ΑΡΙΘΜΟΣ 1/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
– Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Ασφαλιστικές εταιρείες. Ασφαλιστική εκκαθάριση. Ασφαλιστική τοποθέτηση. Αναστολή κάθε αναγκαστικής εκτέλεσης καθώς και των ατομικών διώξεων. Ενεχυρίαση των τίτλων σε διαταγή με οπισθογράφηση. Ενεχυρίαση επιταγών τρίτων. Εφαρμοζόμενη διάταξη σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής. Εσφαλμένο αιτιολογικό, αλλά ορθό διατακτικό της απόφασης.
– Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, όταν το δικαστήριο του ουσίας, με βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόμενα απ’ αυτό δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν εφαρμόσει τον κανόνα δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αν εφαρμόσει αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσει αυτόν εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου. Η παραβίαση δηλαδή από τη διάταξη αυτή πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (ΟλΑΠ4/2018, ΟλΑΠ6/2017, ΟλΑΠ7/2006).
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία). Αντιθέτως, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων, και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ’ άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (ΟλΑΠ2/2019, ΟλΑΠ8/2018, ΟλΑΠ1/1999).
– Με το ΝΔ 400/1970 “περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως”, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το Ν. 4364/2016, ρυθμίζονταν οι σχέσεις όλων των ιδιωτικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα και έχουν ως αντικείμενο την άσκηση ασφάλισης. Ειδικότερα, κύριο αντικείμενο της ασφάλισης είναι η υποχρέωση κάλυψης των οικονομικών αναγκών που προκαλούνται από συμβάντα στη ζωή του ανθρώπου, στηρίζεται δε στη δυνατότητα κάλυψης των αναγκών αυτών με αντικαταβολές των μελών της ασφαλιστικής κοινωνίας κινδύνων, η οποία απαρτίζεται από το σύνολο των ασφαλισμένων σε κάθε ασφαλιστική επιχείρηση. Ως εκ τούτου είναι πρόδηλο το δημόσιο συμφέρον για την προστασία των ασφαλισμένων, αλλά και του ασφαλιστή, με την καθιέρωση κρατικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, στη ρύθμιση της οποίας προέβαινε το ως άνω ΝΔ, με το άρθρο 1 παρ. 3 του οποίου οριζόταν ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις υπόκεινται στην εποπτεία του Υπουργείου Εμπορίου (άρθρο 1 παρ. 3), ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 20 του Ν. 2496/1997, του Υπουργείου Ανάπτυξης, και στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3229/2004, της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α), που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω νομοθετικού διατάγματος και έχει σκοπό την προστασία και εξασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και των δικαιούχων αποζημίωσης από ασφαλιστική σύμβαση. Με το ίδιο πιο πάνω νομοθετικό διάταγμα (400/1970), και ειδικότερα με τα άρθρα 7 παρ. 1 εδ. α’ , 8 παρ. 1, 9 παρ. 1, 10 παρ. 1 εδ. α’ , 12α παρ. 1, 5 και 10 και 12β’ παρ. 2 και 3 περ. α’ αυτού ορίζονταν τα εξής: “Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα την Ελλάδα υποχρεούνται να σχηματίζουν και να διατηρούν σε συνεχή βάση επαρκή τεχνικά αποθέματα για το σύνολο των ασφαλίσεων που συνάπτουν και των αντασφαλίσεων που αναλαμβάνουν τόσο στην Ελλάδα όσο και στα άλλα κράτη-μέλη μέσω υποκαταστημάτων ή με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών” (άρθρο 7 παρ. 1 εδ. α’ , όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 53 παρ. 1 του Ν. 3746/2009). “Ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα υποχρεούνται σε ασφαλιστική τοποθέτηση που συνίσταται στη διάθεση στην Ελλάδα ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ. περιουσιακών στοιχείων με σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων των δικαιούχων οποιασδήποτε παροχής από ασφαλιστική σύμβαση (ασφάλισμα). Τα περιουσιακά στοιχεία που διατίθενται σε ασφαλιστική τοποθέτηση πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το είδος των εργασιών που ασκεί η ασφαλιστική επιχείρηση, ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια, η απόδοση και η ρευστότητα των επενδύσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία μεριμνά για την διαφοροποίηση και την επαρκή διασπορά αυτών των επενδύσεων. Σε ασφαλιστική τοποθέτηση διατίθενται τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν τα τεχνικά αποθέματα, συμπεριλαμβανομένου του αποθέματος εξισορρόπησης του άρθρου 7 του παρόντος, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν το τέταρτο του ελαχίστου ορίου που αναφέρεται στην περίπτωση ε’ του εδαφίου α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του παρόντος” (άρθρο 8 παρ. 1, όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 54 παρ. 1 του Ν. 3746/2009). “Αν η ασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 8 του παρόντος περί τεχνικών αποθεμάτων, ο Υπουργός Εμπορίου μπορεί με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και αφού γνωστοποιήσει προηγουμένως την πρόθεσή του στις εποπτικές αρχές των κρατών-μελών, όπου ενδεχόμενα λειτουργεί η επιχείρηση με υποκατάστημα ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, να χαρακτηρίζει ως ασφαλιστική τοποθέτηση μέρος ή το σύνολο της ελεύθερης περιουσίας της, να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση μέρους ή και του συνόλου της περιουσίας της, να ανακαλεί προσωρινά ή οριστικά την άδεια λειτουργίας ορισμένων ή όλων των κλάδων που ασκεί και να λαμβάνει κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο με σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων ως και κάθε άλλου δικαιούχου ασφαλίσματος” (άρθρο 9 παρ. 1). “Οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση και οι καθολικοί και ειδικοί τους διάδοχοι έχουν προνόμιο στην ασφαλιστική τοποθέτηση, που προηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο, εκτός από το προνόμιο της παραγράφου 9 του άρθρου 12α του παρόντος” (άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 35 παρ. 9 του Ν. 2496/1997), ήτοι του προνομίου των αμοιβών του επόπτη εκκαθάρισης ή πτώχευσης και του εκκαθαριστή της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, καθώς και του συνδίκου για τις εργασίες εκκαθάρισης του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου. “Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Η απόφαση περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης που ορίζει τον επόπτη και το εφαρμοστέο δίκαιο καταχωρείται στο Μητρώο ασφαλιστικών ανωνύμων εταιριών και περίληψη αυτής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθώς και στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η απόφαση για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος καταχωρείται στο μητρώο που τηρείται για το λόγο αυτό στο Υπουργείο Ανάπτυξης, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με Υπουργική Απόφαση. Κατά το στάδιο αυτό και μέχρι την