Δικαστήριο ΕΕ: Πότε οι συμβολαιογράφοι υπάγονται στους γενικούς κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού (ΕΕ) 650/2012
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 16-07-2020 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η περίπτωση κατά την οποία ο κληρονομούμενος, υπήκοος κράτους μέλους, διέμενε σε άλλο κράτος μέλος κατά τον χρόνο του θανάτου του, αλλά δεν είχε διακόψει τους δεσμούς του με το πρώτο κράτος μέλος, στο οποίο βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν την κληρονομία του, ενώ οι κληρονόμοι του διαμένουν στα δύο αυτά κράτη μέλη εμπίπτει στην έννοια της «κληρονομικής διαδοχής που έχει διασυνοριακές επιπτώσεις», στα πλαίσια τουκανονισμού (ΕΕ) 650/2012 [κανονισμός σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου].
Το ΔΕΕ διευκρίνισε μάλιστα ότι η τελευταία συνήθης διαμονή του κληρονομουμένου, κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να καθορίζεται από την αρχή που επιλαμβάνεται της κληρονομικής διαδοχής σε ένα μόνο από τα εν λόγω κράτη μέλη.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, συμβολαιογράφος κράτους μέλους ο οποίος δεν χαρακτηρίζεται «δικαστήριο», κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, μπορεί, χωρίς να εφαρμόζει τους γενικούς κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός, να εκδίδει τα εθνικά πιστοποιητικά κληρονομικών δικαιωμάτων.
Ακόμα, το ΔΕΕ επισήμανε ότι η βούληση του κληρονομουμένου καθώς και η συμφωνία μεταξύ των διαδόχων του μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον καθορισμό δικαστηρίου το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής και την εφαρμογή του κληρονομικού δικαίου κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνα που θα προέκυπταν από την εφαρμογή των κριτηρίων του ως άνω κανονισμού.
Ιστορικό της υποθέσεως
Ο E. E. είναι Λιθουανός υπήκοος. Η μητέρα του, επίσης λιθουανικής ιθαγένειας, συνήψε γάμο με τον K.‑D. E., Γερμανό υπήκοο, και μετοίκησε στη Γερμανία προκειμένου να διαμείνει, μαζί με τον Ε. Ε., στην οικία του συζύγου της. Στις 4 Ιουλίου 2013, συνέταξε ενώπιον συμβολαιογράφου, η έδρα του οποίου βρίσκεται στην Garliava (Λιθουανία), διαθήκη με την οποία εγκατέστησε τον υιό της καθολικό κληρονόμο.
Κατά τον θάνατο της μητέρας του E. E., ο οποίος επήλθε στη Γερμανία, η κληρονομουμένη είχε στην κυριότητά της ένα ακίνητο, ήτοι διαμέρισμα στο Κάουνας (Λιθουανία). Στις 17 Ιουλίου 2017, ο E. E. απευθύνθηκε σε συμβολαιογράφο εδρεύουσα στο Κάουνας, προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία αποδοχής κληρονομίας και να εκδοθεί πιστοποιητικό κληρονομικών δικαιωμάτων.
Την 1η Αυγούστου 2017, η συμβολαιογράφος αρνήθηκε να συντάξει το εν λόγω πιστοποιητικό, με την αιτιολογία ότι ο τόπος συνήθους διαμονής της θανούσας, κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΕ) 650/2012, έπρεπε, κατά την άποψή της, να θεωρηθεί ότι βρισκόταν στη Γερμανία.
Ο E. E. προσέβαλε την άρνηση αυτή ενώπιον του Kauno apylinkės teismas (επαρχιακού δικαστηρίου Κάουνας, Λιθουανία). Με απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2018, το δικαστήριο αυτό δέχθηκε την αγωγή του ενάγοντος, με το σκεπτικό ότι η κληρονομουμένη δεν είχε διακόψει τους δεσμούς της με τη Λιθουανία.
Η συμβολαιογράφος στην οποία απευθύνθηκε ο E. E. άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Kauno apygardos teismas (περιφερειακού δικαστηρίου Κάουνας, Λιθουανία). Στο πλαίσιο της δίκης αυτής, ο E. E. ζήτησε να περιληφθεί στη δικογραφία δήλωση του K.-D. E. με την οποία αυτός βεβαίωνε ότι δεν είχε αξιώσεις επί της κληρονομίας της θανούσας και ότι αποδεχόταν τη διεθνή δικαιοδοσία των λιθουανικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι στη Γερμανία δεν είχε κινηθεί καμία διαδικασία σχετική με την κληρονομική διαδοχή.
