Δικαστήριο ΕΕ: Προστασία των καταναλωτών – Αποτελέσματα της κηρύξεως της ακυρότητας των εν λόγω ρητρών – Εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου – Δικαστικά έξοδα
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 16-07-2020 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι σε περίπτωση ακυρότητας καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας που επιβάλλει την καταβολή από τον καταναλωτή του συνόλου των εξόδων σύστασης και εξάλειψης υποθήκης, η απόρριψη από εθνικό δικαστήριο του αιτήματος του καταναλωτή για την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας αυτής είναι αντίθετη με τις διατάξεις της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ [οδηγία σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές], εκτός εάν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που θα είχαν εφαρμογή αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα υποχρεώνουν τον καταναλωτή σε καταβολή του συνόλου ή μέρους των εξόδων αυτών.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, ρήτρα συμβάσεως δανείου συναφθείσας μεταξύ καταναλωτή και χρηματοπιστωτικού ιδρύματος η οποία επιβάλλει στον καταναλωτή την καταβολή εξόδων φακέλου είναι ικανή να δημιουργήσει εις βάρος του καταναλωτή, παρά την απαίτηση καλής πίστης, σημαντική ανισορροπία μεταξύ των απορρεόντων εκ της συμβάσεως δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών, σε περίπτωση που το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν αποδεικνύει ότι τα έξοδα φακέλου αντιστοιχούν σε όντως παρασχεθείσες υπηρεσίες και πραγματοποιηθέντα έξοδα.
Ακόμα, το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι αντίθετο με το ενωσιακό δίκαιο καθεστώς που επιτρέπει να επιβαρύνεται ο καταναλωτής με μέρος των δικαστικών εξόδων ανάλογα με το ύψος των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών που του επιστρέφονται κατόπιν της αναγνωρίσεως της ακυρότητας συμβατικής ρήτρας λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα της, δεδομένου ότι ένα τέτοιο καθεστώς δημιουργεί σημαντικό εμπόδιο ικανό να αποτρέψει τους καταναλωτές από το να ασκήσουν το δικαίωμα σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικών ρητρών το οποίο τους απονέμει η οδηγία 93/13/ΕΟΚ.
Ιστορικό των υποθέσεων
Υπόθεση C-224/19
Στις 16 Μαΐου 2000, ο CY συνήψε με το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα Caixabank σύμβαση ενυπόθηκου δανείου ενώπιον συμβολαιογράφου, αρχικού ύψους 81.136,63 ευρώ, με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Με την τέταρτη ρήτρα της συμβάσεως αυτής επιβαλλόταν στον δανειολήπτη η καταβολή «εξόδων φακέλου».
Επιπλέον, η πέμπτη ρήτρα της εν λόγω συμβάσεως επέβαλλε στον δανειολήπτη την καταβολή όλων των εξόδων σύστασης και εξάλειψης υποθήκης.
Στις 22 Μαρτίου 2018, ο CY άσκησε αγωγή ενώπιον του Juzgado de Primera Instancia n.° 17 de Palma de Mallorca (πρωτοδικείου υπ’ αριθ. 17 της Πάλμα ντε Μαγιόρκα, Ισπανία) με αίτημα τη διαπίστωση, βάσει της νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή, της ακυρότητας των επίμαχων ρητρών, λόγω καταχρηστικότητάς τους, καθώς και την επιστροφή του συνόλου των ποσών που είχαν καταβληθεί κατ’ εφαρμογήν των ρητρών αυτών. Η Caixabank αντέταξε ότι οι επίμαχες ρήτρες ήταν απολύτως έγκυρες. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, ο CY θεώρησε ότι ήταν αναγκαίο το εθνικό δικαστήριο να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο σχετικά με τις επίμαχες ρήτρες.
