Το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο με απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, δέχθηκε την έφεση και ακύρωσε προσωρινό διάταγμα αφαίρεσης της γονικής μέριμνας δύο ανήλικων τέκνων από τους γονείς τους. Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, η Εφεσίβλητη, Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας είχε εξασφάλισει στις το έτος 2019, κατόπιν μονομερούς αιτήσεως, προσωρινό διάταγμα με το οποίο αφαιρέθηκε από τους Εφεσείοντες η γονική μέριμνα των ανήλικων τέκνων τους και ανατέθηκε η άσκηση της σ’ αυτή και/ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο.
Οι Εφεσείοντες καταχώρησαν ένσταση και κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του το έτος 2020 οριστικοποίησε το Διάταγμα.
Οι Εφεσείοντες με εννέα λόγους έφεσης προσέβαλαν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Με αυτούς αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου Ν.216/90 και νομολογίας, εσφαλμένη εκτίμηση των στοιχείων της υπόθεσης και ότι ήχθη σε εσφαλμένα συμπεράσματα μεροληπτώντας υπέρ της Εφεσίβλητης και χωρίς να λάβει υπόψιν την επιθυμία των ανήλικων να παραμείνουν υπό την φύλαξη της μητέρας τους.
Η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν η εξής:
«Η προστασία της οικογένειας από αυθαίρετες επεμβάσεις κυβερνητικών αρχών είναι καλά κατοχυρωμένη σ’ όλα τα νομικά συστήματα. Ο διαχωρισμός οικογένειας θεωρείται επέμβαση στην οικογενειακή ζωή. Ο διαχωρισμός παιδιών από τους γονείς τους δεν είναι επιτρεπτός, εκτός και αν οι γονείς σοβαρά παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους ως γονείς και σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις. Η αμοιβαία απόλαυση της σχέσης γονιού και παιδιού αποτελεί βασικό δικαίωμα και στοιχείο της οικογενειακής ζωής. Ο αποκλεισμός ενός γονέα από τα γονικά του δικαιώματα είναι ένα απομακρυσμένο μέτρο και μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όπου το κίνητρο μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο από το κυρίαρχο στοιχείο που είναι το καλώς νοούμενο συμφέρον του παιδιού. Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα έλαβε υπόψιν του το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως έχουν εκτεθεί ανωτέρω προκειμένου να καταλήξει ότι ικανοποιήθηκαν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και είναι η διαπίστωση μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, δυστυχώς, απέτυχε να λάβει υπόψιν όλα τα σχετικά στοιχεία ενώπιον του. Έλαβε υπόψιν του μόνο τα όσα τέθησαν από την Εφεσίβλητη. Αγνοήθηκαν αναιτιολόγητα το περιεχόμενο δύο απομαγνητοφωνημένων καταθέσεων των δύο ανήλικων που λήφθηκαν στις 24.9.2019 και στις οποίες φαίνεται ότι η σχέση τους με την μητέρα τους είναι καθόλα φυσιολογική. Δεν μας διαφεύγει, βεβαίως, ο ισχυρισμός της Λειτουργού της Υπηρεσίας Κοινωνικής Ευημερίας ότι ο μικρός Σ. μετά την ολοκλήρωση της οπτικογράφησης τής είπε ότι ο ίδιος και η αδελφή του δεν είπαν την αλήθεια καθότι η μητέρα τους τούς είπε ότι εάν αναφέρουν ότι τους κτυπά, θα πάει η ίδια φυλακή και αυτά σε Ίδρυμα, ισχυρισμός όμως που θα έπρεπε να τεθεί στην βάσανο της σφαιρικής εξέτασης όλων των στοιχείων. Επίσης, δεν λήφθηκε καθόλου υπόψιν άλλη έγγραφη μαρτυρία η οποία φαίνεται να δείκνυε ότι τα ανήλικα είναι καλοί μαθητές, αγαπούν την μητέρα τους και ότι η τελευταία σύμφωνα με ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο φαίνεται να έχει ημερ. 17.1.2016, ιατρού των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου “δεν ελέγχεται με ψυχώσιμα συμπτώματα ούτε καταθλιπτική συμπτωματολογία, χωρίς οξεία ψυχοπαθολογία”. Ακόμη αγνόησε, για λόγους που δεν αναφέρονται, δύο εκθέσεις ημερ. 6.2.2017 και 14.2.2017 που ετοιμάστηκαν αναφορικά με τα δύο ανήλικα παιδιά από παιδοψυχίατρο στην περίπτωση του ανήλικου Σ. και κλινική ψυχολόγο στην περίπτωση της ανήλικης Μ. Αμφότερες οι εξετάσεις έγιναν τόσο με τα ανήλικα όσο και με τη μητέρα τους. Στην περίπτωση του Σ. έγιναν δύο κλινικές συναντήσεις και στην περίπτωση της Μ. τέσσερις με την ανήλικη, δύο με την μητέρα και μία με τον πατέρα. Στην περίπτωση του Σ. το πιστοποιητικό αναφέρει:
“Από τις κλινικές συναντήσεις με το παιδί διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για παιδί που έχει κατακτήσει τα φυσιολογικά αναπτυξιακά ορόσημα για τη χρονολογική του ηλικία. Παρουσιάζει φυσιολογικό νοητικό επίπεδο, αδρά εκτιμώμενο και φυσιολογικές για την ηλικία του κοινωνικές δεξιότητες. Σχετίζεται με εμπιστοσύνη αλληλεπιδρά σε ικανοποιητικό βαθμό και αναπτύσσει παιχνίδι συμβολικού χαρακτήρα.