περάτωση της εκκαθάρισης η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση” (άρθρο 12α παρ. 1). “Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης” (άρθρο 12α παρ. 5). “Ύστερα από αίτηση των μετόχων ή εταίρων που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από πενήντα εκατοστά (50%) του κεφαλαίου ασφαλιστικής επιχείρησης, του εκκαθαριστή ή του επόπτη, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, εφόσον έχει, σύμφωνα με βεβαίωση του επόπτη και του εκκαθαριστή, περατωθεί η εκκαθάριση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, να κηρύξει τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ο εκκαθαριστής και ο επόπτης υποχρεούνται να χορηγούν την ως άνω βεβαίωση, εφόσον έχουν περατώσει τις εκ του νόμου προβλεπόμενες εργασίες για την εκκαθάριση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, ανεξαρτήτως του εάν έχει λάβει χώρα ή όχι έλεγχος της φορολογικής αρχής στην ασφαλιστική επιχείρηση. Μετά τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης (κοινή εκκαθάριση). Ανεξάρτητα από την υπαγωγή της επιχείρησης στο καθεστώς της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η περάτωση των εκτός του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου εκκρεμών υποθέσεων συνεχίζεται κατά τις διατάξεις της κοινής εκκαθάρισης” (άρθρο 12α παρ. 10, όπως τα πρώτο και δεύτερο εδάφια της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 30 του Ν. 3775/2009). “Η έναρξη μέτρων εξυγίανσης ή διαδικασίας εκκαθάρισης δεν θίγει τα εμπράγματα δικαιώματα πιστωτών ή τρίτων επί ενσωμάτων ή άυλων πραγμάτων, κινητών ή ακινήτων, επί συγκεκριμένων στοιχείων του ενεργητικού ή και στοιχείων του ενεργητικού ως συνόλου, που κατά καιρούς αλλάζει, τα οποία ανήκουν στην ασφαλιστική επιχείρηση και ευρίσκονται εντός της επικράτειας άλλου κράτους-μέλους κατά την έναρξη των εν λόγω μέτρων ή της διαδικασίας” (άρθρο 12β παρ. 2). “Τα δικαιώματα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο είναι ιδίως: α) Το δικαίωμα απευθείας ή μέσω τρίτου διάθεσης στοιχείου του ενεργητικού και ικανοποίησης από το τίμημα ή τις προσόδους του, ιδίως δυνάμει ενεχύρου ή υποθήκης” (άρθρο 12β παρ. 3 περ. α). Από τις προαναφερθείσες διατάξεις, και ιδίως αυτή του άρθρου 12α παρ. 5 του ΝΔ 400/1970, η οποία διατυπώθηκε γενικώς και χωρίς διακρίσεις, ενόψει δε και του προεκτεθέντος πρωταρχικού σκοπού του όλου νομοθετήματος (ΝΔ 400/1970), συνάγεται ότι η θεσπιζόμενη με αυτήν αναστολή καταλαμβάνει ανεξαιρέτως όλους τους δανειστές της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης και συνεπώς δεν επιτρέπεται καμία από τις ως άνω ενέργειες επί των οποιουδήποτε χαρακτήρα περιουσιακών της στοιχείων, ακόμη και αν προέρχεται από εκείνους που διαθέτουν επ’ αυτών εμπράγματη ασφάλεια, χωρίς βέβαια να επέρχεται από την εν λόγω αναστολή απώλεια του εμπράγματου χαρακτήρα της αντίστοιχης απαίτησης κατά τη διεξαγωγή της εκκαθάρισης. Η αναστολή κάθε αναγκαστικής εκτέλεσης καθώς και των ατομικών διώξεων κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση υπηρετεί τον πρωταρχικό σκοπό και τη βασική αρχή που διέπει το σύνολο των διατάξεων του ΝΔ 400/1970, την προστασία δηλαδή των ασφαλισμένων και την εξασφάλιση της προνομιακής τους ικανοποίησης έναντι των απαιτήσεων των λοιπών δανειστών, ακόμη και αν είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένες. Εξάλλου, εάν κατά την κρίση του νομοθέτη, η ομάδα αυτή των δανειστών έπρεπε να προστατευθεί με διατήρηση της δυνατότητας τους προς άσκηση ή εξακολούθηση της αναγκαστικής εκτέλεσης και των ατομικών διώξεων, θα το είχε προβλέψει ρητά, όπως συμβαίνει στη διαδικασία της πτώχευσης. