Ανάθεση καθηκόντων κατώτερης φύσης σε σχέση με τα προβλεπόμενα στους όρους της σύμβασης
Από τη διάταξη του άρθρου 7 εδ. α του Ν. 2112/1920, η οποία ορίζει ότι «πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου» σε συνδυασμό εκείνες των άρθρων 281, 288, 648, 652, 656, 349 έως 351 και 361 του ΑΚ προκύπτει ότι στην περίπτωση της σύμβασης ποροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή σε προσδιορισμό της παρεχόμενης εργασίας με κατάχρηση του διευθυντικού του δικαιώματος, η μονομερής αύτη βλαπτική μεταβολή δεν επάγεται τη λύση της εργασιακής σύμβασης, αλλά παρέχονται διαζευκτικά στο μισθωτό τα δικαιώματα:
α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται σιωπηρά νέα σύμβαση εργασίας, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη ή
β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης, που προβλέπεται από το Ν. 2112/1920 ή, τέλος,
γ) να εμμείνει, εξωδίκως ή και δικαστικώς, στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν τις αποδεχθεί, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας (ΑΠ 657/2018, ΑΠ 282/2018, ΑΠ 1322/2017, ΑΠ 216/2017, ΑΠ 1134/2015, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 791/2014, ΑΠ 126/2011).
Περαιτέρω από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι, αν η ως άνω μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την ανεπίτρεπτη επαγγελματική μείωση που υφίσταται (ΑΠ 132/2016, ΑΠ 173/2016, ΑΠ 195/2015, ΑΠ 1252/2014, ΑΠ 251/2008).
Και είναι μεν αληθές ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 648 και 652 του ΑΚ, ο εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα, βάσει του οποίου μπορεί να ρυθμίζει τα θέματα τα οποία ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης του, για να επιτύχει τους σκοπούς αυτής. Δεν μπορεί όμως να μεταβάλει μονομερώς τους όρους της εργασιακής σχέσης, χωρίς να έχει δικαίωμα από το νόμο ή από τη σύμβαση, με αποτέλεσμα να επέρχεται στον εργαζόμενο άμεσα ή έμμεσα υλική ή ηθική βλάβη.
Έτσι δεν μπορεί μονομερώς να υποβιβάζει τον μισθωτό με την ανάθεση σε αυτόν καθηκόντων κατώτερης φύσης σε σχέση με τα προβλεπόμενα στους όρους της σύμβασης ή να προβαίνει σε δυσμενή μεταχείριση του ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας του, που συνεπάγονται δυσμενείς ως προς τις αποδοχές, αλλά και ως προς την προσωπικότητα του μισθωτού, συνέπειες (ΑΠ 258/2019, ΑΠ 216/2017, ΑΠ 173/2016, ΑΠ 1134/2015, ΑΠ 126/2011).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr