Την καταβολή μεταγαμιαίας διατροφής μετά το διαζύγιο σε 65χρονη γυναίκα από τον πρώην σύζυγο της και πατέρα του ενήλικα πλέον παιδιού του, αποφάσισε το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, καθώς η ηλικία και η κατάσταση της υγείας της διαζευγμένης γυναίκας δεν της επιτρέπουν την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος και σε κάθε περίπτωση δικαιούται διατροφή για λόγους επιείκειας για να μη μείνει αβοήθητη!
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης του δικαστηρίου, (1302/2020), λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά και με δεδομένη την απορία της γυναίκας και την ευπορία του πρώην συζύγου της, η μεταγαμιαία διατροφή συνιστά διαφορετική αξίωση με διαφορετικές προϋποθέσεις από την διατροφή εν διαστάσει συζύγου.
Αν και το παιδί που είχαν αποκτήσει κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου το ζευγάρι είναι πλέον 25 ετών, το δικαστήριο έλαβε υπόψιν όχι μόνο την απορία της 65χρονης, την ανικανότητα της να εργαστεί ακόμα και ως baby sitter, την συντάξιμη ηλικία της, την κλονισμένη υγεία της, αλλά και την παραχώρηση σε εκείνη από το πρώην σύζυγο της άλλοτε οικογενειακής στέγης, όπου συνιστά μορφή περιορισμένης εκτάσεως διατροφής κατά την ορθότερη άποψη.
Το δικαστήριο παράλληλα δεν έλαβε υπόψη φωτογραφίες από το facebook της γυναίκας, που προσκόμισε ο 59χρονος πρώην σύζυγος στο πλαίσιο της δικαστικής αντιδικίας, καθώς αποτελούν προσωπικά δεδομένα που απαιτούν συγκατάθεση του υποκειμένου προστασίας, εφόσον υφίσταται ρύθμιση απορρήτου που επιτρέπει την προβολή φωτογραφιών μόνο σε διαδικτυακούς «φίλους» και όχι δημόσια σε τρίτους, οι δημοσιευμένες φωτογραφίες είναι προστατευόμενα προσωπικά δεδομένα. Οι φορολογικές δηλώσεις δεν αποτελούν αψευδή δικαστικά τεκμήρια καθώς δεν έχουν ελεγχθεί για την ειλικρίνειά τους.
Το «ναυάγιο» ενός γάμου
Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο τον Ιανουάριο του 1989, στην Θεσσαλονίκη από τον οποίο απέκτησαν ένα γιο 26 χρονών σήμερα (ενήλικος και το διάστημα της αγωγής). Μετά το γάμο τους, εγκαταστάθηκαν σε διαμέρισμα 115,94 τ.μ., που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, την επικαρπία του οποίου είχε ο εναγόμενος πρώην σύζυγος, που αποτέλεσε την οικογενειακή τους στέγη.
Η έγγαμη συμβίωση των ως άνω συζύγων ήταν στην αρχή αρμονική, αλλά πολύ πριν το έτος 2007 άρχισαν να διαφαίνονται προβλήματα στη σχέση τους, καθόσον η συμπεριφορά του εναγομένου συζύγου προς την ενάγουσα σύζυγο του δεν υπήρξε η δέουσα κατά την διάρκεια του συζυγικού τους βίου. Η έγγαμη συμβίωση τους διεκόπη περί τον Μάϊο του έτους 2014, οπότε ο εναγόμενος εγκατέλειψε την οικογενειακή στέγη, με πρόθεση οριστικής διακοπής της έγγαμης σχέσης.
Ο γάμος των διαδίκων λύθηκε μετά από οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης το2017, λόγω του ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης τους από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του συζύγου της ενάγουσας, και του εναγομένου, αντίστοιχα, στηριζόμενη στη συνεχή διετή διάσταση μεταξύ τους, γεγονός εκ του οποίου τεκμαίρεται αμάχητα ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης συμβίωσης τους.
