ΑΠΟΦΑΣΗ
Gros εναντίον Σλοβενίας της 07.07.2020 (αρ. προσφ. 45315/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα πρόσβασης σε Δικαστήριο και δικονομικές προθεσμίες. Ο προσφεύγων προσέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριο αιτούμενος την ακύρωση αποφάσεων που χαρακτήριζαν διόδους σε ακίνητα του, ως δημόσιους δρόμους. Το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του ως εκπρόθεσμη.
Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι το δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι, ωστόσο, δεν πρέπει να περιορίζουν την πρόσβαση με τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό που να θίγεται η ίδια η ουσία του δικαιώματος.
Στην υπό κρίση περίπτωση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η προβλεπόμενη προθεσμία του ενός έτους από την έκδοση της απόφασης για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, είχε μεν παρέλθει, όμως ο προσφεύγων δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τις δυσμενείς συνέπειες της απόφασης, παρά μόνο όταν αυτές εφαρμόστηκαν έμπρακτα. Δεδομένου του γεγονότος ότι δεν προσκομίστηκαν στα εγχώρια Δικαστήρια στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την έμπρακτη γνώση του προσφεύγοντος, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η απόρριψη της προσφυγής από το Συνταγματικό Δικαστήριο επέβαλε υπερβολική επιβάρυνση στον προσφεύγοντα και διατάραξε την δίκαιη ισορροπία. Παραβίαση του άρθρου 6 § 1της ΕΣΔΑ.
Όσον αφορά την καταγγελία του δυνάμει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου , το ΕΔΔΑ έκρινε ότι είναι απαράδεκτη γιατί δεν έχουν ακόμα εκδοθεί οι αποφάσεις των εγχώριων δικαστηρίων.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1,
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Vitomir Gros είναι Σλοβένος υπήκοος που γεννήθηκε το 1942 και ζει στο Kranj (Σλοβενία).
Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία του για άρνηση πρόσβασης σε δικαστήριο για την αμφισβήτηση των αποφάσεων των Δήμου με τις οποίες, δίοδοι που διέσχιζαν τα ακίνητα του, χαρακτηρίστηκαν ως «δημόσιοι δρόμοι». Το 2016 ο προσφεύγων, ενεργώντας ως κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομιάς , προσπάθησε να αμφισβητήσει τις αποφάσεις που εκδόθηκαν από τον Δήμο Kranj οι οποίες είχαν χαρακτηρίσει τους δρόμους που περνούσαν πάνω από δύο οικόπεδα ως «δημόσιους δρόμους». Οι αποφάσεις μία από τις οποίες είχε τεθεί σε ισχύ από το 2004, είχε οδηγήσει στην ακύρωση το 2016 των αποφάσεων για αποκρατικοποίηση των οικοπέδων, τα οποία ο προσφεύγων διαχειριζόταν και φέρεται ότι είχε ιδιοκτησία.
Τον Φεβρουάριο του 2018, το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του για αναθεώρηση των αποφάσεων ως έχοντας κατατεθεί εκτός της προθεσμίας του ενός έτους από την έναρξη ισχύος τους (αντικειμενική προθεσμία) ή αφού είχε λάβει γνώση του αρνητικού αντίκτυπου τους (υποκειμενική προθεσμία).
Το δικαστήριο αιτιολόγησε ότι έπρεπε να γνωρίζει για τον χαρακτηρισμό των δρόμων, που χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, και δεν είχε εξηγήσει γιατί δεν μπορούσε να μάθει για τον χαρακτηρισμό, πριν του επιδοθεί η απόφαση ακύρωσης του 2016. Επομένως, δεν είχε τηρήσει την απαιτούμενη προθεσμία για την αίτησή του.
Η έφεση κατά της απόφασης ακύρωσης του 2016 έχει εκδοθεί, η δε σχετική διαδικασία είναι ακόμη σε εξέλιξη.
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) ότι του είχε αρνηθεί το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο από το Συνταγματικό Δικαστήριο.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6§1
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι, ωστόσο, δεν πρέπει να περιορίζουν την πρόσβαση με τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό που να θίγεται η ίδια η ουσία του δικαιώματος. Επιπλέον, ένας περιορισμός δεν είναι συμβατός με το άρθρο 6 παράγραφος 1 εάν δεν επιδιώκει θεμιτό σκοπό και εάν δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του επιδιωκόμενου στόχου.
Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή συνταγματικής επανεξέτασης του προσφεύγοντος ως εκπρόθεσμη βάσει του άρθρου 24 του CCA, το οποίο προβλέπει ότι μια τέτοια αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός ενός έτους από τότε που τέθηκε σε ισχύ η προσβαλλόμενη πράξη ή το άτομο που υπέβαλε την προσφυγή πληροφορήθηκε τις αρνητικές συνέπειες. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι είχε πληροφορηθεί για τις δυσμενείς συνέπειες που προέκυψαν από τις αποφάσεις στις 6 Αυγούστου 2016 και ότι, υποβάλλοντας την αίτησή του για συνταγματική αναθεώρηση στις 19 Αυγούστου 2016, είχε συμμορφωθεί με την προαναφερθείσα υποκειμενική προθεσμία.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, από την πλευρά του, ο προσφεύγων προσπάθησε να αποδείξει τη συμμόρφωσή του με τα υποκειμενικά κριτήρια, προβάλλοντας επιχειρήματα που δεν μπορούν να θεωρηθούν παράλογα. Ειδικότερα, στην αίτησή του για συνταγματική επανεξέταση, ο προσφεύγων ανέφερε και υπέβαλε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το γεγονός ότι η αμφισβητούμενη απόφαση του 2004 είχε εγκριθεί ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία αποκρατικοποίησης και ότι η επίμαχη γη είχε αποκατασταθεί με βάση την εθνικοποίηση ήτοι αποφάσεις που είχαν ήδη τεθεί σε ισχύ. Στις πρόσθετες παρατηρήσεις του στο Συνταγματικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στο καθεστώς των επίμαχων οικοπέδων σύμφωνα με το κτηματολόγιο και στο γεγονός ότι τα οικόπεδα που είχαν υποβληθεί σε διαδικασία αποκρατικοποίησης, είχαν διαφοροποιηθεί σε εκείνα που είχαν χαρακτηριστεί ως «δημόσια» και δεν θα επιστραφούν στους δικαιούχους αποκρατικοποίησης, και σε εκείνα που δεν είχαν χαρακτηριστεί ως δημόσια. Αναφέρθηκε επίσης στο αστικό σχέδιο του 2002, το οποίο είχε τεθεί σε ισχύ την κατάλληλη στιγμή και δεν είχε προβλέψει στην περιοχή έναν δρόμο που έχει χαρακτηριστεί ως «δημόσιος». Στην απόφασή του, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων έπρεπε να αποδείξει ότι είχε πληροφορηθεί για τις δυσμενείς συνέπειες μόνο μετά την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την έναρξη ισχύος των αμφισβητούμενων διατάξεων και ότι έπρεπε να τεκμηριώσει γιατί η περίοδος αυτή δεν μπορούσε να είναι εντός της προθεσμίας ενός έτους μετά την έναρξη ισχύος αυτών των κανονισμών. Το Συνταγματικό Δικαστήριο σημείωσε ότι οι εν λόγω τοπικοί δρόμοι ή δημόσιοι δρόμοι είχαν ταξινομηθεί ως έχουν από την έναρξη ισχύος του διατάγματος του 2004 και πριν από αυτό από άλλο διάταγμα από το 2000. Υπό το φως του γεγονότος αυτού, έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε αποτύχει για να εξηγήσει γιατί δεν μπορούσε να πληροφορηθεί την ταξινόμηση πριν εκδοθεί με την απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016 και ότι, αναφερόμενος στο γεγονός ότι είχε στηριχθεί στο αστικό σχέδιο του 2002, ο προσφεύγων «δεν είχε τεκμηριώσει σωστά τα χρονοδιαγράμματα» της εφαρμογής.
Συναφώς, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι σχετικές διατάξεις της CCA δεν απαιτούν από έναν προσφεύγοντα να βασίζεται στα υποκειμενικά κριτήρια που ορίζουν την έναρξη της σχετικής περιόδου ενός έτους για να αποδείξει ότι δεν μπορούσε να έχει πληροφορηθεί για τις δυσμενείς συνέπειες οποτεδήποτε νωρίτερα. Ομοίως, η νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου που επικαλείται η Κυβέρνηση παρέχει πολύ περιορισμένη υποστήριξη για την εισαγωγή μιας τέτοιας απαίτησης. Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι σε πολλές αποφάσεις, το Συνταγματικό Δικαστήριο αποδέχθηκε τις δηλώσεις των προσφευγόντων σχετικά με τη χρονική περίοδο κατά την οποία έμαθαν για τις αρνητικές συνέπειες των αμφισβητούμενων κανονισμών. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο δέχεται ότι ήταν δύσκολο για τον προσφεύγοντα να προβλέψει ποια αποδεικτικά στοιχεία θα μπορούσαν να θεωρηθούν επαρκή για την εκπλήρωση των υποκειμενικών κριτηρίων που ορίζουν προθεσμίες για την υποβολή μιας τέτοιας αίτησης στο Συνταγματικό Δικαστήριο και, συγκεκριμένα, ότι θα αναμενόταν να εξηγήσει γιατί δεν μπορούσε να το κάνει νωρίτερα.
Επαναλαμβάνοντας ότι πρωτίστως είναι ο ρόλος των αρμόδιων εθνικών αρχών να αποφασίσουν για το παραδεκτό και τη συνάφεια των αποδεικτικών στοιχείων, το Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει πότε ο προσφεύγων πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει «πληροφορηθεί» τις εν λόγω δυσμενείς συνέπειες. Ωστόσο, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο ανέμενε από τον προσφεύγοντα να αποδείξει ότι δεν μπορούσε να το πράξει νωρίτερα, ακόμη και αν δεν υπήρχαν δηλώσεις ή αποδεικτικά στοιχεία που αντιφάσκουν με το χρονοδιάγραμμα που είχε καθορίσει στην αίτηση συνταγματικής αναθεώρησης. Επιπλέον, αυτή η συγκεκριμένη προσδοκία φαίνεται ότι δεν βασίστηκε σε καμία νομική απαίτηση που ρυθμίζει την πρόσβαση στο Συνταγματικό Δικαστήριο σε τέτοιου είδους διαδικασίες. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο επέβαλε υπερβολική επιβάρυνση στον προσφεύγοντα, η οποία, επιπλέον, ήταν απρόβλεπτη, λόγω των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, διαταράσσοντας έτσι την απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, του θεμιτού στόχου της διασφάλισης της συμμόρφωσης με τους τυπικούς όρους για την εφαρμογή και, αφετέρου, το δικαίωμα πρόσβασης σε αυτό το δικαστήριο.
Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Άρθρο 1 ΠΠΠ
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι το κράτος είχε κρατικοποιήσει τη γη του κατά παράβαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν θεωρεί σκόπιμο να ασχοληθεί με το ζήτημα προτού εκδοθεί αμετάκλητη εγχώρια απόφαση. Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η καταγγελία του βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου είναι πρόωρη.
Συνεπώς, αυτή η καταγγελία πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με το Άρθρο 35 §§ 1 και 4 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.860 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).