ΑΡΙΘΜΟΣ 148/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
– Καταδολίευση δανειστών. Άμεσος συνεργός. Έγκληση. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
– Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 397 παρ. 1 του – ήδη από 1.7.2019- ισχύοντος Π.Κ. για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της καταδολιεύσεως δανειστούν, απαιτείται, αντικειμενικώς η ολικώς ή μερικώς ματαίωση της ικανοποιήσεως του δανειστή με έναν από τους αναφερομένους σ’ αυτές τρόπους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και εκείνος της απαλλοτριώσεως οπουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα, υποκειμενικούς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου ( της αμφιβολίας), της υπάρξεως απαιτήσεως εναντίον του από συγκεκριμένη νομική αιτία και τη θέληση ή την αποδοχή της ματαιώσεως ολικούς ή μερικούς , της ικανοποιήσεως της απαιτήσεως του δανειστή με τη γενόμενη χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα απαλλοτρίωση, πράγμα το οποίο συμβαίνει, οσάκις τοκατά τα άνω απαλλοτριούμενο αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο ή οσάκις τα εναπομείναντα μετά τη γενόμενη απαλλλοτρίωση περιουσιακά στοιχεία , εν όψει της αξίας τους, δεν επαρκούν για την ολοσχερή ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή.
– Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47 του -νυν από 1.7.2019 – ισχύοντος Π.Κ. (Συνεργός) στην οποία περιελήφθη και ο άμεσος συνεργός: Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμοιρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης, θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού. Η διάταξη αυτή είναι επιεικέστερη της διατάξεως του άρθρου 46 του παλαιού Π.Κ, κατά την οποία ο άμεσος συνεργός τιμωρείτο με την ποινή του αυτουργού (σύμφωνα με την οποία διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. β του προϊσχύσαντος Π.Κ.): με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξεως και στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας τρίτου σε άδικη πράξη του αυτουργού, απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) πράξη υλικής συνδρομής τρίτου κατά τη διάρκεια της τέλεσης και στην τέλεση της κύριας πράξης του αυτουργού, β) τέλεση (ως προς το αντικειμενικό σκέλος της) από τον αυτουργό άδικης πράξης ή απόπειρας άδικης πράξης, γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμμετοχικής πράξης του άμεσου συνεργού και της άδικης πράξης του αυτουργού, ο οποίος υπάρχει όταν, χωρίς την πρώτη, δεν θα ήταν, με βεβαιότητα, δυνατή η τέλεση της δεύτερης υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε και δ) δόλος του άμεσου συνεργού, ο οποίος έγκειται στη θέληση ή αποδοχή παροχής συνδρομής στον αυτουργό, για να τελέσει την άδικη πράξη και γνώση αυτού (με την έννοια της επίγνωσης – συνείδησης) ότι η συνδρομή του παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης. Αρκεί ενδεχόμενος δόλος, ενώ άμεσος δόλος είναι αναγκαίος μόνο αν ανάλογο είδος δόλου απαιτείται για την κύρια πράξη. Επομένως, στην καταδικαστική απόφαση για άμεση συνέργεια πρέπει να αναφέρονται με πληρότητα τα περιστατικά που συγκροτούν την κύρια πράξη και να υπάρχει σαφής παραδοχή ότι η παροχή συνδρομής έγινε κατά την τέλεση της κύριας πράξης. Επίσης πρέπει να αιτιολογείται ειδικά ο δόλος του άμεσου συνεργού μόνο ως προς το ότι αυτός γνώριζε την τέλεση της κύριας πράξης, ενώ, ως προς τα λοιπά στοιχεία (θέληση ή αποδοχή συμβολής στην τέλεση της κύριας πράξης), ο δόλος προκύπτει από την πραγμάτωση των αντικειμενικοί στοιχείων της πράξης του και αρκεί η γενική αιτιολογία για την ενοχή του.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 του ΠΚ. “όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρείς μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσο)πο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμέτοχους της”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, συνάγεται ότι η καταδικαστική απόφαση επί εγκλήματος που διώκεται κατ’ έγκληση, όπως είναι η καταδολίευση δανειστούν (άρθρα 397 παρ.1, 3 Π.Κ.), εφόσον η έγκληση υποβλήθηκε μετά την παρέλευση τριμήνου από την τέλεσή του, πρέπει να διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τον χρόνο κατά τον οποίον ο δικαιούμενος σε έγκληση έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμέτοχους της. Αν λείπει τέτοια αιτιολογία ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως (ΑΠ792/2017,894/2017).
– Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικοί στοιχείου του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύποχτης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή. Όμως, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Όσον αφορά το δόλο , που απαιτείται κατ’ άρθρα 26 παρ. 1 του Π.Κ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, που συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. I του ιδίου Κώδικα , στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που, κατά το νόμο, απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας , διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει από αυτή , όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου , λ.χ. αμέσου , οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του, πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία , για την υποκειμενική θεμελίωση της πράξεως αρκεί και ενδεχόμενος δόλος.
– Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χοιρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.