Η λύση του γάμου τους κατέστη το 2018 αμετάκλητη και κρίθηκε, ότι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάσθηκε λόγω ισχυρού κλονισμού που επήλθε για λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου αποκλειστικά… Κατά συνέπεια, μετά από την αμετάκλητη λύση του γάμου τους, έπαυσε η αξίωση διατροφής του διακόψαντος την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία συζύγου, ενώ η μετά το διαζύγιο αξίωση διατροφής αυτού συνιστά νέα διαφορετική αξίωση, με σαφώς διαφορετικές προϋποθέσεις…
Ως προς τη διατροφή αυτή δεν ασκεί επιρροή ποιος εκ των συζύγων διέκοψε την έγγαμη συμβίωση και αν είχε εύλογη αιτία προς τούτο αλλά το σχετικό δικαίωμα εξαρτάται από την απορία της ενάγουσας και τη συνδρομή των όρων που προβλέπονται στο άρθ. 1442 ΑΚ σε συνδυασμό με την ευπορία του εναγόμενου, του οποίου σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να τίθεται σε κίνδυνο η ίδια διατροφή.
Δεν εργαζόταν στην διάρκεια του έγγαμου βίου
Σύμφωνα με την αγωγή της πρώην συζύγου για μεταγαμιαία διατροφή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ζητούσε να επιδικασθεί σ’ αυτήν προσωρινή διατροφή ύψους 1.504,09 ευρώ μηνιαίως, προκαταβολικά τις πρώτες δέκα ημέρες κάθε μήνα, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε επιμέρους δόσης έως την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να εκδοθεί προσωρινή διαταγή με αυτό το περιεχόμενο.
Επί της εν λόγω αιτήσεως εκδόθηκε απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ο εφεσίβλητος υποχρεώθηκε να καταβάλει ως προσωρινή διατροφή το ποσό των 700,00 ευρώ στην εκκαλούσα τις πρώτες δέκα ημέρες κάθε μήνα, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε δόσης μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Η επίδοση της αίτησης αυτής συνιστά όχληση με αποτέλεσμα αυτός να έχει περιέλθει σε υπερημερία από την επομένη της επιδόσεως της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων δηλαδή από 8-3-2018. Η εκκαλούσα, πρώην σύζυγος του εφεσίβλητου, ηλικίας, 65 ετών, κατά τον επίδικο ως άνω χρόνο (γεννήθηκε το έτος 1954), κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου της δεν εργαζόταν, πράγμα που αποτελούσε επιθυμία και του εφεσιβλήτου-εναγομένου συζύγου
της, όπως σχετικώς κατέθεσε η μάρτυρας αποδείξεως, αφ’ ενός διότι αυτό δεν ήταν αναγκαίο, αφού οι οικονομικές ανάγκες της οικογένειας καλύπτονταν εξ ολοκλήρου από τον εναγόμενο, ο οποίος είχε επαρκή εισοδήματα από την εργασία του και αφ’ ετέρου για να φροντίζει αποκλειστικά συνεχώς και καθημερινά για την εύρυθμη λειτουργία του νοικοκυριού και για την ανατροφή του προαναφερθέντος κοινού τέκνου των διαδίκων συμμετέχοντας με τον τρόπο αυτό στις ανάγκες του κοινού οίκου. Η ηλικία της εκκαλούσας, η έλλειψη γνώσης κάποιας τέχνης ή επιστήμης καθώς και η έλλειψη εξειδίκευσης στο πρόσωπο της, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη οικονομική κρίση που κυριαρχεί στην χώρα μας και επηρεάζει δυσμενώς την αγορά εργασίας με ποσοστό ανέργων που ξεπέρασε σε ποσοστό το 25% του πληθυσμού της, υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι ισχυροί ανασταλτικοί παράγοντες της δυνατότητας και της ικανότητας της ενάγουσας να εργαστεί σε μια ηλικία που συνήθως ο εργαζόμενος συνταξιοδοτείται. Με αυτά τα δεδομένα η εκκαλούσα δεν είναι σε θέση, ούτε με τη φροντίδα
νεογνών να ασχοληθεί και να κάνει την «μπέιμπυ σίττερ», ούτε, όπως προβάλλει ο εφεσίβλητος-εναγόμενος να εργασθεί ως κοπτοράπτρια, ειδικότητα, που όπως ο ίδιος παραδέχεται, είχε αποκτήσει πριν την τέλεση
του γάμου τους κατά τη δεκαετία του 80, καθώς είναι προφανές, ότι μετά τόσα χρόνια που δεν την έχει ασκήσει, έχει απωλέσει την ικανότητα να ασχοληθεί επαγγελματικά και να κερδίσει τα προς το ζην από αυτή την
απασχόληση. Ενισχυτικό προς την παραπάνω κρίση, ότι η εκκαλούσα-ενάγουσα δεν είναι σε θέση να εργασθεί, είναι το γεγονός ότι όπως αποδείχθηκε η υγεία της είναι κλονισμένη. Κατ’ αρχήν ήδη κατά τη διάρκεια του γάμου,
από το έτος 2013, διαγνώσθηκε ότι πάσχει από αγχώδη κατάθλιψη, η οποία εξακολουθεί ακόμη και σήμερα, όπως βεβαιώνεται στις προσκομιζόμενες γνωματεύσεις της ψυχιάτρου – ψυχοθεραπεύτριας …. με τελευταία τη
γνωμάτευση της 8-1-2020. Επίσης πάσχει από χρόνιο υποθυρεοειδισμό συνεπεία αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας, οστεοπόρωση και από το έτος 2010 από έρπητα ζωστήρα… Η ύπαρξη αυτών των προβλημάτων υγείας της εκκαλούσας κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα που αφορά η αγωγή προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την ίδια ιατρικές βεβαιώσεις και εξετάσεις διαγνωστικών κέντρων, οι οποίες κρίνονται αξιόπιστες από το παρόν δικαστήριο, καθώς επίσης και από την κατάθεση της μάρτυρος αποδείξεως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία επιβεβαίωσε τα ανωτέρω.
Ανύπαρκτα εισοδήματα
Όσον αφορά τα εισοδήματα της εκκαλούσας, πρέπει να αναφερθεί ότι αυτή εμφανιζόταν ως εργαζόμενη με σύμβαση μερικής απασχόλησης αορίστου χρόνου στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…», στην οποία ήταν κύριος μέτοχος ο εφεσίβλητος, με καθαρές μηνιαίες αποδοχές ποσού 350,00 ευρώ. Η σύμβαση της διήρκεσε από την 23.11.2009 μέχρι την 29.05.2017, οπότε και λύθηκε με καταγγελία της ως άνω εταιρίας και την ταυτόχρονη καταβολή αποζημίωσης απόλυσης ποσού 797,65 ευρώ. Έτσι κατόπιν αυτών, η εκκαλούσα, εγγράφηκε στο μητρώο ανέργων του ΟΕΑΔ και από τις 05.06.2017 και για χρονικό διάστημα ενός έτους λάμβανε επίδομα ανεργίας ποσού 360,00 ευρώ μηνιαίως. Συνεπώς η εκκαλούσα, μετά το χρονικό αυτό διάστημα, το οποίο αφορά η αγωγή της, δεν είχε πλέον κανένα εισόδημα από εργασία. Ο ισχυρισμός, ότι η εκκαλούσα-ενάγουσα είναι συνιδιοκτήτρια κληρονομιαίας περιουσίας στις Σέρρες, συγκεκριμένα αγροτικής εκτάσεως 40-50 στρεμμάτων, αφ’ ενός δεν αποδείχθηκε, αφ’ ετέρου η ίδια, όπως δεν αμφισβητείται, εξακολουθεί να διαμένει με το ενήλικο πλέον τέκνο της, στο επικαρπίας του εναγόμενου διαμέρισμα, που αποτελούσε την οικογενειακή τους στέγη. Επομένως δεν επιβαρύνεται με δαπάνες ενοικίου, πλην της συμμετοχής της στις λειτουργικές δαπάνες της κατοικίας αυτής,
αλλά και τις δαπάνες διαβίωσης της αλλά και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης της, λόγω της επιβαρυμένης κατάστασης της υγείας που περιγράφηκε ανωτέρω. Σύμφωνα πάντως με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω η αξία
χρήσης της εν λόγω κατοικίας θα συνυπολογισθεί στη διατροφή που της οφείλει ο εναγόμενος ως επικαρπωτής του παραχωρούμενου ακινήτου. Άλλα εισοδήματα ή περιουσία από οποιαδήποτε πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει η
τελευταία, ειδικώς δε δεν αποδείχθηκε ότι αυτή διαθέτει ακίνητη αγροτική κληρονομιαία περιουσία στις Σέρρες, όπως αορίστως ισχυρίζεται ο εκκαλών, ούτε ότι η αξία αυτής της περιουσίας είναι αρκετή, ώστε σε περίπτωση
εκποίησης της θα μπορούσε να καλύψει έστω και εν μέρει τις διατροφικές της ανάγκες. Τέλος η εκκαλούσα δεν επιβαρύνεται με την υποχρέωση διατροφής προς τρίτα πρόσωπα, ούτε με άλλες ιδιαίτερες δαπάνες, εκτός
από τις συνήθεις δαπάνες διαβίωσης ενός ατόμου της ηλικίας της, όσον αφορά τη διατροφή και την εν γένει κάλυψη των προσωπικών αναγκών της.