Σε ερωτήσεις που αφορούσαν στις συνθήκες διαβίωσης καθώς και τη σχέση με τους γονείς του, δεν ανέφερε κάτι το επιλήψιμο πέραν του ότι τόσο η μαμά όσο και ο μπαμπάς “θυμώνουν και φωνάζουν όταν κάνω πελλάρες”.
Συμπερασματικά πρόκειται για αγόρι στην λανθάνουσα φάση της ανάπτυξης του με φυσιολογικές ψυχικές και νοητικές λειτουργίες. Δεν φαίνεται να παρουσιάζει κλινικά σημεία που να συνηγορούν υπέρ κάποιας μορφής κακοποίησης εις βάρος του.”
Στη περίπτωση της Μ.
“Από τις κλινικές συναντήσεις διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για παιδί με προσαρμοστικότητα, διάθεση για συνεργασία και παιχνίδι. Παρουσιάζει νοητικό επίπεδο που κυμαίνεται στα φυσιολογικά πλαίσια. Ο ειρμός και η οργάνωση της σκέψης της, όπως και η αντίληψη της, ήταν στα φυσιολογικά πλαίσια.
Συμπερασματικά πρόκειται για κορίτσι με φυσιολογικό νοητικό δυναμικό και φυσιολογική ψυχική οργάνωση. Από την κλινική ψυχολογική διερεύνηση δεν φαίνεται να παρουσιάζει κλινική συμπτωματολογία η οποία να σχετίζεται με οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης. Εξ άλλου, η Μ. δεν εξέφρασε το οποιοδήποτε παράπονο σχετικά με τους γονείς της και δη σωματική κακοποίηση (ξυλοδαρμό).”
Όλα τα πιο πάνω αγνοήθηκαν εντελώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο για λόγους που δεν εξηγήθηκαν στην απόφαση του. Ειδικά για τις δύο εκθέσεις που ετοιμάστηκαν για τους δύο ανήλικους ημερ. 6.2.2017 και 14.2.2017 και μέσα στα πλαίσια εξέτασης λόγου ένστασης μη αποκάλυψης έκρινε ότι αυτές δεν είναι ουσιώδεις και δεν θα επηρέαζαν την κρίση του κατά τον χρόνο έκδοσης του προσωρινού Διατάγματος. Επίσης ότι αυτές δεν προσδίδουν οτιδήποτε στην υπόθεση λόγω της παρόδου τριών σχεδόν ετών μέχρι την καταχώρηση της αίτησης. Το ίδιο δεν έκρινε όμως για στοιχεία που έθεσε η Εφεσίβλητη με την Ένορκη Δήλωση Β. και τα οποία χρονολογούντο από το 2014, 2016, 2017. Τήρησε, συνεπώς, το λιγότερο που θα πούμε, άνισο κριτήριο. Αρκέστηκε να λάβει υπόψιν του μόνο τα στοιχεία που τέθησαν από την Εφεσίβλητη. Διερωτούμαστε, συνεπώς, πώς το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς να λάβει υπόψιν τα πιο πάνω που τέθηκαν από πλευράς Εφεσειόντων στο στάδιο της ακρόασης της αίτησης, προέβη στην αναγκαία νοητική διεργασία για να καταλήξει ότι συντρέχουν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32(1). Ιδιαίτερα, λαμβάνοντας υπόψιν ότι η λήψη τέτοιου μέτρου όπως το προσβαλλόμενο Διάταγμα δικαιολογείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο εάν έχει ως κίνητρο την υπέρτατη απαίτηση που είναι το καλό νοούμενο συμφέρον του παιδιού. Δεν έχουμε αμφιβολία ότι όλα όσα έλαβε υπόψιν του ήταν σχετικοί παράγοντες αλλά λαμβανομένης υπόψιν όλης της “εικόνας”, ήτοι το σύνολο των στοιχείων που τέθησαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία αυτό αγνόησε, χωρίς να αποφασίζει επί της ολότητάς του ενώπιον του υλικού, είμαστε της γνώμης ότι δεν ικανοποιούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32(1) του Ν.14/60. Η ύπαρξη “σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση” προϋποθέτει ακόμη και δικογραφικά, δηλαδή, στη βάση του υλικού που τίθεται με την αίτηση, “σοβαρό” θέμα και όχι απλώς την ύπαρξη μιας νομικής δυνατότητας. Με την κατάληξη μας αυτή, δεν χρειάζεται να εξετάσουμε οτιδήποτε περισσότερο. Τονίζεται ότι με την πιο πάνω κατάληξη μας δεν αποφασίζουμε οτιδήποτε επί της ουσίας της διαφοράς η οποία παραμένει για εξέταση όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο επιληφθεί της κυρίως αίτησης που αναμένουμε να γίνει το συντομότερο δυνατό.
Για τους πιο πάνω λόγους η Έφεση επιτρέπεται.
Το Διάταγμα ημερ. 29.10.2019 το οποίο οριστικοποιήθηκε στις 3.2.2020 ακυρώνεται».
Δημοσίευση απόφασης:cylaw.org