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12β παρ. 2 του ως άνω ΝΔ, από τη γενική αναστολή κάθε αναγκαστικής εκτέλεσης και των ατομικών διώξεων του άρθρου 12α παρ. 5 εξαιρούνται οι φορείς εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί πραγμάτων που βρίσκονται εκτός της ελληνικής επικράτειας, στο έδαφος άλλου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η καθιερούμενη από τις ως άνω διατάξεις του εν λόγω π.δ. αναστολή και απαγόρευση είναι γενική και περιλαμβάνει και τη διάθεση με οποιοδήποτε τρόπο των δεσμευμένων από τη σχετική απόφαση της Εποπτικής Αρχής περιουσιακών στοιχείων του ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία έχει τεθεί υπό ασφαλιστική εκκαθάριση. Η ρύθμιση αυτή για την αναστολή και την απαγόρευση διάθεσης εκ μέρους και των εμπραγμάτως ασφαλισμένων δανειστών δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία θεσπίζεται η προστασία της ιδιοκτησίας, ούτε στην αντίστοιχη με αυτήν διάταξη του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, αφού το δικαίωμα αυτό μπορεί να περιορισθεί για σοβαρούς οικονομικούς ή άλλους λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Επίσης, από τις ίδιες ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, ως ελεύθερη περιουσία της ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία στην περίπτωση του άρθρου 9 παρ. 1 του ΝΔ 400/1970 χαρακτηρίζεται ως ασφαλιστική τοποθέτηση, δεν νοείται η μη βεβαρημένη με εμπράγματα δικαιώματα τρίτων, αλλά η μέχρι τότε μη διατεθείσα ως ασφαλιστική τοποθέτηση από την ασφαλιστική επιχείρηση. Ο χαρακτηρισμός ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου βεβαρημένου με εμπράγματα δικαιώματα τρίτων ως “ασφαλιστικής τοποθέτησης” με πράξη της διοίκησης αφενός μεν προϋποθέτει κλονισμό της φερεγγυότητας της εταιρείας έναντι των ασφαλισμένων της, αφετέρου δε έχει σκοπό να επεκτείνει το προνόμιο των ασφαλισμένων σε περισσότερα περιουσιακά στοιχεία, ώστε να αυξήσει τις πιθανότητες (ολικής ή μερικής ικανοποίησης) των απαιτήσεών τους. Ακόμη, ενόψει των ανωτέρω ειδικών ρυθμίσεων του ΝΔ 400/1970, που αφορούν στην απαγόρευση επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης καθώς και των ατομικών διώξεων κατά της υπό εκκαθάριση τελούσας ασφαλιστικής επιχείρησης από εμπραγμάτως ασφαλισμένο δανειστή, δεν υπάρχει νομοθετικό κενό, ώστε, σύμφωνα με το άρθρο 179 του Πτωχευτικού Κώδικα, να συντρέχει περίπτωση προσφυγής στις διατάξεις των άρθρων 21, 25, 26 και 106 ια’ παρ. 9 του Κώδικα αυτού. Περαιτέρω, για τα ζητήματα ιδιωτικής ασφάλισης από 1-1-2016 εφαρμόζεται ο Ν. 4364/2016 (ΦΕΚ Α’ 13/5-2- 2016), με το άρθρο 278 παρ. 1 του οποίου καταργήθηκε το ως άνω ΝΔ 400/1970 και ορίστηκε ότι οποιαδήποτε αναφορά σε αυτό (ΝΔ 400/1970) νοείται εφεξής ως αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του νέου νόμου. Επίσης, με το άρθρο 248 παρ. 1 και 2 αυτού (ν. 4364/2016) ορίστηκαν τα εξής: “1. Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου διέπονται οι υφιστάμενες κατά την 31-12-2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις. 2. Στις εκκαθαρίσεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή τα άρθρα 235 παρ.1, 2, 3, 5 και 6, 236 έως 239, 242 παρ.1 και 4, 243 παρ.1, 2 και 4, 244, 245 παρ. 1 και 3, 246 και 247 του παρόντος”. Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει σαφής και αναμφίβολη νομοθετική βούληση περί αναδρομικότητας αυτής και των λοιπών σχετικών διατάξεων και περί εφαρμογής αυτών και επί εννόμων σχέσεων και δικαιωμάτων που είχαν δημιουργηθεί πριν την έναρξη της ουσιαστικής ισχύος του νόμου αυτού (4364/2016). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 239 παρ. 3 και 6 του νόμου αυτού, που αφορά στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ορίζονται τα εξής: “3. Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης. 6. Κατάσχεση ή δέσμευση περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής επιχείρησης στα χέρια της ιδίας ή τρίτου δεν επιτρέπεται κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση”. Επιπλέον, με τις διατάξεις του άρθρου 247 παρ. 1 και 2 του νόμου αυτού ορίζονται τα εξής: “1. Η έναρξη διαδικασίας ασφαλιστικής εκκαθάρισης δεν θίγει τα εμπράγματα δικαιώματα πιστωτών ή τρίτων επί ενσωμάτων ή άυλων πραγμάτων, κινητών ή ακινήτων, επί συγκεκριμένων στοιχείων του ενεργητικού ή και στοιχείων του ενεργητικού ως συνόλου, που κατά καιρούς αλλάζει, τα οποία ανήκουν στην ασφαλιστική επιχείρηση και ευρίσκονται εντός της επικρατείας άλλου κράτους-μέλους κατά την έναρξη της διαδικασίας. Το προηγούμενο εδάφιο δεν κωλύει τις σχετικές αγωγές ακυρότητας, ακύρωσης ή κήρυξης της δικαιοπραξίας ανενεργού, οι οποίες ερείδονται στην περίπτωση ια’ της παρ. 2 του άρθρου 246 του παρόντος νόμου. 2. Τα δικαιώματα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο είναι ιδίως: α) το δικαίωμα απευθείας ή μέσω τρίτου διάθεσης στοιχείου του ενεργητικού και ικανοποίησης από το τίμημα ή τις προσόδους του, ιδίως δυνάμει ενεχύρου ή υποθήκης, β) το αποκλειστικό δικαίωμα είσπραξης μιας απαιτήσεως και ιδίως το δικαίωμα, το ασφαλιζόμενο είτε με ενέχυρο, αντικείμενο του οποίου είναι η απαίτηση, είτε με εκχώρηση απαιτήσεως ως εγγύηση, γ) το δικαίωμα διεκδίκησης και η οριστική απαίτηση επιστροφής του στοιχείου του ενεργητικού εις χείρας οιουδήποτε κατέχοντος ή καρπουμένου αντίθετα προς τη βούληση του δικαιούχου και δ) το εμπράγματο δικαίωμα καρπώσεως στοιχείου του ενεργητικού”.
Από τις πιο πάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 240 και 241, αλλά και από όλο το πλέγμα των διατάξεων του νέου αυτού νόμου, δεν συνάγεται βούληση του νομοθέτη να προστατεύσει εντός της ελληνικής επικράτειας τους εμπραγμάτως εξασφαλισμένους δανειστές μετά την έναρξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ειδικότερα, από τις προαναφερθείσες διατάξεις, και ιδίως από αυτή του άρθρου 239 παρ. 3 και 6 του Ν. 4364/2016, η οποία διατυπώθηκε γενικώς και χωρίς διακρίσεις, ενόψει και του σκοπού του όλου νομοθετήματος (Ν. 4364/2016), που είναι ταυτόσημος με αυτόν του ΝΔ 400/1970, συνάγεται ότι η θεσπιζόμενη με αυτήν αναστολή και απαγόρευση καταλαμβάνει όλους ανεξαιρέτως τους δανειστές της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης και συνεπώς δεν επιτρέπεται η κατάσχεση ή οποιαδήποτε άλλη παρόμοια ενέργεια επί των οποιουδήποτε χαρακτήρα περιουσιακών της στοιχείων, ακόμη και αν προέρχεται από εκείνους που διαθέτουν επ’ αυτών εμπράγματη ασφάλεια, χωρίς βέβαια να επέρχεται από την εν λόγω αναστολή απώλεια του εμπράγματου χαρακτήρα της αντίστοιχης απαίτηοης κατά τη διεξαγωγή της εκκαθάρισης. Η αναστολή κάθε αναγκαστικής εκτέλεσης καθώς και των ατομικών διώξεων, και υπό το νομοθετικό καθεστώς του Ν. 4364/2016, κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, υπηρετεί