Της Νένας Μαλλιάρα
Τον Αύγουστο και κατόπιν συμφωνίας σε πολιτικό επίπεδο, αναμένεται να κλείσει ο νέος πτωχευτικός νόμος. Η διαπραγμάτευση για τον νέο πτωχευτικό αποσυνδέεται από τη διαπραγμάτευση για το πρόγραμμα “γέφυρα” με το οποίο θα προστατευθεί η πρώτη κατοικία δανειοληπτών που πλήττονται από την κρίση του κορονοϊού, η οποία θα κλείσει μέσα στον Ιούλιο.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Capital.gr, η αποσύνδεση των δύο υπό διαπραγμάτευση θεμάτων που κανονικά θα συμφωνούνταν με τους Θεσμούς και θα ψηφίζονταν εντός του Ιουλίου, είναι αναπόφευκτη μετά το αγεφύρωτο χάσμα στις θέσεις κυβέρνησης – Θεσμών για τον νέο πτωχευτικό νόμο. Οι χθεσινές επαφές σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων δεν έφεραν καμία πρόοδο στα ανοιχτά θέματα του νέου πτωχευτικού δικαίου και αυτά παραπέμπονται σε επίπεδο επικεφαλής την ερχόμενη εβδομάδα. Η επίτευξη συμφωνίας προδιαγράφεται ιδιαίτερα δύσκολη, η διαπραγμάτευση σκληρή και στον ορίζοντα φαίνεται πολιτική λύση που θα κλείσει το πλαίσιο του νέου νόμου τον Αύγουστο και όχι τον Ιούλιο.
Μέσα στον Ιούλιο, ωστόσο, θα συμφωνηθεί με τους Θεσμούς το πλαίσιο για το πρόγραμμα “γέφυρα” που θα παρατείνει ουσιαστικά την προστασία της πρώτης κατοικίας, δεδομένου ότι αυτή θα παύσει να προστατεύεται με τον νόμο 4605/2019 που εκπνέει οριστικά στις 31 Ιουλίου. Το πρόγραμμα “γέφυρα” της κυβέρνησης συνίσταται στην κρατική επιδότηση των δόσεων δανείων με υποθήκη την πρώτη κατοικία, δανειοληπτών που πλήττονται από τον κορονοϊό. Απευθύνεται, για πρώτη φορά, και σε δανειολήπτες με εξυπηρετούμενα δάνεια (υπολογίζεται ότι θα καλυφθούν συνολικά 300.000 δανειολήπτες με δάνεια μη εξυπηρετούμενα, σε ρύθμιση και εξυπηρετούμενα) και προβλέπει επιδότηση των δόσεων μέχρι και για τρία τρίμηνα. Οι ακριβείς όροι και η περίμετρος των ωφελούμενων αναμένεται να οριστικοποιηθούν κατόπιν της διαπραγμάτευσης με τους Θεσμούς.
Τα “αγκάθια” της διαπραγμάτευσης για τον νέο πτωχευτικό νόμο
Όπως έχει γράψει το Capital.gr, τρεις είναι οι σκόπελοι της διαπραγμάτευσης με τους Θεσμούς για να κλείσει ο νέος πτωχευτικός νόμος: κρατικός φορέας που θα αποκτά τα ακίνητα των πτωχευσάντων, κριτήρια με τα οποία θα παρέχεται προστασία στην πρώτη κατοικία και πλήρης απαλλαγή του οφειλέτη από το χρέος με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του.
Οι Θεσμοί αμφισβητούν τη λειτουργικότητα της σύστασης ενός δημόσιου φορέα απόκτησης ακινήτων, καθώς ο οφειλέτης που θα συνεχίζει να διαμένει στο ακίνητο έναντι καταβολής ενοικίου, δεν είναι βέβαιον ότι θα καταβάλλει το ενοίκιο στο Δημόσιο ούτε ότι θα υπόκειται στις συνέπειες της έξωσης αν δεν το καταβάλλει. Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται ότι η σύσταση του φορέα πρέπει να γίνει με ιδιωτικά κεφάλαια ή με σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, έτσι ώστε το Δημόσιο να μην επιφορτιστεί με την αγορά και τη διαχείριση των ακινήτων όσων πτωχεύουν.
Το ζητούμενο των Θεσμών είναι να μην παρέχεται κίνητρο σε πτωχεύσαντες που έχουν άδηλους πόρους και είναι εύποροι να κηρύσσονται πτωχοί, φορτώνοντας ακίνητα στο Δημόσιο.
Διάσταση απόψεων υπάρχει και για την αξία της προστατευόμενης πρώτης κατοικίας, την οποία θα αποκτά ο φορέας, δίνοντας δικαίωμα στον πτωχεύσαντα να συνεχίσει να διαμένει σε αυτήν έναντι ενοικίου. Κατά τις διαπραγματεύσεις τους με την κυβέρνηση, οι τράπεζες (και η θέση τους λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν από τους Θεσμούς) είχαν επιμείνει στο ότι η αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας που θα προστατεύει ο νόμος δεν μπορεί να είναι τα 200.000 ευρώ, όπως προβλέπει το σχέδιο του νόμου (με προσαύξηση 40.000 ευρώ για τον έγγαμο οφειλέτη και 20.000 ευρώ για κάθε τέκνο μέχρι τα τρία), αλλά τα 75.000 ευρώ (οι προσαυξήσεις παραμένουν), με το δεδομένο ότι το 90% των δανείων κινείται σε αξίες κατοικιών χαμηλότερες των 200.000 ευρώ.
Τέλος, το τρίτο “αγκάθι” στη διαπραγμάτευση με τους Θεσμούς είναι η αυτόματη και ολική απαλλαγή του οφειλέτη από το χρέος με την κήρυξη της πτώχευσης κατόπιν ρευστοποίησης της περιουσίας του. Οι τράπεζες έχουν επισημάνει ότι κατά τη διάρκεια της τριετίας μέχρι να επανέλθει ξανά στην οικονομική δραστηριότητα, ο οφειλέτης πρέπει να παραμένει υπό “επιτήρηση”και εφόσον έχει εισοδήματα, πέραν των αναγκαίων για την κάλυψη των εύλογων δαπανών, να καταβάλλει στους πιστωτές έναντι του υπολειπόμενου χρέους.