ΑΠΟΦΑΣΗ
Bocu κατά Ρουμανίας της 30.06.2020 (αρ. προσφ. 58240/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αναγνώριση πατρότητας. Αναψηλάφηση απόφασης αναγνώρισης πατρότητας λόγω ύπαρξης νέων ισχυρών αντίθετων στοιχείων.
Ο προσφεύγων αναγνωρίστηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση πατέρας του Β.Α.Μ., με απλή εξέταση αίματος και πιθανολόγηση του βιολογικού τους δεσμού. Όταν ο Β.Α.Μ. ενηλικιώθηκε, συμφώνησε στη διεξαγωγή γενετικής εξέτασης DNA, η οποία απέκλεισε με βεβαιότητα τον προσφεύγοντα από πατέρα. Τα εγχώρια δικαστήρια απέρριψαν το αίτημά του για αναψηλάφηση της απόφασης.
Το Στρασβούργο θεωρεί ότι όταν διαπιστωθεί παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης σχετικά με θέματα πατρότητας, η ύπαρξη ικανής νομικής οδού να επιτρέψει στον ενδιαφερόμενο να ζητήσει την αναψηλάφηση αποτελεί την μόνη κατάλληλη λύση για τον τερματισμό της παραβίασης.
Στην υπό κρίση περίπτωση το ΕΔΔΑ έκρινε ότι απορρίπτοντας το αίτημα για αναψηλάφηση της διαδικασίας αναγνώρισης πατρότητας του παιδιού που γεννήθηκε εκτός γάμου, όταν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη φάνηκαν να είναι υπέρ της διαπίστωσης της βιολογικής αλήθειας, βάσει επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων, μη διαθέσιμων κατά τον χρόνο της έρευνας για την πατρότητα στην κανονική διαδικασία, οι εθνικές αρχές δεν επέτυχαν μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των εμπλεκόμενων συμφερόντων.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε παραβίαση της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε ποσό 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Octaviean Bocu, είναι Ρουμάνος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1947 και ζει στο Brasov. Η υπόθεση αφορούσε την άρνηση επανεξέτασης μιας αμετάκλητης δικαστικής απόφασης που τον αναγνώρισε πατέρα του Β.Α.Μ. αν και είχε, με τη σύμφωνη γνώμη του τελευταίου, εξασφαλίσει επιστημονική απόδειξη ότι δεν ήταν βιολογικός του πατέρας.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1972, η μητέρα του B.A.M., ο οποίος γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1971, κίνησε δικαστικές διαδικασίες εναντίον του προσφεύγοντος για την αναγνώριση της πατρότητας. Με απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 1972, ο προσφεύγων αναγνωρίστηκε πατέρας του παιδιού. Η απόφαση αυτή βασίστηκε σε καταθέσεις μαρτύρων και μέσω εξετάσεων αίματος. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με αμετάκλητη απόφαση στις 23 Μαρτίου 1973.
Το 2012 ο προσφεύγων άσκησε αίτησης αναψηλάφησης της απόφασης αναγνώρισης πατρότητας. Ζήτησε από το δικαστήριο να εκδώσει απόφαση για ανάλυση του γενετικού υλικού (DNA). Το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση και ο προσφεύγων άσκησε έφεση. Με απόφαση της 3 Δεκεμβρίου 2012, το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάσισε ότι η αίτηση αναψηλάφησης της απόφασης αναγνώρισης πατρότητας θα μπορούσε να κατατεθεί μόνο από το σύζυγο της γυναίκας που είχε γεννήσει παιδί εντός γάμου.
Το 2013 ο προσφεύγων έλαβε τη συγκατάθεση του B.A.M., ο οποίος εν το μεταξύ έχει ενηλικιωθεί, για έλεγχο γενετικού υλικού και των δύο, προκειμένου να προσδιοριστεί εάν ήταν ή όχι ο βιολογικός πατέρας. Μετά από τον γενετικό έλεγχο, η ανάλυση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν ήταν βιολογικός πατέρας του B.A.M.
Στις 4 Ιουνίου 2013, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για αναψηλάφηση της απόφασης της 23ης Μαρτίου 1973.
