντος, ενώ στη δική του αίτηση χορήγησης ασύλου, ο συντηρών δεν είχε αναφέρει την ύπαρξή της.
Επιληφθέν των αιτήσεων ακύρωσης κατά των αποφάσεων αυτών, το Conseil du contentieux des étrangers (συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών, Βέλγιο), τις απέρριψε ως απαράδεκτες λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος τον Ιανουάριο του 2018. Ειδικότερα, σύμφωνα με την πάγια εθνική νομολογία, το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει την στιγμή της υποβολής της αίτησης ακύρωσης και να υφίσταται στη διάρκεια ολόκληρης της διαδικασίας. Εν προκειμένω, ακόμη και εάν ληφθούν υπόψη ημερομηνίες γέννησης που αναφέρονται στις αιτήσεις, τα ενδιαφερόμενα τέκνα είχαν γίνει ενήλικες κατά την ημέρα της δημοσίευσης της απόφασης του Conseil du contentieux des étrangers και, συνεπώς, δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις που διέπουν την οικογενειακή επανένωση από τις οποίες επιδέχονται προστασίας τα ανήλικα τέκνα.
Τα τρία ενδιαφερόμενα τέκνα υπέβαλαν αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Βέλγιο). Κατά τη γνώμη τους, η εκ μέρους του Conseil du contentieux des étrangers ερμηνεία, αφενός, προσβάλλει την αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, εμποδίζοντάς τους να απολαύουν του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης που κατοχυρώνεται στην οδηγία 2003/86/ΕΚ για την οικογενειακή επανένωση, και, αφετέρου, παραβιάζει το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Αυτές είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες το Conseil d’État αποφάσισε να απευθύνει προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, καταρχάς, απάντησε ότι η ημερομηνία η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον πρόκειται περί “ανηλίκου τέκνου” είναι αυτή κατά την οποία έχει υποβληθεί η αίτηση για τη χορήγηση άδειας εισόδου και παραμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης και όχι η ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε απόφαση επί της αιτήσεως αυτής από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους ή, κατά περίπτωση, κατόπιν της άσκησης αίτησης ακυρώσεως κατά της απόφασης που απέρριψε τέτοια αίτηση.
Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με την οδηγία 2003/86/ΕΚ είναι η προώθηση της οικογενειακής επανένωσης και επίσης, η χορήγηση προστασίας σε υπηκόους τρίτων χωρών, συγκεκριμένα σε ανηλίκους. Πρόσθετα, οι διατάξεις της οδηγίας 2003/86/ΕΚ θα πρέπει να ερμηνευθούν και να εφαρμοστούν υπό το φως του δικαιώματος στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη, σε συνδυασμό με την υποχρέωση διαφύλαξης του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη, για ένα παιδί, να διατηρήσει σε τακτική βάση μία προσωπική επικοινωνία με τους γονείς του, όπως προβλέπεται σχετικώς στο άρθρο 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη. Το Δικαστήριο κατέληξε σχετικά ότι η χρήση της ημερομηνίας κατά την οποία η αρμόδια αρχή εξέδωσε απόφαση επί της αιτήσεως για λόγους οικογενειακής επανένωσης ως ημερομηνίας αναφοράς για την αξιολόγηση της ηλικίας του αιτούντος δεν θα ήταν συνεπής με τους επιδιωκόμενους στόχους της οδηγίας 2003/86/ΕΚ ή τις επιταγές του Χάρτη. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές και τα δικαστήρια δεν θα παρακινούνταν να εξετάσουν τις αιτήσεις των ανηλίκων με την επείγουσα ανάγκη να λάβουν υπόψη τους την ευαίσθητη θέση τους και θα μπορούσαν ως εκ τούτου να ενεργήσουν με τρόπο που θα έθετε εν αμφιβόλω το δικαίωμα των εν λόγω ανηλίκων σε οικογενειακή επανένωση.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, στην επίμαχη υπόθεση, μόλις στις 31 Ιανουαρίου 2018, ήτοι τρία έτη και εννέα μήνες μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, το συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών απέρριψε τις επίμαχες αιτήσεις και ότι αυτός ο χρόνος επεξεργασίας των αιτήσεων δεν φαίνεται να έχει εξαιρετικό χαρακτήρα στο Βέλγιο.
Κατά συνέπεια, η χρήση της ημερομηνίας κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση επί της αιτήσεως προκειμένου να αξιολογηθεί η ηλικία του αιτούντος δεν θα καταστήσει δυνατή την με όμοιο και προβλέψιμο τρόπο μεταχείριση για όλους τους αιτούντες και θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια σημαντικές διαφοροποιήσεις στην επεξεργασία των αιτήσεων για λόγους οικογενειακής επανένωσης μεταξύ των κρατών μελών και εντός του ίδιου ακόμα κράτου μέλους.
Το Δικαστήριο απάντησε, κατά δεύτερον, ότι η αίτηση ακυρώσεως κατά της απόφασης που απορρίπτει αίτηση οικογενειακής επανένωσης ανηλίκου τέκνου δεν μπορεί να κριθεί απαράδεκτη για τον λόγο μόνο ότι το τέκνο ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας.
Οι αιτήσεις ακυρώσεως που προβλέπονται σε εθνικό επίπεδο ως ένδικο μέσο που μπορεί να ασκήσει ενώπιον των δικαστηρίων ο συντηρών και τα μέλη της οικογένειάς του κατά των αποφάσεων που απορρίπτουν αιτήσεις για λόγους οικογενειακής επανένωσης θα πρέπει να διακρίνονται από αποτελεσματικότητα και πραγματικό χαρακτήρα. Επιπλέον, η απόρριψη μίας αίτησης ακυρώσεως ως απαράδεκτης δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην κρίση ότι τα εμπλεκόμενα πρόσωπα δεν έχουν πλέον έννομο συμφέρον ως προς την έκδοση απόφασης από το επιληφθέν δικαστήριο. Ένας υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση για λόγους οικογενειακής επανένωσης απορρίφθηκε, διατηρεί και στο εξής, ακόμα και μετά την ενηλικίωσή του, έννομο συμφέρον ως προς την έκδοση αποφάσεως του δικαστηρίου επί της ουσίας, στον βαθμό που, σε ορισμένα κράτη μέλη, τέτοια δικαστική απόφαση είναι αναγκαία προκειμένου να μπορέσει ο αιτών να ασκήσει αγωγή εξωσυμβατικής ευθύνης σε βάρος του επίμαχου κράτους μέλους.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στα γαλλικά στην ιστοσελίδα CURIA