Με μελανά χρώματα σκιαγραφεί το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) τις πιθανές εξελίξεις στο χώρο της απασχόλησης και των εργασιακών συνθηκών για το 2020.
Στην τρέχουσα κατάσταση και στις πιθανές εξελίξεις στην αγορά εργασίας εστιάζει το έκτο δελτίο οικονομικών εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ).
Ειδικότερα, από την ανάλυση προκύπτουν, μεταξύ άλλων, ότι:
-Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, ο αριθμός των απασχολουμένων το 2020 αναμένεται να μειωθεί κατά 153 χιλιάδες άτομα, εφόσον το ΑΕΠ συρρικνωθεί κατά 8%. Η μείωση θα περιοριστεί στα 115 χιλιάδες άτομα στην περίπτωση που η ύφεση κυμανθεί στο 6%, ενώ θα αυξηθεί στα 192 χιλιάδες άτομα, εφόσον το ΑΕΠ μειωθεί κατά 10%.
– Η κρίση έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εργαζομένων. Η Ελλάδα είναι πρώτη μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης σε ποσοστό ευάλωτης απασχόλησης (26,7%), με σημαντική διαφορά από το μέσο όρο της ευρωζώνης (10,8%).
– Σημαντική είναι η απόκλιση ως προς την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων της Ελλάδας συγκριτικά με τις συνθήκες που επικρατούν στις χώρες-μέλη της ευρωζώνης. Τονίζεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην 63η θέση στην παγκόσμια κατάταξη όσον αφορά την καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων.
– Η πανδημία ανέδειξε το πρόβλημα της εργασιακής επισφάλειας, λόγω κοινωνικής αποστασιοποίησης. Ο υψηλότερος κίνδυνος έκθεσης των εργαζομένων και, άρα, αναστολής της εργασίας τους, εξαιτίας της απαιτούμενης φυσικής εγγύτητας κατά την εκτέλεσή της, εντοπίζεται σε κλάδους, όπως η εστίαση και τα καταλύματα, το εμπόριο, καθώς και οι προσωπικές και κοινωνικές υπηρεσίες.
– Το ποσοστό απασχόλησης στους κλάδους πολύ υψηλού κινδύνου ανέρχεται στην Ελλάδα στο 30,2%, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό, μετά την Κύπρο (33,5%), όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 22,1%. Επίσης, οι κλάδοι πολύ υψηλού κινδύνου στην Ελλάδα συνεισφέρουν το 20,1% των συνολικών αμοιβών των εργαζομένων και το 25,9% της προστιθέμενης αξίας, όταν τα ίδια ποσοστά στην ΕΕ είναι 16,3% και 17,4%, αντίστοιχα. Η απόκλιση αυτή υποδεικνύει τις δυσανάλογες επιπτώσεις που ενδέχεται να επιφέρει η υγειονομική κρίση στο συνολικό εισόδημα των πολιτών της χώρας σε σχέση με τους υπόλοιπους κατοίκους της ΕΕ.
– Η μείωση του όγκου και η επιδείνωση των όρων και των συνθηκών απασχόλησης ‒μεταξύ άλλων‒ αναδεικνύει τα όρια και τους περιορισμούς του αναπτυξιακού υποδείγματος της οικονομίας και το διαχρονικό έλλειμμα δέσμευσης της οικονομικής πολιτικής στην προστασία της εργασίας. Επίσης, η ανάλυση καταδεικνύει ότι ο όγκος και η ποιότητα της απασχόλησης εξακολουθούν να είναι το βασικό μέσο οικονομικής προσαρμογής.
– Η έλλειψη αναπτυξιακής επιχειρηματικής κουλτούρας και τα όρια του υφιστάμενου υποδείγματος τριτογενοποίησης της μεγέθυνσης, με υπέρμετρη έμφαση στον τουρισμό και στις υπηρεσίες χαμηλής έντασης γνώσης, καθιστούν το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων μη διατηρήσιμο».
«Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε ότι η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στο μέλλον θα εξαρτηθεί από τη μετάβασή της σε ένα νέο, κλαδικά πιο ισόρροπο, διαφοροποιημένο και οικοτεχνολογικά και εκπαιδευτικά αναβαθμισμένο υπόδειγμα ανάπτυξης, που θα προσφέρει διατηρήσιμο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης χωρίς αποκλεισμούς. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, απαιτείται ουσιαστικός κοινωνικός διάλογος και εκδημοκρατισμός του αναπτυξιακού σχεδιασμού της χώρας μας» επισημαίνει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.