Το δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη την αίτηση αναψηλάφησης, επειδή δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις παραδεκτού που ορίζονται στο άρθρο 322 του πρώην Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Βασιζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να προσβάλλει την δικαστική απόφαση αναγνώρισης πατρότητας του B.A.M., παρά το γεγονός ότι η εξέταση γενετικού υλικού DNA που πραγματοποιήθηκε με τη συγκατάθεση του B.A.M., είχε αποκλείσει τη πατρότητα του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επισήμανε καταρχάς ότι έχει ήδη διαπιστώσει παραβιάσεις του άρθρου 8 της Σύμβασης σε περιπτώσεις όπου οι προσφεύγοντες δεν είχαν την ευκαιρία να αμφισβητήσουν, υπό το φως νέων στοιχείων γενετικού υλικού, την αναγνώριση της πατρότητας από αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Η παρούσα υπόθεση ακολουθεί συνεπώς πάγια νομολογία του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι αυτό που είχε κυρώσει από την άποψη του άρθρου 8 της Σύμβασης σε αποφάσεις σχετικά με νομικά ζητήματα παρόμοια με αυτά που τέθηκαν εν προκειμένω ήταν η αδυναμία των ενδιαφερομένων να αμφισβητήσουν, βάσει νέων στοιχείων γενετικού υλικού, δικαστικές αποφάσεις αναγνώρισης πατρότητας για παιδιά που έχουν μεγαλώσει εν τω μεταξύ, σε περιπτώσεις όπου η βιολογική πραγματικότητα δεν αντιστοιχεί στην κοινωνική πραγματικότητα. Θεωρεί ότι όταν διαπιστωθεί παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης για το λόγο αυτό, η ύπαρξη νομικής οδού ικανής να επιτρέψει στον ενδιαφερόμενο να ζητήσει την επανάληψη της εγχώριας διαδικασίας αποτελεί κατ’ αρχήν λύση κατάλληλη ή συχνά την πιο κατάλληλη, για τον τερματισμό της παραβίασης και την απαλοιφή των επιπτώσεών της.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το άρθρο 509§1 παρ. 10 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει τη δυνατότητα αναψηλάφησης μιας αμετάκλητης απόφασης όταν το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων ή ελευθεριών και ότι οι συνέπειες αυτής της παραβίασης είναι σοβαρές και επίμονες. Δεν υπάρχει καμία αναφορά σε αυτό το κείμενο της δυνατότητας επανάληψης της αστικής διαδικασίας βάσει απόφασης για την επίλυση μιας υπόθεσης, είτε βάσει φιλικού διακανονισμού που έχει επιτευχθεί από τα μέρη ή με μονομερή δήλωση. Η κυβέρνηση δεν προσκόμισε παραδείγματα τέτοιων αποφάσεων που εκδόθηκαν από εθνικά δικαστήρια. Τέλος, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι δεν υπήρχε καμία αναφορά στις παρατηρήσεις που υπέβαλε η κυβέρνηση από την πλευρά της που να επιτρέπει την επανάληψη της διαδικασίας, εάν το επιθυμούσε ο προσφεύγων.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το 1972, λίγο μετά τη γέννηση του B.A.M., η μητέρα του άσκησε αγωγή εναντίον του προσφεύγοντος για αναγνώριση πατρότητας. Η αγωγή έγινε δεκτή βάσει μαρτυρίας και ιατροδικαστικής εξέτασης των ομάδων αίματος που έδειξαν ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να είναι ο βιολογικός πατέρας του παιδιού.
Στη συνέχεια, μετά από ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη που πραγματοποιήθηκε με τη συμφωνία του B.A.M. δυνάμει της οποίας αποκλείστηκε ο προσφεύγων από βιολογικός του πατέρας, ζήτησε την αναψηλάφηση της απόφασης της 23ης Μαρτίου 1973, βασισμένος ουσιαστικά στο άρθρο 322 § 5 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που προβλέπει τη δυνατότητα επανεξέτασης μια διαδικασία όταν η αδυναμία προσκόμισης εγγράφων κατά την αρχική διαδικασία οφείλεται σε γεγονός άσχετο από την βούληση των μερών. Ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος κηρύχθηκε απαράδεκτος από τα εθνικά δικαστήρια με την αιτιολογία ότι δεν πληρούσε την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν ήταν εφικτό να υφίσταντο ήδη κατά την αρχική διαδικασία.
Λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που διατύπωσε η κυβέρνηση, το Δικαστήριο δεν βλέπει κανένα λόγο να απομακρυνθεί εν προκειμένω από το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε στην υπόθεση Ostace. Αποφάνθηκε ότι απορρίπτοντας το αίτημα για αναψηλάφηση της διαδικασίας αναγνώρισης πατρότητας του παιδιού που γεννήθηκε εκτός γάμου, όταν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη φάνηκαν να είναι υπέρ της διαπίστωσης της βιολογικής αλήθειας σχετικά με την καταγωγή του B.A.M. όταν αυτός πλέον είχε ενηλικιωθεί, βάσει επιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων, μη διαθέσιμων κατά τον χρόνο της έρευνας για την πατρότητα, οι εθνικές αρχές δεν έχουν επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των εμπλεκόμενων συμφερόντων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην οικογένεια (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
Δίκαιη ικανοποίηση: Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 750 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).