ΑΠΟΦΑΣΗ
Covalenco κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας της 16.06.2020 (αριθ. προσφ.72164/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα ακρόασης διαδίκων, αντιμωλία δίκη, δικονομικές αρμοδιότητες Αρείου Πάγου.
Ο προσφεύγων είχε ασκήσει αγωγή αποζημίωσης κατά ασφαλιστικής εταιρείας λόγω ολοκληρωτικής καταστροφής του αυτοκινήτου του σε τροχαίο ατύχημα που ενεπλάκη η σύζυγος του. Η αγωγή έγινε δεκτή τελεσίδικα. Ο Άρειος Πάγος εκδικάζοντας αναίρεση που άσκησε η ασφαλιστική εταιρεία, ακύρωσε την τελεσίδικη απόφαση, στηρίζοντας την απόφαση του σε νέα αποδεικτικά στοιχεία που πρώτη φορά προσκομίστηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο χωρίς να επιτρέψει προφορική ακρόαση των διαδίκων προκειμένου να τα αντικρούσουν.
Το Στρασβούργο υπενθύμισε ότι, σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου ουσίας, το δικαίωμα σε «αντιμωλία δίκη» κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 συνεπάγεται δικαίωμα «προφορικής ακρόασης» των διαδίκων. Όσον αφορά τη διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο του διαδικαστικού συστήματος στην εσωτερική έννομη τάξη και ο ρόλος του συγκεκριμένου δικαστηρίου σε αυτό.
Στην υπό κρίση περίπτωση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, αν και είχε αρμοδιότητα να κρίνει μόνο νομικά ζητήματα, δίκασε ως πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν επέτρεψε την προφορική ακρόαση των διαδίκων, και στήριξε την απόφαση, σε έναν νέο λόγο που δεν είχε προβληθεί από τους διαδίκους, ήτοι ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο δεν κάλυπτε την σύζυγο, ο οποίος δεν ήταν αντικείμενο διαφοράς και δεν είχαν την ευκαιρία να τον αντικρούσουν.
Κατά συνέπεια το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η διαδικασία δεν ήταν δίκαιη. Παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1
Άρθρο 13
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Dumitru Covalenco, είναι Μολδαβός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1983 και ζει στη Chișinău.
Η υπόθεση αφορούσε την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσεων που εκδόθηκαν από πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέρ του προσφεύγοντος αναφορικά με αντιδικία με ασφαλιστική εταιρεία μετά από αυτοκινητιστικό ατύχημα.
Το 2009 το αυτοκίνητο του προσφεύγοντα υπέστη σοβαρές υλικές ζημιές όταν η σύζυγός του ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα ενώ οδηγούσε. Ο προσφεύγων έγραψε πολλές επιστολές στην ασφαλιστική του εταιρεία ζητώντας να του καταβληθεί ασφαλιστική αποζημίωση, χωρίς αποτέλεσμα.
Κίνησε αστικές διαδικασίες εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας το 2012. Τα δικαστήρια αποφάνθηκαν υπέρ του, στον πρώτο και δεύτερο βαθμό , διατάζοντας την εταιρεία να πληρώσει την πλήρη αξία του αυτοκινήτου.
Ωστόσο, το 2014 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε τις αποφάσεις των Δικαστηρίων και απέρριψε την αγωγή του προσφεύγοντος, υποστηρίζοντας ιδίως ότι η σύζυγος του προσφεύγοντος δεν καλύπτονταν από το ασφαλιστικό συμβόλαιο.
Αποδέχθηκε επίσης το επιχείρημα της ασφαλιστικής εταιρείας ότι δεν είχε πρόσβαση στο κατεστραμμένο αυτοκίνητο. Δεν απάντησε στο αντεπιχείρημα του προσφεύγοντος ότι το αυτοκίνητο ήταν στην κατοχή της εταιρείας και είχε αξιολογηθεί από έναν πραγματογνώμονα που διορίστηκε από αυτήν.
Βασιζόμενος ιδίως στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε την αναίρεση χωρίς τη συμμετοχή των διαδίκων και τα νέα επιχειρήματα, τα οποία δεν ήταν θέμα προηγούμενης συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για την απόφασή του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι το δικαίωμα προφορικής ακρόασης δεν συνδέεται μόνο με το ζήτημα αν η διαδικασία συνεπάγεται εξέταση μαρτύρων που θα καταθέσουν προφορικά. Είναι επίσης σημαντικό για τους διαδίκους να έχουν την ευκαιρία να παραθέσουν την υπόθεσή τους προφορικά ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του, σε διαδικασία ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και μόνο το δικαίωμα σε «αντιμωλία δίκη» κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 συνεπάγεται δικαίωμα «προφορικής ακρόασης», εκτός εάν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την αποφυγή μιας τέτοιας ακρόασης.
Το Δικαστήριο έκρινε απαραίτητη τη διεξαγωγή ακρόασης, για παράδειγμα:
(α) όταν υπάρχει ανάγκη να εκτιμηθεί εάν τα γεγονότα αποδείχθηκαν σωστά από τις αρχές,
(β) όταν οι περιστάσεις απαιτούν από το δικαστήριο να διαμορφώσει τη δική του εντύπωση για τους ισχυρισμούς των διαδίκων, παρέχοντάς τους το δικαίωμα να εξηγήσουν την προσωπική τους κατάσταση, για λογαριασμό τους ή μέσω πληρεξουσίου,
γ) όταν το δικαστήριο πρέπει να λάβει διευκρινίσεις σε ορισμένα σημεία, μεταξύ άλλων μέσω προσωπικής ακρόασης.
Το Δικαστήριο επανέλαβε επίσης ότι απορρέει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ότι, μολονότι το άρθρο 6 δεν προβλέπει αυτοτελές δικαίωμα αναίρεσης, απαιτεί όμως σε περίπτωση που το εθνικό δίκαιο προβλέπει αναίρεση, το άρθρο 6 μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή ακόμη και στην αναιρετική διαδικασία στο βαθμό που αυτή η διαδικασία μπορεί λογικά να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει «προσδιορισμό» ποινικής κατηγορίας εναντίον του αναιρεσείοντος ή «αστικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων» του. Επιπλέον, το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι ο τρόπος εφαρμογής του άρθρου 6 παρ.1 σε διαδικασίες μετά από έφεση, συμπεριλαμβανομένων των ανωτάτων δικαστηρίων, εξαρτάται από τα ειδικά χαρακτηριστικά της σχετικής διαδικασίας. Πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο του διαδικαστικού συστήματος στην εσωτερική έννομη τάξη και ο ρόλος του συγκεκριμένου δικαστηρίου σε αυτό.
Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο επισήμανε καταρχάς ότι το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε τις αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων και δεν ανέφερε στην απόφαση του τα πορίσματα αυτών των δικαστηρίων. Εξέτασε την υπόθεση από την αρχή και αντικατέστησε την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και του νομοθετικού πλαισίου που δέχθηκαν τα κατώτερα δικαστήρια με δικά του, ενεργώντας σαν να μην είχε εξεταστεί ποτέ προγενέστερα η υπόθεση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι ασφαλές να συμπεράνουμε ότι, παρά το γεγονός ότι είναι δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας και εξετάζει αναίρεση για νομικά ζητήματα, στην πραγματικότητα το Ανώτατο Δικαστήριο ενήργησε ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Το γεγονός ότι διεξήχθησαν ακροάσεις ενώπιον των κατώτερων δικαστηρίων δεν έχει σημασία και δεν μπορεί να κατηγορηθεί ο προσφεύγων ότι δεν ζήτησε προφορική ακρόαση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, δεδομένου ότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει το εύρος της εξέτασης που θα διεξαχθεί από αυτό .
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι οι διάδικοι αμφισβήτησαν για πρώτη φορά ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου πραγματικά ζητήματα όπως το πού βρίσκεται το κατεστραμμένο αυτοκίνητο και η πρόσβαση της ασφαλιστικής εταιρείας σε αυτό. Λόγω των αντικρουόμενων ισχυρισμών σχετικά με την πραγματική κατάσταση, η αξιοπιστία των μερών ήταν επίσης ένα ζήτημα που πρέπει να καθοριστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Επομένως, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορούσε, για θέμα δίκαιης δίκης, να παραιτηθεί από την δίκη κατ’ αντιμωλία προτού εκδώσει την απόφασή του, που αποτελεί την τελική απόφαση επί των θεμάτων της διαφοράς.
Το Δικαστήριο σημείωσε στη συνέχεια ότι το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε το επιχείρημα της ασφαλιστικής εταιρείας ότι δεν είχε πρόσβαση στο κατεστραμμένο αυτοκίνητο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έδωσε προσοχή στο αντεπιχείρημα του προσφεύγοντος ότι το αυτοκίνητο ήταν στην κατοχή του τελευταίου και ότι ένας πραγματογνώμονας που διορίστηκε από την ασφαλιστική εταιρεία είχε πραγματοποιήσει αξιολόγηση του αυτοκινήτου. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το αντεπιχείρημα του προσφεύγοντος ήταν σημαντικό και εάν γινόταν δεκτό, θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική έκβαση της υπόθεσης. Παρ’ όλα αυτά, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν απάντησε σε αυτό το επιχείρημα. Ελλείψει συγκεκριμένης και ρητής απάντησης, είναι αδύνατο να εξακριβωθεί εάν το δικαστήριο αυτό απλώς παρέλειψε να εξετάσει τον ισχυρισμό του ανωτέρω προσφεύγοντος ή αν σκόπευε να τον απορρίψει και, αν αυτή ήταν η πρόθεσή του, ποιοι ήταν οι λόγοι για να αποφασιστεί έτσι. Τέλος, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει ότι, απορρίπτοντας την αγωγή του προσφεύγοντος κατά της ασφαλιστικής εταιρείας, το Ανώτατο Δικαστήριο στηρίχθηκε, κατ΄αναλογία, σε έναν νέο λόγο που δεν είχε προβληθεί από τους διαδίκους και δεν ήταν αντικείμενο διαφοράς. Δηλαδή, έκρινε ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο δεν κάλυπτε τη σύζυγο του προσφεύγοντος που οδηγούσε το ασφαλισμένο αυτοκίνητο. Όχι μόνο η ασφαλιστική εταιρεία δεν επικαλέστηκε ποτέ αυτό το επιχείρημα, αλλά παραδέχτηκε νωρίτερα στο πλαίσιο της διαδικασίας ότι η σύζυγος του προσφεύγοντος καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.
Υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο καέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία δεν ήταν δίκαιη και ότι, κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του ΄άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε περαιτέρω για παραβίαση των δικαιωμάτων του που εγγυάται το άρθρο 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης. Λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, τις παρατηρήσεις των διαδίκων και την κρίση του σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξετάσει ούτε το παραδεκτό ούτε το βάσιμο των καταγγελιών σύμφωνα με το άρθρο 13 και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 3.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).