Εύπορος με μετοχές
Από την άλλη μεριά ο εφεσίβλητος – εναγόμενος σύζυγος, ηλικίας 59 ετών, κατά τον επίδικο ως άνω χρόνο (γεννήθηκε το 1959), κατά τον οποίο κρίνονται οι προϋποθέσεις επιδικάσεως διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και του ύψους αυτής, είναι έμπορος και ασχολείται με την παραγωγή και διάθεση εσωρούχων και συναφών ενδυμάτων. Είναι αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και κύριος μέτοχος με ποσοστό 30% του μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ….με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Τα εισοδήματα του εφεσίβλητου προέρχονται τόσο από αμοιβές μελών του Δ.Σ, που καθορίζονται με αποφάσεις των Γ. Σ των μετόχων, όσο και από μερίσματα μετοχών, που καθορίζονται κατά κύριο λόγο από τα εκάστοτε κέρδη της ως άνω εταιρίας. Όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα έγγραφα της ΑΑΔΕ, αυτός δήλωσε ετήσια εισοδήματα, μεικτά ύψους 46.914,52 ευρώ το έτος 2014 στα οποία αναλογούσε φόρος 4.787,18 ευρώ, ύψους
98.272,58 ευρώ το έτος 2015 κ.λπ. Σημειώνεται, ότι κατά το μέρος που τα προαναφερθέντα εισοδήματα προκύπτουν από φορολογικές δηλώσεις του ιδίου του εναγομένου, δεν προκύπτει, ότι έχουν ελεγχθεί και δεν συνιστούν αψευδή δικαστικά τεκμήρια περί του ακριβούς ύψους των εισοδημάτων του. Από την άλλη μεριά από τα ίδια αυτά έγγραφα προκύπτει ότι ο εφεσίβλητος, ακόμη και αν για κάποια έτη είχε εισόδημα, μόνο από την ιδιότητα του ως μέλος του δ.σ. της εταιρείας, κατά μέσο όρο ετησίως είχε υψηλά καθαρά εισοδήματα που αν
αναχθούν σε μηνιαία βάση κυμαίνονταν στο ύψος των 4000 έως 7000 ευρώ, τα οποία υπερεπαρκούσαν για την κάλυψη των ατομικών του αναγκών, αλλά και της οικογένειας του μέχρι τη λύση του γάμου και σίγουρα απέμενε
σημαντικό υπόλοιπο, το οποίο δεν έχει αναλωθεί. Τον Ιούνιο του 2019 ο εφεσίβλητος, για προσωπικούς του λόγους (λόγους υγείας), παραιτείται από αυτήν ως μέλος του διοικητικού της συμβουλίου παραιτούμενος ταυτόχρονα και από το εξ αυτής ετήσιο εισόδημα. Παράλληλα μεταβίβασε επιπλέον και τις 336.000 μετοχές του ωστόσο για τη μεταβίβαση ενός τόσο σημαντικού στοιχείου είναι βέβαιο, ότι ο εφεσίβλητος εισέπραξε υψηλό τίμημα, ως προς το οποίο δεν προσκομίζεται κάποιο έγγραφο, αλλά το γεγονός αυτό συνεκτιμάται για τον προσδιορισμό του πραγματικού του εισοδήματος. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο εφεσίβλητος είναι κύριος ενός διαμερίσματος εμβαδού 72,50 τ.μ., στη Θεσσαλονίκη, την χρήση του οποίου έχει παραχωρήσει στη μητέρα του. Ακόμη έχει την επικαρπία της μέχρι πρότινος συζυγικής τους κατοικίας,καθώς και ενός διώροφου διαμερίσματος στη Κασσάνδρας Χαλκιδικής, εμβαδού 90,00 τ.μ., μεταβίβασε τη γονική παροχή στον υιό του την ψιλή κυριότητα των ανωτέρω δύο ακινήτων. Διαμένει από τη διάσπαση της έγγαμης σχέσης του σε μίσθιο διαμέρισμα καταβάλλοντας ενοίκιο 260,00 ευρώ το μήνα. Τέλος ο εφεσίβλητος έχει στην κυριότητα του ένα ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητο κυκλοφορίας 2015 έγγραφο της ΑΑΔΕ που προσκομίζει η εκκαλούσα…
Και ο πρώην σύζυγος αποδείχθηκε από ιατρική γνωμάτευση ότι πάσχει την νόσο της ιδιοπαθούς πολυμυοστίτιδας. Ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι η πάθηση αυτή τον έχει καταστήσει ανίκανο προς εργασία, τη στιγμή μάλιστα που δεν προκύπτει, ότι αυτός έχει συμπληρώσει προϋποθέσεις συνταξιοδότησης ή ότι δικαιούται αναπηρικής σύνταξης, αλλά αποτελεί ένδειξη του γεγονότος, ότι λόγω της καλής περιουσιακής του κατάστασης δεν έχει ανάγκη να εργασθεί περαιτέρω.
