ΑΡΙΘΜΟΣ 530/2019
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
– Συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. Η δημόσια αρχή που φυλάσσει τα προσωπικά δεδομένα ιδιωτών, δεν έχει δικαίωμα επεξεργασίας τους, πόσο μάλλον χορήγησης αντιγράφων σε τρίτο, χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση του υποκειμένου και χωρίς την προηγούμενη άδεια της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και εφόσον αυτά είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 9Α του Συντάγματος, «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει». Σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με το N. 2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 24-10-1995 για την προστασία φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών εκδόθηκε ο N. 2472/1997 (ΦΕΚ Α΄ 50) «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ο οποίος ήδη, δυνάμει του άρθρου 9Α του Συντάγματος, αποσκοπεί στην προστασία των προσωπικών δεδομένων και ορίζει στο άρθρο 2 αυτού, με τον τίτλο «Ορισμοί», ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων.…, β) «Ευαίσθητα δεδομένα», τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων…, γ) «Υποκείμενο των δεδομένων», το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί…, δ) «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («επεξεργασία»), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η συντήρηση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή. ε)…». Περαιτέρω, ο ίδιος νόμος ορίζει στο άρθρο 7 ότι «1. Απαγορεύεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. 2. Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Το υποκείμενο έδωσε τη γραπτή συγκατάθεσή του… β)… γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου [όπως η περίπτωση (γ) αντικαταστάθηκε εν τέλει από την παρ. 1 του άρθρου 34 του Ν. 2915/2001 (Α΄ 109)]. δ)…». Στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 [όπως είχε μετά την αντικατάστασή της από την παρ. 1 άρθρου όγδοου του Ν. 3625/2007 (ΦΕΚ Α 290)] ορίζονται τα εξής: «2. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων η οποία πραγματοποιείται: α)… β) από τις δικαστικές – εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων, που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο… Ως προς τα ανωτέρω εφαρμόζονται οι ισχύουσες ουσιαστικές και δικονομικές ποινικές διατάξεις…». Στο άρθρο 7Α του Ν. 2472/1997, το οποίο έχει προστεθεί στο νόμο με την παρ. 4 του άρθρου 8 του Ν. 2819/2000 (ΦΕΚ Α΄ 84), ορίζονται συναφώς τα εξής: «1. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας απαλλάσσεται από την υποχρέωση γνωστοποίησης του άρθρου 6 και από την υποχρέωση λήψης άδειας του άρθρου 7 του παρόντος νόμου στις ακόλουθες περιπτώσεις: α)… στ) Όταν η επεξεργασία γίνεται από δικαστικές αρχές ή υπηρεσίες εκτός από τις λοιπές αρχές του εδαφίου β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 στο πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους.» [όπως η περίπτωση (στ) προσετέθη με το άρθρο 10 του Ν. 3090/2002 (ΦΕΚ Α΄ 329), η δε φράση «εκτός από τις λοιπές αρχές του εδαφίου β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3» από το άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 3625/2007]. Ο ίδιος, εξάλλου, νόμος ορίζει στο άρθρο 11 τα εξής: «1. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του β) το σκοπό της επεξεργασίας γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης. 2. .… 3. Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς.». Η υποχρέωση ενημερώσεως δύναται να αρθεί με απόφαση της Αρχής προκειμένου, εκτός άλλου, να διακριβωθούν ιδιαιτέρως σοβαρά εγκλήματα (παρ. 4 του αυτού άρθρου 11, μετά το άρθρο 34 παρ. 4 του Ν. 2915/2001). Ο νόμος καθιερώνει στο άρθρο 13 αυτού δικαίωμα αντιρρήσεως του υποκειμένου των δεδομένων ως ακολούθως: « 1. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν. Οι αντιρρήσεις απευθύνονται εγγράφως στον υπεύθυνο επεξεργασίας και πρέπει να περιέχουν αίτημα για συγκεκριμένη ενέργεια, όπως διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει την υποχρέωση να απαντήσει εγγράφως επί των αντιρρήσεων μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών. …». Το άρθρο 24 παρ. 5 του νόμου προβλέπει, πάντως, ότι τα δικαιώματα ενημερώσεως, προσβάσεως και αντιρρήσεων των υποκειμένων, καθώς και το σύνολο των κατ΄ άρθρων 19 παρ. 1 εξουσιών της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δεν εφαρμόζονται ειδικώς στο ποινικό μητρώο και στα υπηρεσιακά αρχεία που τηρούνται από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης και στο πλαίσιο της λειτουργίας της. Ακολούθως, ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ΚΟΔΚΔΛ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 1756/1988 (ΦΕΚ Α΄ 35), ορίζει τα εξής στο Κεφάλαιο ΣΤ αυτού σχετικά με την Εισαγγελία: «1. Η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία. 2. Δρα ενιαία και αδιάκριτα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης. 3. … 4. Τους εισαγγελικούς λειτουργούς συνδέει σχέση ιεραρχικής εξάρτησης. Προϊστάμενος όλων είναι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Οι εισαγγελικός λειτουργός οφείλει να εκτελεί τις παραγγελίες των προϊσταμένων του. Κατά την εκτέλεση όμως των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας στο νόμο και στην συνείδησή του. 5. .… 6. … » (άρθρο 24), «1. Στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα υπάγεται: α. η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, β. η άσκηση της ποινικής δίωξης, … 4. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών: α) … β) δικαιούται να παραγγέλλει στις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών κοινής ωφέλειας και όλων γενικά των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 261 του ΚΠΔ.» (άρθρο 25). Εξάλλου, στο άρθρο 261 του ΚΠΔ, όπως ο Κώδικας αυτός ίσχυε πριν το Ν. 4620/2019 (ΦΕΚ Α΄96), κατά τον επίδικο χρόνο, ορίζονται τα εξής: «Οι δημόσιοι υπάλληλοι γενικά στους οποίους έχει ανατεθεί έστω και προσωρινά δημόσια υπηρεσία και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 212 οφείλουν, αν διαταχθούν από εκείνον που κάνει την ανάκριση, να παραδώσουν στη δικαστική αρχή τα έγγραφα και στο πρωτότυπό τους ακόμα, καθώς και κάθε άλλο αντικείμενο που βρίσκεται στην κατοχή τους λόγω των καθηκόντων τους, του λειτουργήματος ή του επαγγέλματός τους, εκτός αν δηλώσουν εγγράφως, έστω και αναιτιολόγητα, ότι πρόκειται νια διπλωματικό ή στρατιωτικό μυστικό που ανάγεται στην ασφάλεια του κράτους ή μυστικό που σχετίζεται με το λειτούργημα ή το επάγγελμά τους». Τα δε πρόσωπα του άρθρου 212 του ιδίου Κώδικα, όπως ο Κώδικας αυτός ίσχυε πριν το Ν. 4620/2019 (ΦΕΚ Α΄96), είναι: α) οι κληρικοί σχετικά με όσα έμαθαν από την εξομολόγηση, β) οι συνήγοροι, οι τεχνικοί σύμβουλοι και οι συμβολαιογράφοι σχετικά με όσα τους εμπιστεύθηκαν οι πελάτες τους…, γ) οι γιατροί, οι φαρμακοποιοί και οι βοηθοί τους, καθώς και οι μαίες σχετικά με όσα εμπιστευτικά πληροφορήθηκαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, εκτός όπου ειδικός νόμος τους υποχρεώνει να τα αναγγείλουν στην αρχή και δ) οι δημόσιοι υπάλληλοι, όταν πρόκειται για στρατιωτικό ή διπλωματικό μυστικό ή μυστικό που αφορά την ασφάλεια του κράτους… Το Σύνταγμα στο ως άνω άρθρο 9Α κατοχυρώνει την προστασία των προσωπικών δεδομένων ως ειδικότερη έκφανση των δικαιωμάτων της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και του απαραβιάστου της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 9 παρ. 1 του Συντάγματος). Η προστασία αυτή διασφαλίζεται από ανεξάρτητη Αρχή, τα μέλη της οποίας διέπονται, σύμφωνα με το άρθρο 101Α του Συντάγματος, από προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία. Από τις προαναφερόμενες δε διατάξεις του ειδικού για την προστασία των προσωπικών δεδομένων Ν. 2472/1997, προκύπτει ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και αυτά που αφορούν την υγεία του προσώπου) επιτρέπεται, κατ΄ εξαίρεση, ύστερα από άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία άδεια δεν απαιτείται στις προβλεπόμενες στα άρθρα 3 παρ. 2 περ. β΄ και 24 παρ. 5 του Ν. 2472/1997 περιπτώσεις. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του εν λόγω νόμου, εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς, προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμα αντιρρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 13. Οι ρυθμίσεις αυτές του Ν. 2472/1997 ως ειδικές κατισχύουν άλλων γενικών διατάξεων της νομοθεσίας, που αφορούν διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως είναι η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 4 περ. β΄ του ΚΟΔΚΔΛ (Ν. 1756/1988), η οποία παρέχει στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών την αρμοδιότητα να παραγγέλλει στις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών κοινής ωφέλειας και όλων γενικά των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 261 του ΚΠΔ. Ο δε Ν. 2472/1997 περιέχει ο ίδιος την πρόβλεψη, ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που γίνεται από δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές στο πλαίσιο και μόνο της απονομής της δικαιοσύνης [άρθρο 3 παρ. 2 β΄ και 7Α παρ. 1 περ. στ΄ του Ν. 2472/1997] (ΣτΕ 1817/2018). Εξάλλου, η ως άνω, βάσει του άρθρου 25 παρ. 4 περ. β΄ του ΚΟΔΚΔΛ (Ν. 1756/1988), εισαγγελική παραγγελία για τη διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων δεν εντάσσεται στο πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης και ως εκ τούτου συνιστά (εκτός των προαναφερόμενων εξαιρέσεων) – ενόψει των ειδικών διατάξεων του Ν. 2472/1997 – απλή επιτακτική εντολή, να προβεί εκείνος, στον οποίο απευθύνεται (η εισαγγελική παραγγελία), στην εξέταση του υποβληθέντος αιτήματος για την χορήγηση των ζητηθέντων στοιχείων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2472/1997. Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 2472/1997: «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας.…». Καθιερώνονται, λοιπόν, ως θεμελιώδεις προϋποθέσεις για τη νομιμότητα κάθε επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και για τη νομιμότητα της σύστασης και λειτουργίας κάθε αρχείου, οι αρχές του σκοπού της επεξεργασίας και της αναλογικότητας των δεδομένων σε σχέση πάντα με το σκοπό επεξεργασίας. Συνεπώς, κάθε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, που γίνεται πέραν του επιδιωκόμενου σκοπού ή η οποία δεν είναι αναγκαία και πρόσφορη για την επίτευξή του, δεν είναι νόμιμη. Επιπροσθέτως, το άρθρο 9 παρ. 1 του Ν. 2472/1997 ορίζει , μεταξύ άλλων, ότι: «1. Η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι ελεύθερη: α) προς χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) προς χώρα μη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από άδεια της Αρχής που παρέχεται εάν κρίνει ότι η εν λόγω χώρα εξασφαλίζει ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας. Προς τούτο, λαμβάνει υπόψη ιδίως τη φύση των δεδομένων, τους σκοπούς και τη διάρκεια της επεξεργασίας, τους σχετικούς γενικούς και ειδικούς κανόνες δικαίου, τους κώδικες δεοντολογίας, τα μέτρα ασφαλείας για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το επίπεδο προστασίας των χωρών προέλευσης, διέλευσης και τελικού προορισμού των δεδομένων. Δεν απαιτείται άδεια της Αρχής εφόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αποφανθεί, με τη διαδικασία του άρθρου 31 παρ. 2 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995, ότι η χώρα αυτή εξασφαλίζει ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 25 της ανωτέρω Οδηγίας.». Επειδή, τέλος, το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 2472/1997 ρητά ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: «Ο παρών νόμος εφαρμόζεται σε κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον αυτή εκτελείται: α)…, β) Από υπεύθυνο επεξεργασίας που δεν είναι εγκατεστημένος στην επικράτεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή κράτους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, αλλά τρίτης χώρας, και για τους σκοπούς της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προσφεύγει σε μέσα, αυτοματοποιημένα ή όχι, ευρισκόμενα στην Ελληνική Επικράτεια, εκτός εάν τα μέσα αυτά χρησιμοποιούνται μόνο με σκοπό τη διέλευση από αυτήν. Στην περίπτωση αυτή, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να υποδείξει με γραπτή δήλωσή του προς την Αρχή εκπρόσωπο εγκατεστημένο στην Ελληνική Επικράτεια, ο οποίος υποκαθίσταται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του υπευθύνου, χωρίς ο τελευταίος αυτός να απαλλάσσεται από τυχόν ιδιαίτερη ευθύνη του. Το αυτό ισχύει και όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας καλύπτεται από ετεροδικία, ασυλία ή άλλο λόγο που κωλύει την ποινική δίωξη.». Κατά δε το άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2690/1999, όπως η λέξη “διοικητικών” προστέθηκε στην παρ. 3 με το άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. 2880/2001 και η παρ. 6 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 3230/2004, ο οποίος εφαρμόζεται στο Δημόσιο, στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και στα άλλα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ορίζεται ότι «1. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις. 2. Όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεσή του η οποία εκκρεμεί σ΄ αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές. 3. Το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου αν το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, διοικητικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης. 4)…, 5)…, 6)…». Από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι κατ΄ αρχήν υπάρχει υποχρέωση των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου να χορηγούν αντίγραφα των δημοσίων εγγράφων που φυλάσσονται στις υπηρεσίες τους. Η υποχρέωσή τους αυτή, όμως, κάμπτεται όταν τα δημόσια έγγραφα αφορούν την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου. Σύμφωνα, εξάλλου, με τις διατάξεις του Ν. 2472/1997, όπως προαναφέρθηκε, κάθε επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων απαγορεύεται κατ΄ αρχήν και επιτρέπεται μόνο μετά από σχετική άδεια της Αρχής και εφόσον συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις που τάσσει περιοριστικά ο Ν. 2472/1997. Συνεπώς, η δημόσια αρχή που φυλάσσει τα προσωπικά δεδομένα ιδιωτών, δεν έχει δικαίωμα επεξεργασίας τους, πόσο μάλλον χορήγησης αντιγράφων σε τρίτο, χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση του υποκειμένου και χωρίς την προηγούμενη άδεια της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και εφόσον αυτά είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος (ΕφΑθ 673/2009).