ΑΡΙΘΜΟΣ 93/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
– Συμμορία. Παράβαση του νόμου περί αρχαιοτήτων. Υπεξαίρεση. Κλοπή. Αποδοχή προϊόντων εγκλήματος. Άμεσος συνεργός. Αναδρομική ισχύς του ηπιότερου ουσιαστικού ποινικού νόμου. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 187 παρ. 3 ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του Ν. 2928/2001 και ως η παρ. 3 αναριθμήθηκε σε παρ. 5 με το άρθρο 2 παρ. 1 γ του Ν. 3875/2010,και το οποίο ορίζει ότι “όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία) τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών…συμμορία είναι η ένοχη με άλλον (δηλ. συμφωνία δύο τουλάχιστον προσώπων) προς διάπραξη ενός τουλάχιστον μη προσδιοριζομένου κακουργήματος … και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος ενέχει τη γνώση και τη θέληση της συμφωνίας για την τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο από τότε που ενώθηκαν δύο ή περισσότεροι με τον παραπάνω σκοπό. Υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε (ΑΠ 405/2018). Κατά δε τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 187 του (νέου) από 1.7.2019 ισχύοντος Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019): Όποιος, εκτός από την περίπτωση της πρώτης παραγράφου, οργανώνεται με άλλον ή άλλους για να διαπράξουν κακούργημα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Το έγκλημα της συμμορίας διαρκεί όσο διαρκεί και η εγκληματική πράξη για την οποία αυτή (συμμορία) συνεστήθη.
– Κατά το άρθρο 1 εδ. α του ΚΝ 5351/1932, στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Κράτους ανήκουν όλα τα αρχαία, που βρίσκονται στην Ελλάδα από τους αρχαιοτάτους χρόνους και εφεξής, ενώ κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου, ως αρχαία λογίζονται όλα ανεξαιρέτως τα έργα τέχνης, όπως εξειδικεύονται σ” αυτό. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 5 και 6 του ίδιου νόμου, όποιος με οποιοδήποτε τρόπο γίνεται κάτοχος των, κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 του ίδιου νόμου, αρχαίων αντικειμένων, οφείλει να δηλώσει αυτά στην πλησιέστερη αστυνομική ή αρχαιολογική αρχή εντός 15 ημερών αφότου περιήλθε το αρχαίο στην κατοχή του, αυτός δε που παραλείπει πέρα από το δίμηνο να δηλώσει την κατοχή του αρχαίου προς το σκοπό παράνομης διάθεσης αυτού, τιμωρείται με φυλάκιση ενός μέχρι έξι μηνών και χρηματική ποινή 1.000 έως 4.000 δραχμών. Από τις ανωτέρω διατάξεις του ΚΝ 5351/1932 “περί αρχαιοτήτων” σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 375 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι εκείνος ο οποίος με οποιοδήποτε τρόπο γίνεται κάτοχος αρχαίου αντικειμένου, το οποίο, κατά τα άρθρα 1 και 2 του ως άνω νόμου, ανήκει στην κυριότητα του Δημοσίου, εκτός του αδικήματος, που διαπράττει από τη μη δήλωση της κατοχής του μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, τελεί και το έγκλημα της υπεξαιρέσεως από τη στιγμή που εκδηλώνει πρόθεση παράνομης ιδιοποιήσεως, η οποία στρέφεται πάντοτε κατά του Δημοσίου. Ως χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως αυτής, η οποία είναι έγκλημα στιγμιαίο, θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο πραγματώνεται η παράνομη αυτή ιδιοποίηση του αρχαίου πράγματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 54 του Ν. 3028/2002 με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται η υπεξαίρεση (άρθρο 375 του Ποινικού Κώδικα) αν έχει αντικείμενο μνημείο με ιδιαίτερα μεγάλη αξία ή αν ο δράστης τελεί την πράξη της υπεξαιρέσεως μνημείων κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α” του Ν. 1608/1950, όπως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του Π.Κ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το άρθρο 375 για την υπεξαίρεση, επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κλπ. και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 150.000 ευρώ και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν το αντικείμενο του εγκλήματος είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό την εκτέλεση αυτού (εγκλήματος), επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας καθείρξεως. Τόσο ο Ν. 1608/1950 όσο και ο Ν. 3028/2002 δεν καθιερώνουν αυτοτελώς το αξιόποινο, ούτε μεταβάλλουν τους όρους και τα στοιχεία των εγκλημάτων που περιλαμβάνονται στο άρθρο 1 του πρώτου και στα άρθρα 53, 54 και 55 του δεύτερου, αλλά απλώς επαυξάνουν, υπό τις αναφερόμενες σ’ αυτά προϋποθέσεις, τις ποινές των εγκλημάτων αυτών. Η διάταξη του άρθρου 54 του Ν. 3028/2002 δεν σκοπεί την ευνοϊκότερη τιμώρηση της υπεξαιρέσεως αρχαίου αντικειμένου, έναντι της διατάξεως του άρθρου 375 του προϊσχύσαντος ΠΚ για την κοινή υπεξαίρεση, αλλ’ αντιθέτως με τα εισαγόμενα δι’ αυτής πλαίσια κακουργηματικής ποινής (5-10 έτη), ο νομοθέτης θέλησε να τιμωρήσει, εν αντιθέσει προς την κοινή διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 α ΠΚ, αυστηρότερα την υπεξαίρεση αρχαίου αντικειμένου, όταν αυτό είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και έτσι, αντί της πλημμεληματικής ποινής φυλακίσεως τουλάχιστον ενός (1) έτους, απειλεί την ανωτέρω ποινή, προσδίδοντας στην πράξη χαρακτήρα κακουργήματος και να καταστήσει κακούργημα τιμωρούμενο με την αυτή ποινή την τέλεση της πράξεως κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, μορφή τελέσεως για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στη βασική διάταξη του άρθρου 375 ΠΚ. Όμοιου περιεχομένου, ευρισκόμενες εντός του σκοπού του εν λόγω νόμου, που είναι, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, η αποτελεσματική προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας, να τιμωρούνται αυστηρότερα και δη σε βαθμό κακουργήματος τα σχετικά εγκλήματα, όταν έχουν ως αντικείμενο αρχαία μνημεία, κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 του νόμου, τυγχάνουν και οι ρυθμίσεις των άρθρων 53 και 55, που αφορούν τα εγκλήματα της απλής κλοπής (372 ΠΚ) και της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος (394 ΠΚ), όταν έχουν ως αντικείμενο μνημείο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και όταν τελούνται κατ’ επάγγελμα. Συνακόλουθα, στις ανωτέρω περιπτώσεις δεν γεννάται ζήτημα εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου, όταν από την τέλεση της πράξεως έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, ως ηπιότερου νόμου θεωρουμένου εκείνου, ο οποίος όπως ίσχυε περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση, νόμο τον οποίο έχει υποχρέωση να εφαρμόσει, αυτεπαγγέλτως, το επιλαμβανόμενο της υποθέσεως δικαστήριο, εφόσον ίσχυσε πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεώς του, γιατί αλλιώς υποπίπτει στην κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε” του ΚΠΔ αναιρετική πλημμέλεια. Συνεπής προς τον ανωτέρω σκοπό του εν λόγω νομοθετήματος της αυστηρότερης τιμώρησης του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως με αντικείμενο αρχαίο αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, όπως αυτή θα καθορισθεί από την αρμόδια προς τούτο ειδική επιτροπή, τυγχάνει η ερμηνευτική εκδοχή ότι, αν η αξία αυτή υπερβαίνει, συνολικώς, το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 150.000 €, με δεδομένο ότι το έγκλημα στρέφεται κατά του Δημοσίου και απειλείται κατά της περιουσίας του ισόποση ζημία και αντίστοιχο όφελος του δράστη, να τυγχάνει εφαρμογής, η διάταξη του άρθρου 1 Ν. 1608/1950, η εφαρμογή της οποίας δεν μπορεί να αποκλεισθεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την διάταξη του άρθρου 54 του νόμου, όπως δεν αποκλείεται σε όλες τις περιπτώσεις των εγκλημάτων, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις εκεί αναφερόμενες διατάξεις του ΠΚ, στα οποία, κατά την διάταξη του άρθρου 1 τυγχάνει εφαρμογής, όταν συντρέχουν οι τασσόμενες σ’ αυτήν προϋποθέσεις, έναντι των οποίων (διατάξεων) πάντοτε τυγχάνει αυστηρότερη. Η αντίθετη άποψη ότι τυγχάνει εφαρμογής, ως ευνοϊκότερη, η διάταξη του άρθρου 54 Ν. 3028/2002, παραβλέπει τον σκοπό της ρυθμίσεως του άρθρου 54, που είναι να τιμωρείται αυστηρότερα, σε σχέση με την βασική διάταξη του 375 ΠΚ, αλλά και των άρθρων 53 και 55 του νόμου, που τυποποιούν τα εγκλήματα της κλοπής και αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, οι αντίστοιχες εγκληματικές πράξεις, όταν προσβάλλουν την πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Η άποψη αυτή κείται εκτός του ως άνω γράμματος και πνεύματος της εν λόγω διατάξεως και των λοιπών ως άνω ρυθμίσεων του νομοθετήματος, που προαναφέρθηκαν και της εν γένει φιλο Σ. αυτού και θέτει εκποδών τον σκοπό του νομοθέτη για αυστηρότερη τιμώρηση της πράξεως του άρθρου 375 όταν έχει αντικείμενο μνημείο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, η οποία μάλιστα υπερβαίνει το ποσό των 150.000€, που μπορεί, ενδεχομένως, να είναι πολλαπλάσια, και σε πολλές περιπτώσεις να μη δύναται να εκτιμηθεί. Παραδοχή της απόψεως αυτής θα οδηγούσε στο άτοπο να τιμωρείται με τις αυστηρές ποινές του Ν. 1608/1950 η πράξη της κοινής υπεξαίρεσης και να αποκλείεται η εφαρμογή του νόμου αυτού σε πράξεις υπεξαιρέσεως με αντικείμενο αρχαία μνημεία και να τιμωρούνται πολύ ηπιότερα οι δράστες πράξεως που προσβάλλει πολύ μεγαλύτερης αξίας έννομο αγαθό, όπως είναι η πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και να αγνοείται ο σκοπός του Ν. 3028/2002 που, όπως λέχθηκε, είναι η αυστηρότερη τιμώρηση των εγκλημάτων αυτών, μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω, που ενδιαφέρει εν προκειμένω (ΑΠ 1272/2010). Περαιτέρω, οι διατάξεις του καταργηθέντος Ν. 1608/1950 (άρθρο 462 νυν ισχύοντος Π.Κ.), που προστατεύουν, όπως προεκτέθηκε, τη δημόσια περιουσία , περιελήφθησαν στην παρ. 3 του άρθρου 375 του νέου Π.Κ. που ορίζει ότι: Αν η υπεξαίρεση στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η αξία του αντικειμένου της υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ. επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. (Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη). Η παράγραφος 3 του ως άνω άρθρου 375 του νέου Π.Κ. είναι ευμενέστερη αυτής του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, αφού προβλέπει, κατ’ άρθρο 52 παρ. 2 του ισχύοντος Π.Κ., χαμηλότερο ανώτατο όριο ποινής, ήτοι δεκαπέντε έτη, ενώ η διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950 προέβλεπε κάθειρξη έως είκοσι έτη.
– Σύμφωνα, με τη διάταξη του άρθρου 47 του ισχύοντος Π.Κ. (Συνεργός), στην οποία περιελήφθη και ο άμεσος συνεργός, Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης, θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού. Η διάταξη αυτή είναι επιεικέστερη της διατάξεως του άρθρου 46 του παλαιού Π.Κ, κατά την οποία ο άμεσος συνεργός τιμωρείτο με την ποινή του αυτουργού. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας τρίτου σε άδικη πράξη του αυτουργού, απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) πράξη υλικής συνδρομής τρίτου κατά τη διάρκεια της τέλεσης και στην τέλεση της κύριας πράξης του αυτουργού, β) τέλεση (ως προς το αντικειμενικό σκέλος της) από τον αυτουργό άδικης πράξης ή απόπειρας άδικης πράξης, γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμμετοχικής πράξης του άμεσου συνεργού και της άδικης πράξης του αυτουργού, ο οποίος υπάρχει όταν, χωρίς την πρώτη, δεν θα ήταν, με βεβαιότητα, δυνατή η τέλεση της δεύτερης υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε και δ) δόλος του άμεσου συνεργού, ο οποίος έγκειται στη θέληση ή αποδοχή παροχής συνδρομής στον αυτουργό, για να τελέσει την άδικη πράξη και γνώση αυτού (με την έννοια της επίγνωσης – συνείδησης) ότι η συνδρομή του παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης. Αρκεί ενδεχόμενος δόλος, ενώ άμεσος δόλος είναι αναγκαίος μόνο αν ανάλογο είδος δόλου απαιτείται για την κύρια πράξη. Επομένως, στην καταδικαστική απόφαση για άμεση συνέργεια πρέπει να αναφέρονται με πληρότητα τα περιστατικά που συγκροτούν την κύρια πράξη και να υπάρχει σαφής παραδοχή ότι η παροχή συνδρομής έγινε κατά την τέλεση της κύριας πράξης. Επίσης πρέπει να αιτιολογείται ειδικά ο δόλος του άμεσου συνεργού μόνο ως προς το ότι αυτός γνώριζε την τέλεση της κύριας πράξης, ενώ, ως προς τα λοιπά στοιχεία (θέληση ή αποδοχή συμβολής στην τέλεση της κύριας πράξης), ο δόλος προκύπτει από την πραγμάτωση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης του και αρκεί η γενική αιτιολογία για την ενοχή του.
– Κατά το άρθρο 2 του ΠΚ (Αναδρομική ισχύς του ηπιότερου νόμου) 1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς , καθ’ όσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο εκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (ΟλΑΠ 1/2014). Κατά την έννοια της διατάξεως του ως άνω άρθρου 2 του ΠΚ, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητος του επιεικεστέρου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της μετακλητής εκδίκασης της υποθέσεως (ΟλΑΠ 3/1995), επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνετι σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από κάθε μια από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής φυλάκισης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε ποινών φυλάκισης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή (ΑΠ 1489/2019).
– Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατ’ άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, που συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. I του ιδίου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που, κατά το νόμο, απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει από αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, οπότε απαιτείται αιτιολόγηση του, πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία, για την υποκειμενική θεμελίωση της πράξεως αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρο)ν 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή. Όμως, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά.
– Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. I στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.