τον πρωταρχικό σκοπό και τη βασική αρχή που διέπει το σύνολο των διατάξεων του νόμου αυτού, όπως και του ΝΔ 400/1970, την προστασία δηλαδή των ασφαλισμένων και την εξασφάλιση της προνομιακής τους ικανοποίησης έναντι των απαιτήσεων των λοιπών δανειστών, ακόμη και αν είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένες. Εξάλλου, εάν κατά την κρίση του νομοθέτη και του Ν. 4364/2016, η ομάδα αυτή των δανειστών έπρεπε να προστατευθεί με διατήρηση της δυνατότητάς τους προς άσκηση ή εξακολούθηση της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και των ατομικών διώξεων, θα το είχε προβλέψει ρητά, όπως π.χ. στη διαδικασία της πτώχευσης. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 247 παρ. 1 του ως άνω νόμου, από τη γενική αναστολή κάθε αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και των ατομικών διώξεων του άρθρου 239 παρ. 3 και 6 εξαιρούνται οι φορείς εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί πραγμάτων που βρίσκονται εκτός της ελληνικής επικράτειας, στο έδαφος άλλου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρέπει δε να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι η διατύπωση και το νόημα της εν λόγω διάταξης είναι τόσο σαφής, ώστε ουδεμία ανάγκη ερμηνείας αυτής παρίσταται. Επιπλέον, από το συνδυασμό των εν λόγω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 111 και 114 παρ. 2 του ίδιου νόμου και ενόψει του πιο πάνω σκοπού του νομοθετήματος αυτού συνάγεται ότι, η ως άνω αναστολή και απαγόρευση περιλαμβάνει και τη διάθεση με οποιοδήποτε τρόπο των δεσμευμένων από τη σχετική απόφαση της Εποπτικής Αρχής περιουσιακών στοιχείων του ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία έχει τεθεί υπό ασφαλιστική εκκαθάριση. Επομένως, η καθιερούμενη από τις διατάξεις του νόμου αυτού ως άνω αναστολή και απαγόρευση είναι γενική και αναφέρεται σε όλα τα προβλεπόμενα από το νόμο μέσα ικανοποίησης των δανειστών, με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στο άρθρο 247 του Ν. 4364/2016.
– Με τη διάταξη του άρθρου 38 του ΝΔ 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών” έχει θεσπισθεί η ενεχυρίαση των τίτλων σε διαταγή με οπισθογράφηση και παράδοση ως ειδικός τρόπος ενεχυρίασης για ορισμένες ανώνυμες εταιρείες και προς ασφάλεια ορισμένων απαιτήσεών τους. Η εν λόγω διάταξη εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το άρθρο 41 παρ. 1 του εισαγωγικού νόμου αυτού. Ο Αστικός Κώδικας γενίκευσε την ως άνω διάταξη και συμπλήρωσε το κενό, το οποίο υπήρχε πριν, αίροντας τον περιορισμό της σε ορισμένες κατηγορίες δανειστών και απαιτήσεων. Ειδικότερα, με το άρθρο 1251 του ΑΚ ορίστηκαν τα εξής : “Για την ενεχύραση τίτλου σε διαταγή αρκεί οπισθογράφησή του σε διαταγή του δανειστή, χωρίς να απαιτείται άλλη έγγραφη συμφωνία”. Τη διάταξη αυτή επέβαλε η ανάγκη των συναλλαγών, ώστε να δημιουργηθεί απλούστερος τρόπος ενεχυρίασης απαίτησης, όταν η απαίτηση ενσωματώνεται σε τίτλο “εις διαταγήν”, δηλαδή απλούστερος από τους προβλεπόμενους από τα άρθρα 1247, 1248 ΑΚ, τα οποία ρυθμίζουν τη σύσταση ενεχύρου σε δικαίωμα και σε απαίτηση και τα οποία ορίζουν, πλην των άλλων, ότι η σύμβαση για τη σύσταση του ενεχύρου απαιτείται να γίνει με έγγραφο συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό με βέβαιη χρονολογία, επιπλέον δε, σε περίπτωση σύστασης ενεχύρου σε απαίτηση, απαιτείται ο ενεχυραστής να γνωστοποιήσει την ενεχυρίαση στον οφειλέτη. Σε κάθε περίπτωση όμως η διάταξη του άρθρου 1251 ΑΚ δεν αποκλείει την ενεχυρίαση των τίτλων σε διαταγή σύμφωνα με τον κοινό τύπο της ενεχυρίασης απαίτησης των άρθρων 1247, 1248 ΑΚ. Επίσης, με το άρθρο 1255 περ. α’ ΑΚ ορίστηκαν τα εξής: “Αν αντικείμενο του ενεχύρου είναι τίτλος σε διαταγή ο ενεχυρούχος δανειστής έχει δικαίωμα να εισπράξει μόνος και αν ακόμη δεν έληξε το ασφαλιζόμενο χρέος”. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων των άρθρων 1251 και 1255 περ. α’ ΑΚ προκύπτει ότι, με την ενεχυρική οπισθογράφηση όλων των τίτλων σε διαταγή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η επιταγή (για την ενεχυρίαση της οποίας δεν προβλέπει οτιδήποτε ο Ν. 5960/1933 “Περί επιταγής”, πλην όμως δεν μπορεί να συναχθεί ότι υφίσταται σχετική απαγόρευση), ο δανειστής-κομιστής του τίτλου αποκτά ενέχυρο στην απαίτηση, η οποία ενσωματώνεται στον τίτλο και στον ίδιο τον τίτλο, ο ενεχυραστής οπισθογράφος όμως παραμένει κύριος του τίτλου και ουσιαστικός δικαιούχος της απαίτησης από αυτόν, καίτοι δεν κατέχει πλέον τον τίτλο, ο δε ενεχυρούχος δανειστής αποκτά με την οπισθογράφηση αυτοτελή και ανεξάρτητη νομική θέση έναντι του ενεχυραστού οπισθογράφου και ασκεί με βάση το ενέχυρο το δικαίωμα είσπραξης του τίτλου, και μάλιστα στο όνομά του. Τα ως άνω είναι σύμφωνα και με την έννοια του ενεχύρου ως εμπραγμάτου δικαιώματος σε ξένο κινητό πράγμα που εξασφαλίζει ορισμένη απαίτηση με προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το τελευταίο, καθώς και με τη φύση της επιταγής ως αξιογράφου υπό στενή έννοια που αποτελεί τίτλο εις διαταγήν από το νόμο.
– Στην περίπτωση της ενεχυρίασης επιταγών τρίτων δεν υφίσταται εκχώρηση από το νόμο των σχετικών απαιτήσεων του οφειλέτη προς τον ενεχυρούμενο δανειστή, όπως προβλέπεται από την ειδικότερη ρύθμιση του άρθρου 39 του ως άνω ΝΔ δεδομένου ότι αυτή ισχύει μόνο εφόσον η ενεχυριαζόμενη απαίτηση είναι ονομαστική. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, όταν λάβει χώρα κατά τα ως άνω ενεχυρίαση απαιτήσεων από επιταγές τρίτων κατά τις σχετικές διατάξεις του προαναφερόμενου ΝΔ και του ΑΚ, δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι από την ενεχυρίαση αυτή οι εν λόγω απαιτήσεις και τα σχετικά αξιόγραφα αποχωρίζονται από την περιουσία του ενεχυραστή οφειλέτη, αλλά παραμένουν σ’ αυτήν. Έτσι, σε περίπτωση μεταγενέστερης ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης και θέσης αυτής υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, οι εν λόγω ενεχυρασθείσες απ’ αυτήν σε προγενέστερο χρόνο απαιτήσεις δεν μπορεί να θεωρηθούν ως “ελεύθερη” περιουσία της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, ούτε πολύ περισσότερο ως περιουσία που δεν της ανήκει, αλλά αυτές υπόκεινται σ’ όλους τους πιο πάνω περιορισμούς και δεσμεύσεις των περιουσιακών της στοιχείων, που απορρέουν από τη θέση της υπό εκκαθάριση. Με τα δεδομένα αυτά είναι σαφές ότι, και η είσπραξη από τον ενεχυρούχο πιστωτή απαιτήσεων του ενεχυράσαντος οφειλέτη, που έχει τεθεί σε ασφαλιστική εκκαθάριση, και ειδικότερα παραδοθεισών στον πρώτο, πριν από τη θέση του τελευταίου σε ασφαλιστική εκκαθάριση, μεταχρονολογημένων επιταγών εκδόσεως τρίτων, των οποίων αυτός (ενεχυράσας οφειλέτης-ασφαλιστική επιχείρηση) ήταν νόμιμος κομιστής, ως εγγύηση και “αξία λόγω ενεχύρου”, διέπεται από τις ως άνω απαγορεύσεις της ελεύθερης διάθεσης των στοιχείων του ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης, που βρίσκονται στο έδαφος