Με απόφαση της 26 Απριλίου 2018, το δικαστήριο αυτό εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και απέρριψε την αγωγή του E. E., ο οποίος άσκησε αναίρεση ενώπιον του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Λιθουανίας).
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζ ʹ και θʹ, και παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, των άρθρων 4, 5, 7, 22 και 59, καθώς και του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 650/2012.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, καταρχάς, αποφάνθηκε ότι κατ’ ορθή ερμηνεία του κανονισμού (ΕΕ) 650/2012, εμπίπτει στην έννοια της «κληρονομικής διαδοχής που έχει διασυνοριακές επιπτώσεις» η περίπτωση κατά την οποία ο κληρονομούμενος, υπήκοος κράτους μέλους, διέμενε σε άλλο κράτος μέλος κατά τον χρόνο του θανάτου του, αλλά δεν είχε διακόψει τους δεσμούς του με το πρώτο κράτος μέλος, στο οποίο βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν την κληρονομία του, ενώ οι κληρονόμοι του διαμένουν στα δύο αυτά κράτη μέλη. Η τελευταία συνήθης διαμονή του κληρονομουμένου, κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, πρέπει να καθορίζεται από την αρχή που επιλαμβάνεται της κληρονομικής διαδοχής σε ένα μόνον από τα εν λόγω κράτη μέλη.
Επιπλέον, κατά το Δικαστήριο, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 650/2012, υπό την επιφύλαξη εξακρίβωσης εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, οι Λιθουανοί συμβολαιογράφοι δεν ασκούν δικαιοδοτικά καθήκοντα κατά την έκδοση εθνικού πιστοποιητικού κληρονομικών δικαιωμάτων. Εντούτοις, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν οι συμβολαιογράφοι ενεργούν κατ’ ανάθεση εξουσίας από δικαστική αρχή ή υπό τον έλεγχό της και μπορούν, κατά συνέπεια, να χαρακτηριστούν «δικαστήρια», κατά την έννοια της διάταξης αυτής.
Το Δικαστήριο κατέληξε ακόμα ότι κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 650/2012, σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι οι Λιθουανοί συμβολαιογράφοι μπορούν να χαρακτηριστούν «δικαστήρια», κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, το πιστοποιητικό κληρονομικών δικαιωμάτων που οι ίδιοι εκδίδουν μπορεί να θεωρηθεί «απόφαση» κατά τη διάταξη αυτή και, επομένως, για την έκδοσή του, οι συμβολαιογράφοι μπορούν να εφαρμόσουν τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο κεφάλαιο II του εν λόγω κανονισμού.
Πρόσθετα, σύμφωνα με το Δικαστήριο, κατ’ ορθή ερμηνεία των άρθρων 4 και 59 του κανονισμού (ΕΕ) 650/2012, συμβολαιογράφος κράτους μέλους ο οποίος δεν χαρακτηρίζεται «δικαστήριο», κατά την έννοια του κανονισμού αυτού, μπορεί, χωρίς να εφαρμόζει τους γενικούς κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός, να εκδίδει τα πιστοποιητικά κληρονομικών δικαιωμάτων. Αν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι τα πιστοποιητικά αυτά πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του εν λόγω κανονισμού και μπορούν, ως εκ τούτου, να θεωρηθούν «δημόσια έγγραφα», κατά την έννοια της ίδιας διάταξης τα ως άνω πιστοποιητικά παράγουν στα λοιπά κράτη μέλη τα αποτελέσματα που προσδίδουν στα δημόσια έγγραφα το άρθρο 59, παράγραφος 1, και το άρθρο 60, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 650/2012.
Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι κατ’ ορθή ερμηνεία των άρθρων 4, 5, 7 και 22, καθώς και του άρθρου 83, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού (ΕΕ) 650/2012, η βούληση του κληρονομουμένου καθώς και η συμφωνία μεταξύ των διαδόχων του μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τον καθορισμό δικαστηρίου το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία σε υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής και την εφαρμογή του κληρονομικού δικαίου κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνα που θα προέκυπταν από την εφαρμογή των κριτηρίων του κανονισμού αυτού.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA