ΑΠΟΦΑΣΗ
Maria Mihalache κατά Ρουμανίας της 30.06.2020 (αρ.προσφ. 68851/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα στην περιουσία, δημόσιο συμφέρον και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων.
Η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε για λαθρεμπόριο καπνού. Οι φορολογικές αρχές επέβαλλαν υπέρογκο πρόστιμο και ενέγραψαν υποθήκη σε ακίνητα της. Ο εισαγγελέας αρχειοθέτησε την υπόθεση λόγω έλλειψης ποινικής ευθύνης. Τα διοικητικά Δικαστήρια αποφάσισαν ότι μετά την ποινική της απαλλαγή δεν υπήρξε φορολογική της υποχρέωση και έπρεπε να αρθούν τα επιβληθέντα πρόστιμα και τα επιβληθέντα μέτρα. Ωστόσο το κράτος απέτυχε να εκτελέσει τις δικαστικές αποφάσεις.
Το Στρασβούργο επισήμανε ότι μια παρέμβαση, που προκύπτει από ένα μέτρο για την εξασφάλιση πληρωμής των φόρων, πρέπει να επιτυγχάνει μια «δίκαιη ισορροπία» μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των απαιτήσεων προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου.
Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ελλείψει ποινικής ευθύνης τα εγχώρια δικαστήρια αποφάσισαν αμετάκλητα ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν υπεύθυνη σε καταβολή φόρου, όμως οι αρμόδιες αρχές παρέλειψαν να εφαρμόσουν πλήρως τις αποφάσεις των εγχώριων δικαστηρίων και να διορθώσουν ένα σφάλμα, όπως υπονοείται από τα εθνικά δικαστήρια στην αιτιολογία των αποφάσεων τους. Η διατήρηση του προστίμου και της υποθήκης στα ακίνητα της προσφεύγουσας παραβίασαν το δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου). Υποχρέωση του κράτους για έμμεση εκτέλεση της απόφασης άλλως σε καταβολή αποζημίωσης 14.100 ευρώ. Το ΕΔΔΑ επιδίκασε επιπλέον στην προσφεύγουσα 4.000 ευρώ για ηθική βλάβη και δικαστικά έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα Maria Mihalache είναι υπήκοος της Ρουμανίας η οποία γεννήθηκε το 1970 και ζει στη Straja (Ρουμανία).
Η υπόθεση αφορούσε την αδυναμία των ρουμανικών αρχών να εκτελέσουν αμετάκλητη απόφαση που αφορούσε την προσφεύγουσα, δυνάμει της οποίας κρίθηκε ότι δεν ήταν υπεύθυνη να καταβάλει αποζημίωση για φοροδιαφυγή, όταν απαλλάχθηκε από την ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί εναντίον της για λαθρεμπόριο καπνού.
Κινήθηκε ποινική δίωξη εναντίον της προσφεύγουσας και του συζύγου της το 2013 μετά από έρευνα της αστυνομίας στην ιδιοκτησία τους κατά τη διάρκεια της οποίας εντοπίστηκαν 5.450 πακέτα τσιγάρων με ουκρανικές ένσημες φορολογικές ταινίες σε ένα υπόστεγο.
Ο εισαγγελέας αποφάσισε να θέσει στο αρχείο την υπόθεση το 2014 λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Εν τω μεταξύ, οι φορολογικές αρχές είχαν εκδώσει απόφαση εναντίον της προσφεύγουσας για καταβολή προστίμου εξαιτίας της ζημιάς που προκλήθηκε από την αποφυγή πληρωμής του ειδικού φόρου κατανάλωσης για τα λαθραία εμπορεύματα, ύψους 61.780 Ρουμάνικων λέϊ (περίπου 13.730 ευρώ). Στη συνέχεια ζήτησαν να εγγραφεί υποθήκη σε τρία οικόπεδα που ανήκουν στην προσφεύγουσα σε εκτέλεση της απόφασης αυτής.
Το 2015 και το 2016 τα δικαστήρια δέχτηκαν εν μέρει τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας που αμφισβητούσαν τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον της, θεωρώντας ότι δεν θα μπορούσε να υποχρεωθεί να καταβάλει πρόστιμο για φοροδιαφυγή ελλείψει ποινικής ευθύνης.
Ωστόσο, η απόφαση του 2016 που εκδόθηκε υπέρ της δεν έχει ακόμη εκτελεστεί και οι φορολογικές αρχές διατηρούσαν τη θέση τους ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να πληρώσει το πρόστιμο.
Στηριζόμενη στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας), η προσφεύγουσα παραπονέθηκε αρχικά, ότι η υποθήκη στην περιουσία της δεν είχε αρθεί, και, αφετέρου, ότι οι φορολογικές αρχές αγνόησαν πλήρως τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων που εκδόθηκαν υπέρ της.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η πρώτη και πιο σημαντική απαίτηση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου είναι ότι κάθε παρέμβαση μιας δημόσιας αρχής στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας πρέπει να είναι νόμιμη.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μια παρέμβαση, συμπεριλαμβανομένης αυτής που προκύπτει από ένα μέτρο για την εξασφάλιση της πληρωμής των φόρων, πρέπει να επιτυγχάνει μια «δίκαιη ισορροπία» μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινότητας και των απαιτήσεων προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου.
Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι οι καταγγελίες της προσφεύγουσας σχετικά με τη μη εκτέλεση της απόφασης της 29ης Ιουνίου 2016 είναι διττές: αφενός μεν, παραπονέθηκε ότι η υποθήκη που ενεγράφη στην περιουσία της δεν είχε αρθεί, όπως διατάχθηκε από απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, αφετέρου δε, παραπονέθηκε ότι οι αποφάσεις των εγχώριων δικαστηρίων που αφορούσαν την έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης και αποκατάστασης της ζημίας που προκλήθηκε από κάποιον άλλο, αγνοήθηκαν πλήρως από τη φορολογική αρχή, η οποία συνέχισε τις διαδικασίες εκτέλεσης εναντίον της.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα μέτρα επιβολής που κατήγγειλε η προσφεύγουσα συνιστούσαν παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός της στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της. Αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τα μέρη.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η διακυβευόμενη παρέμβαση, η οποία αποσκοπούσε στη διασφάλιση της πληρωμής των φόρων, εμπίπτει στον δεύτερο κανόνα του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, δηλαδή στον έλεγχο της χρήσης περιουσίας.
Το Στρασβούργο όφειλε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016 ήταν αποτέλεσμα αντιμωλίας της δίκης μεταξύ της προσφεύγουσας και της φορολογικής αρχής, σε δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Και τα δύο δικαστήρια αποδέχτηκαν ουσιαστικά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας που αμφισβήτησε την εκτέλεση εναντίον της, με βάση το σκεπτικό ότι, ελλείψει ποινικής ευθύνης, δεν μπορούσε να αποδειχθεί ούτε φορολογική ευθύνη για αυτήν.
Επιπλέον, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρέπεμψε επίσης στο άρθρο 148 του TPC για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αναγκαστική εκτέλεση έληξε όταν η φορολογική οφειλή μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε εξαλειφθεί, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της προσφεύγουσας. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου υπαγορεύει ότι, όταν μια διαφορά έχει εξεταστεί επί της ουσίας από τα αρμόδια δικαστήρια, θα πρέπει να αποφασίζεται για πάντα και οι δικαστικές αποφάσεις θα πρέπει να καταστούν λειτουργικές, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους εφαρμογής τους προς όφελος της πλευράς που κέρδισε.
Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση, όπως προαναφέρθηκε, η εκκρεμούσα απόφαση, κατά την ημερομηνία των τελευταίων πληροφοριών που είχε στη διάθεσή του το Δικαστήριο, παρέμεινε ανεκτέλεστη. Επιπλέον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι δικαστικές αποφάσεις σχετικά με την έλλειψη οποιασδήποτε υποχρέωσης της προσφεύγουσας να καλύψει την επικαλούμενη ζημία που προκλήθηκε από φερόμενη φοροδιαφυγή παρέμειναν εντελώς άνευ ουσίας για αυτήν. Στην πραγματικότητα, η εκκρεμούσα απόφαση στο σύνολό της καθίσταται άνευ νομικού αποτελέσματος λαμβανομένου υπόψη της αμετακίνητης θέσης της φορολογικής αρχής ως προς την ύπαρξη οφειλής που πρέπει να καταβάλει η προσφεύγουσα, παρά τα πορίσματα του εισαγγελέα και του δικαστηρίου που την είχαν απαλλάξει από κάθε τέτοια ευθύνη.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ιδιαίτερη σημασία πρέπει να αποδίδεται στην αρχή της χρηστής διοίκησης, απαιτώντας από τις δημόσιες αρχές να ενεργούν εγκαίρως, με τον κατάλληλο τρόπο και με τη μέγιστη συνέπεια, όταν διακυβεύεται ένα ζήτημα γενικού συμφέροντος. Ωστόσο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, εν προκειμένω, οι εγχώριες αρχές δεν τήρησαν τις προαναφερθείσες υποχρεώσεις τους, δεδομένου ότι παρέλειψαν να εφαρμόσουν πλήρως τις αποφάσεις των εγχώριων δικαστηρίων και, συνεπώς, να διορθώσουν ένα σφάλμα που οφείλετο στο τελωνείο, όπως υπονοείται από τα εθνικά δικαστήρια στην αιτιολογία των αποφάσεων τους.
Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τη συνεχή αμφισβήτηση από τις αρχές της απόφασης της 29ης Ιουνίου 2016 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Suceava.
Επομένως, δεν ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί ότι ο έλεγχος της χρήσης της επίμαχης περιουσίας ήταν νόμιμος, κατά την έννοια της Σύμβασης. Τα παραπάνω αρκούν, κατ ‘αρχήν, για να καταλήξει το ΕΔΔΑ στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στα «περιουσιακά στοιχεία» της προσφεύγουσας παραβίασε τις απαιτήσεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Οι ανωτέρω σκέψεις αρκούσαν για να επιτρέψει στο Δικαστήριο να απορρίψει την προκαταρκτική ένσταση της μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων που υπέβαλε η κυβέρνηση και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η φύση των παραλείψεων των κρατικών αρχών να αναγνωρίσουν το αποτέλεσμα της απόφασης της 29ης Ιουνίου 2016 και να την εκτελέσουν, είχε ως αποτέλεσμα να επιβληθεί υπερβολική επιβάρυνση στην προσφεύγουσα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) λόγω μη εκτέλεσης της εκκρεμούσης απόφασης της 29ης Ιουνίου 2016.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρουμανία όφειλε να διασφαλίσει την πλήρη εφαρμογή και εκτέλεση της απόφασης της 29ης Ιουνίου 2016, και σε αντίθετη περίπτωση, θα όφειλε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 14.100 ευρώ ως αποζημίωση.
Το Δικαστήριο επιδίκασε επιπλέον στην προσφεύγουσα 4.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).