Καταρχήν, ο εργαζόμενος που αποχωρεί οικειοθελώς από την εργασία του, δε δικαιούται να λάβει αποζημίωση.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, ο εργαζόμενος κατά την αποχώρησή του δικαιούται, εφόσον δεν έχει λάβει την ετήσια άδειά του, αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας και επιδόματος αδείας, καθώς και αναλογία δώρου εορτών.
Ωστόσο, σύμφωνα με το αρ.8 εδ. α` του Ν. 3198/1955, οι μισθωτοί που απασχολούνται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας ή, αν δεν προβλέπεται τέτοιο όριο, το 65° έτος της ηλικίας τους (ήδη, από 1-1-2013, το 67ο έτος, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο υποπαράγραφος ΙΑ4 περ.2 του ν. 4093/2012), αποχωρώντας από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται να λάβουν το ήμισυ της οριζόμενης από το ν. 2112/1920 αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η εν λόγω αποζημίωση υπολογίζεται όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παρ.1 και 2 του ν. 3198/1955.
Επομένως σύμφωνα με τα ανωτέρω, προκειμένου ο εργαζόμενος να λάβει το ήμισυ της αποζημίωσης πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις : α) η σχέση εργασίας να είναι αορίστου χρόνου, β) ο εργαζόμενος να αποχωρεί ύστερα από τη συμπλήρωση συγκεκριμένου χρόνου υπηρεσίας ή ορίου ηλικίας και γ) η αποχώρηση να γίνεται με τη συγκατάθεση του εργοδότη. Εφόσον επομένως, ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον εργοδότη που απασχολείται, δικαιούται να αποχωρήσει λαμβάνοντας το μισό της αποζημίωσης απόλυσης.
Ωστόσο, σ’ αυτή την περίπτωση, η αποχώρηση θα πρέπει να γίνει με τη συγκατάθεση του εργοδότη. Η αποχώρησή του εργαζομένου από την εργασία του και η λήψη της μισής αποζημίωσης, λόγω της συμπλήρωσης δεκαπενταετούς υπηρεσίας, είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μόνο κατόπιν συμφωνίας με τον εργοδότη. Ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να μη συναινέσει στην αποχώρηση του εργαζομένου. Στην περίπτωση αυτή, δε θα δικαιούται να λάβει μειωμένη αποζημίωση.