ΑΠΟΦΑΣΗ
Κ.Α. κατά Ελβετίας της 07.07.2020 (αριθ. προσφ. 62130/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Απόρριψη του αιτήματος του προσφεύγοντος για παράταση άδειας παραμονής του και επιβολή απαγόρευσης εισόδου για επτά χρόνια στην Ελβετία μετά ποινική καταδίκη του για ναρκωτικά. Ο προσφεύγων απελάθηκε από την Ελβετία, όπου ζουν η σύζυγός του και ο γιος του, οι οποίοι είναι και οι δύο ασθενείς.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι εθνικές αρχές, ιδίως το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο, είχαν πραγματοποιήσει επαρκή και πειστική ανάλυση των σχετικών πραγματικών περιστατικών, και διεξοδική στάθμιση των ανταγωνιστικών συμφερόντων. Επομένως, παρά την ισχυρή προσωπική σχέση του προσφεύγοντος με την Ελβετία, οι ελβετικές αρχές μπορούσαν νόμιμα να θεωρήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τη συμπεριφορά του και τη σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων, ότι ήταν απαραίτητο, για σκοπούς πρόληψης, να μην παρατείνουν την άδεια παραμονής του και να του επιβληθεί περιορισμένου χρόνου απαγόρευση εισόδου σε ελβετικό έδαφος για επτά χρόνια.
Μη παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων K.A., είναι Κοσοβάρος υπήκοος που γεννήθηκε το 1976 και ζούσε προηγουμένως στο Lützelflüh (Ελβετία).
Ο προσφεύγων έζησε και παρακολούθησε το σχολείο στο Κοσσυφοπέδιο, προτού μετακομίσει στην Ελβετία και υπέβαλε αίτηση ασύλου εκεί το Σεπτέμβριο του 1996. Η αίτησή του για άσυλο απορρίφθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1996. Μετά από περίοδο παράνομης παραμονής, στις 30 Απριλίου 1999, παντρεύτηκε υπήκοο του Μπαγκλαντές η οποία είχε άδεια παραμονής στην Ελβετία. Μέσω του γάμου, ο προσφεύγων έλαβε άδεια παραμονής λόγω οικογενειακής επανένωσης. Το 2002 το ζευγάρι απέκτησε έναν γιο. Το παιδί βρίσκεται σε ανάδοχη οικογένεια από το 2010. Στις 19 Νοεμβρίου 2010 ο προσφεύγων καταδικάστηκε για σοβαρή παραβίαση του νόμου για ναρκωτικά σε φυλάκιση 26 μηνών, εκ των οποίων εξέτισε άμεσα τους 6 μήνες και έλαβε αναστολή δύο ετών για τους υπόλοιπους. Επιπλέον, του επιβλήθηκαν δεκαοκτώ ποινές φυλάκισης μεταξύ 1999 και 2012 και είχε πολλά ιδιωτικά χρέη. Στις 6 Οκτωβρίου 2008, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για παράταση της άδειας παραμονής του. Διαπιστώνοντας ότι η άδεια είχε λήξει, η αρχή αντιμετώπισε την αίτηση ως αίτημα για νέα άδεια παραμονής και στις 31 Οκτωβρίου 2012 αρνήθηκε να την εκδώσει. Επομένως, εξέδωσε εντολή για την απομάκρυνση του Κ.Α. από τη χώρα.
Με απόφαση της 22.06.2015, το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το ένδικο μέσο του προσφεύγοντος, αφού έλαβε υπόψη το άρθρο 8 της Σύμβασης, αναγνωρίζοντας ότι ο προσφεύγων ήταν ένα σημαντικό άτομο για τη σύζυγο και τον γιο του, αφού και οι δύο ήταν ασθενείς, και ότι η παρουσία του μαζί τους ήταν επομένως σημαντική, σημείωσε ωστόσο ότι δεν ήταν το άτομο που τους παρείχε την απαραίτητη φροντίδα.
Η μακρά ποινή φυλάκισης σήμαινε ότι είχε χάσει το δικαίωμά του για άδεια παραμονής. Στις 22 Ιουνίου 2015 η καντονική αρχή ενημέρωσε τον K.A. ότι, ενόψει της απόφασης της 31ης Οκτωβρίου2012 και της απόρριψης των εφέσεών του, είχε μέχρι τις 22 Ιουλίου 2015 να αποχωρήσει από την ελβετική επικράτεια. Στις 8 Ιουλίου 2015, οι αρχές της Ελβετίας του αρνήθηκαν την είσοδο στην Ελβετία για περίοδο 7 ετών. Η απόφαση αφορούσε κυρίως την απειλή που εκπροσωπούσε ως αποτέλεσμα των αδικημάτων που διέπραξε. Στις 29 Ιουλίου 2015, ο προσφεύγων άσκησε ένδικο μέσο στο Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο κατά της απαγόρευσης εισόδου στην Ελβετία. Στις 13 Οκτωβρίου 2015 το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο αρνήθηκε, με αμετάκλητη απόφαση, να εξετάσει το αίτημά του.
Βασιζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η απόφαση απέλασης και η απαγόρευση εισόδου στην Ελβετία που του επιβλήθηκαν μετά την ποινική καταδίκη του, παραβίασαν το δικαίωμά του στο σεβασμό της οικογενειακής του ζωής.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων είχε απελαθεί από την Ελβετία και είχε συναντήσει τον αδερφό του σε άλλη χώρα. Δεδομένου ότι έτσι αναγκάστηκε να ζήσει μακριά από τη σύζυγο και το γιο του, υπήρξε παρέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής του ζωής. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η διαταγή απέλασης και η απαγόρευση εισόδου στην εθνική επικράτεια που του επιβλήθηκε βασίστηκαν στις σχετικές διατάξεις του νόμου περί αλλοδαπών.
Το Δικαστήριο δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η παρέμβαση επιδίωκε στόχους που ήταν πλήρως συμβατοί με τη Σύμβαση, συγκεκριμένα, την πρόληψη της αναταραχής και του εγκλήματος. Όταν εκδόθηκε η απόφαση του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου της 22.06.2015, ο προσφεύγων ζούσε στην Ελβετία για σχεδόν 19 χρόνια και ήταν παντρεμένος 16 χρόνια. Ωστόσο, δεν κατάφερε να ενσωματωθεί στην επαγγελματική ζωή. Επιπλέον, είχε ζήσει με τη σύζυγό του μόνο κατά διαστήματα και δεν είχε ζήσει με τον γιο του, καθώς ο τελευταίος είχε τοποθετηθεί σε ανάδοχη οικογένεια από το 2010.
Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο προσφεύγων ήταν ένα σημαντικό άτομο αναφοράς για τη σύζυγό του, η οποία υπέφερε από σχιζοφρένεια και για τον γιο του, ο οποίος υπέφερε από διαταραχές του αυτιστικού φάσματος και ότι η παρουσία του κοντά τους ήταν σημαντική.
Παρ΄ όλα αυτά, δεν συμμετείχε στη φροντίδα τους σε καθημερινή βάση, και η επαφή μαζί τους είχε αναμφίβολα γίνει λιγότερο συχνή κατά την περίοδο που εξέτιε την ποινή φυλάκισης. Ωστόσο, ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να διατηρήσει επικοινωνία με τον γιο του μέσω των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας ή μέσω των επισκέψεών του στην Ελβετία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικές αρχές, ιδίως το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο, είχαν παράσχει επαρκή και πειστική ανάλυση των σχετικών πραγματικών περιστατικών και νομικών επιχειρημάτων, καθώς και διεξοδική στάθμιση των ανταγωνιστικών συμφερόντων.
Έτσι, παρά την ισχυρή σχέση των προσωπικών δεσμών του προσφεύγοντος με την Ελβετία, οι ελβετικές αρχές μπορούσαν νομίμως να θεωρήσουν, λαμβανομένης υπόψη της συμπεριφοράς του και της σοβαρότητας των εν λόγω αδικημάτων, ότι ήταν απαραίτητο, για λόγους πρόληψης αναταραχής και εγκλήματος, να μην παρατείνουν την άδεια παραμονής του και να του απαγορευτεί η είσοδος στην ελβετική επικράτεια για περιορισμένη διάρκεια επτά ετών.
Έτσι, το Δικαστήριο κατάληξε στο συμπέρασμα ότι τα επίδικα μέτρα ήταν ανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς και δεν υπήρξε παραβίαση της οικογενειακής του ζωής (επιμέλεια echrcaselaw.com).