Όσον αφορά τη ρήτρα περί των εξόδων υποθήκης, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η ισπανική νομολογία κρίνει κατά κανόνα το είδος αυτό ρητρών καταχρηστικό και, κατά συνέπεια, άκυρο. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, όσον αφορά τα αποτελέσματα της ακυρότητας αυτής, τα ισπανικά δικαστήρια έχουν καταλήξει σε αποκλίνουσες και αντιφατικές μεταξύ τους αποφάσεις που περιάγουν τους καταναλωτές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε κατάσταση νομικής αβεβαιότητας. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται σε διάφορες νομολογιακές πρακτικές που, κατ’ αυτό, «μετριάζουν» τα σχετικά με την επιστροφή αποτελέσματα τα οποία παράγει η διαπίστωση της ακυρότητας, διερωτώμενο αν οι πρακτικές αυτές είναι συμβατές με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σε συνδυασμό με το άρθρο της 7, παράγραφος 1.
Όσον αφορά τη ρήτρα που επιβάλλει έξοδα φακέλου, το Juzgado de Primera Instancia n.° 17 de Palma de Mallorca (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 17 της Πάλμα ντε Μαγιόρκα) επισημαίνει ότι τα δευτεροβάθμια δικαστήρια ομόφωνα αναγνωρίζουν τον καταχρηστικό χαρακτήρα και την ακυρότητά της λόγω του ότι τα έξοδα φακέλου δεν αντιστοιχούν σε πραγματικές υπηρεσίες ή έξοδα. Εντούτοις, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) προσφάτως διαφώνησε με τη νομολογία αυτή, εκτιμώντας ότι τα έξοδα φακέλου, ως μέρος του κύριου αντικειμένου μιας συμβάσεως δανείου, πρέπει να εξαιρεθούν από τον έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα τους δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ορθότητα της συλλογιστικής αυτής του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και επίσης διερωτάται αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό επηρεάζεται από το γεγονός ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν μετέφερε το εν λόγω άρθρο 4 στο ισπανικό δίκαιο προκειμένου να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή, σύμφωνα με το άρθρο 8 της ως άνω οδηγίας.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de Primera Instancia n.° 17 de Palma de Mallorca (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 17 της Πάλμα ντε Μαγιόρκα) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα όσον αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3 έως 8 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ.
Υπόθεση C-259/19
Την 1η Ιουλίου 2011, ο LG και η PK συνήψαν με το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα Banco Bilbao Vizcaya Argentaria σύμβαση ενυπόθηκου δανείου περιλαμβάνουσα ρήτρα η οποία όριζε, κατά το αιτούν δικαστήριο, ότι ο δανειολήπτης θα έφερε όλα τα έξοδα σύστασης και εξάλειψης της υποθήκης.
Οι LG και PK άσκησαν ενώπιον του Juzgado de Primera Instancia e Instrucción de Ceuta (πρωτοδικείου της Θέουτα, Ισπανία) αγωγή με αίτημα να κηρυχθεί άκυρη η εν λόγω ρήτρα λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα της.
Με σκεπτικό κατ’ ουσίαν αντίστοιχο προς εκείνο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C-224/19, το Juzgado de Primera Instancia e Instrucción de Ceuta (πρωτοδικείο της Θέουτα) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα επίσης αναφορικά με την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 3 έως 8 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ.
Ειδικότερα, τα υποβληθέντα και στις δύο υποθέσεις προδικαστικά ερωτήματα θα μπορούσαν να χωριστούν σε πέντε κατηγορίες, εκ των οποίων η πρώτη αφορά τη ρήτρα για τα έξοδα σύστασης και εξάλειψης υποθήκης, η δεύτερη αφορά τη ρήτρα που επιβάλλει έξοδα φακέλου, η τρίτη αφορά την ενδεχόμενη σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών εξαιτίας μιας τέτοιας ρήτρας, η τέταρτη αφορά τον χρονικό περιορισμό των αποτελεσμάτων της αναγνωρίσεως της ακυρότητας μιας καταχρηστικής ρήτρας και η πέμπτη αφορά το εθνικό καθεστώς για την κατανομή των δικαστικών εξόδων στο πλαίσιο των αγωγών περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας των καταχρηστικών ρητρών.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, καταρχάς, αποφάνθηκε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση ακυρότητας καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας επιβάλλουσας την καταβολή από τον καταναλωτή του συνόλου των εξόδων σύστασης και εξάλειψης υποθήκης, αντιτίθενται στην απόρριψη από εθνικό δικαστήριο του αιτήματος του καταναλωτή για την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας αυτής, εκτός εάν οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που θα είχαν εφαρμογή αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα υποχρεώνουν τον καταναλωτή σε καταβολή του συνόλου ή μέρους των εξόδων αυτών.
Επιπλέον, κατά το Δικαστήριο, το άρθρο 3, το άρθρο 4, παράγραφος 2, και το άρθρο 5 της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι συμβατικές ρήτρες οι οποίες εμπίπτουν στην έννοια του «κυρίου αντικειμένου της σύμβασης» είναι εκείνες με τις οποίες καθορίζονται οι ουσιώδεις παροχές της οικείας συμβάσεως και οι οποίες, ως τέτοιες, χαρακτηρίζουν τη σύμβαση. Αντιθέτως, οι ρήτρες που έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με εκείνες που καθορίζουν αυτή καθεαυτήν την ουσία της συμβατικής σχέσεως δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην εν λόγω έννοια. Το γεγονός ότι τα έξοδα φακέλου περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος ενός ενυπόθηκου δανείου δεν σημαίνει ότι συνιστούν ουσιώδη παροχή του δανείου αυτού. Εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο του κράτους μέλους οφείλει να ελέγξει τον σαφή και κατανοητό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας αφορώσας το κύριο αντικείμενο της συμβάσεως, ανεξαρτήτως μεταφοράς του άρθρου 4, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας στην έννομη τάξη του εν λόγω κράτους μέλους.
Το Δικαστήριο κατέληξε ακόμα ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ρήτρα συμβάσεως δανείου συναφθείσας μεταξύ καταναλωτή και χρηματοπιστωτικού ιδρύματος η οποία επιβάλλει στον καταναλωτή την καταβολή εξόδων φακέλου είναι ικανή να δημιουργήσει εις βάρος του καταναλωτή, παρά την απαίτηση καλής πίστης, σημαντική ανισορροπία μεταξύ των απορρεόντων εκ της συμβάσεως δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών, σε περίπτωση που το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν αποδεικνύει ότι τα έξοδα φακέλου αντιστοιχούν σε όντως παρασχεθείσες υπηρεσίες και πραγματοποιηθέντα έξοδα, στοιχείο το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει.
Πρόσθετα, σύμφωνα με το Δικαστήριο, το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στο να υπόκειται σε παραγραφή η άσκηση αγωγής με αίτημα την εφαρμογή των σχετικών με την επιστροφή αποτελεσμάτων της αναγνωρίσεως της ακυρότητας καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, υπό την προϋπόθεση ότι το χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής καθώς και η διάρκειά της δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος του καταναλωτή να ζητήσει την εν λόγω επιστροφή.
Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, καθώς και η αρχή της αποτελεσματικότητας, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε καθεστώς που επιτρέπει να επιβαρύνεται ο καταναλωτής με μέρος των δικαστικών εξόδων ανάλογα με το ύψος των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών που του επιστρέφονται κατόπιν της αναγνωρίσεως της ακυρότητας συμβατικής ρήτρας λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα της, δεδομένου ότι ένα τέτοιο καθεστώς δημιουργεί σημαντικό εμπόδιο ικανό να αποτρέψει τους καταναλωτές από το να ασκήσουν το δικαίωμα σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικών ρητρών το οποίο τους απονέμει η οδηγία 93/13/ΕΟΚ.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στα γαλλικά στην ιστοσελίδα CURIA