της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, ο ενεχυρούχος πιστωτής στην πιο πάνω περίπτωση δεν δύναται να διαθέσει ελεύθερα και ενσωματώσει τα ως άνω εισπραχθέντα ποσά στην περιουσία του, αλλά θα πρέπει να ακολουθήσει την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του Ν. 4364/2016 διαδικασία της αναγγελίας της σχετικής απαίτησής του, προκειμένου να ικανοποιηθεί μαζί με τους λοιπούς δικαιούχους (συλλογικά) από τα πιο πάνω ποσά καθώς και το προϊόν της εκποίησης περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής επιχείρησης κατά την προβλεπόμενη από την ασφαλιστική νομοθεσία διαδικασία. Τούτο δε διότι οι εν λόγω απαιτήσεις, που ενσωματώνονται στις επιταγές αυτές και τις οποίες εισέπραξε ο ενεχυρούχος πιστωτής, ανήκουν στην περιουσία της υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως ασφαλιστική τοποθέτηση και δεν έχουν αποχωριστεί απ’ αυτήν, με αποτέλεσμα να υφίσταται γι’ αυτές η απαγόρευση της ελεύθερης διάθεσής τους.
– Από τις διατάξεις των άρθρων 533 παρ. 2 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής, το εφετείο, κατά το πρώτο στάδιο της δίκης της έφεσης κατά απόφασης που έχει προσβληθεί με έφεση, εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, με μόνες εξαιρέσεις τις περιπτώσεις που ο νέος νόμος με ρητή διάταξη καταλαμβάνει και τις σχέσεις που έχουν οριστικά κριθεί ή είναι πραγματικά ερμηνευτικός, οπότε θεωρείται σύγχρονος του ερμηνευόμενου, ενώ στην περίπτωση κατά την οποία, συνεπεία παραδοχής κάποιου λόγου έφεσης, ως ουσιαστικά βάσιμου, εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση και ακολουθήσει νέο στάδιο, κατά το οποίο κρατώντας το ίδιο την υπόθεση, δικάζει αυτήν στην ουσία, υποκαθιστάμενο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οφείλει, συμμορφούμενο προς τη γενική διάταξη του άρθρου 2 του ΑΚ, να εφαρμόσει το νέο νόμο, αφού αυτός ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της δικής του απόφασης, που κρίνει την ουσία της υπόθεσης, ασχέτως αν αυτός έχει ή όχι αναδρομική δύναμη και η εφαρμογή του οδηγεί σε κρίση διαφορετική από εκείνη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 7/1991και 8/1991).
– Κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της. Η αντικατάσταση του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασης από το αναιρετικό δικαστήριο συνίσταται στην με την απόφασή του υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση σε άλλο κανόνα δικαίου, εφόσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα με περιεχόμενο όμοιο προς το διατακτικό της απόφασης. Εσφαλμένο αιτιολογικό κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης υπάρχει, όταν κριθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, υπάγονται σε άλλο κανόνα δικαίου, εφόσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα όμοιο προς το διατακτικό της απόφασης. Επομένως, ως αιτιολογικό νοείται στη συγκεκριμένη περίπτωση η νομική αιτία, ήτοι οι διατάξεις του νόμου που αποτελούν τη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και δεν ταυτίζεται με τις αιτιολογίες της απόφασης, οι οποίες ανάγονται στην ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού αυτού. Κατά συνέπεια τούτων η ευδοκίμηση λόγου αναίρεσης που αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 ΚΠολΔ εξαρτάται από την ορθότητα όχι των νομικών αιτιολογιών, αλλά του διατακτικού της απόφασης, το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου (ΟλΑΠ 6/2019, ΟλΑΠ 32/2002).