Διατροφή για λόγους επιείκειας
Με βάση τα ανωτέρω, εφ’ όσον η εκκαλούσα-ενάγουσα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες διατροφής της, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής της μετά το διαζύγιο και για λόγους επιείκειας πρέπει ο εναγόμενος να της καταβάλλει μεταγαμιαία διατροφή. Λαμβάνοντας υπόψη την απορία της και την ευπορία του (με την έννοια ότι είναι σε θέση να παρέχει διατροφή χωρίς να διακινδυνεύει η δική του) την ηλικία και της κατάστασης της υγείας ανικανότητα της ενάγουσας που δεν της επιτρέπει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος ώστε να εξασφαλίσει από αυτό τη διατροφή της, αλλά και το ότι σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται η επιδίκαση σ’ αυτήν διατροφής από λόγους επιείκειας, κρίνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη γέννηση αξίωσης διατροφής της τελευταίας έναντι του εναγόμενου πρώην συζύγου της. Ενόψει δε των αναγκών της, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής της, μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου της με τον εναγόμενο, η ανάλογη διατροφή την οποία υποχρεούται να καταβάλλει ο τελευταίος, χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή, πρέπει να προσδιορισθεί στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ το μήνα, αφού συνεκτιμηθεί και το ποσό που εξοικονομεί η εκκαλούσα από την μη καταβολή ενοικίου διαμένουσα στην παραχωρηθείσα από τον εναγόμενο οικογενειακή κατοικία, και το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως.
Συνακόλουθα, μετά τις ανωτέρω παραδοχές, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση του, δέχτηκε την ένδικη αγωγή της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας- εφεσίβλητης, κατά ένα μέρος της και
υποχρέωσε τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα-εφεσίβλητο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα, ως τακτική μηνιαία διατροφή της, το ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ για το χρονικό διάστημα από 07.03.2018 έως 7.03.2021, αντί να επιδικάσει σε αυτήν το προαναφερόμενο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και πλημμελώς εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και για τούτο πρέπει, να απορριφθεί η έφεση της ενάγουσας… Ακολούθως, πρέπει, να κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο η υπόθεση και να δικασθεί στην ουσία της η παραπάνω αγωγή και στη συνέχεια, να γίνει δεκτή αυτή, κατά ένα μέρος της και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, ως τακτική , κατά μήνα, διατροφή της, το ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ, για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων,
ήτοι από την 08.03.2018 και για μια τριετία, ήτοι μέχρι την 8.03.2021, με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την ολοσχερή εξόφληση Τα δικαστικά έξοδα, και των δύο βαθμών
δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν, κατά ένα μέρος σε βάρος του εναγομένου, λόγω της εν μέρει ήττας και νίκης του (άρθρα 178 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό