Της Νένας Μαλλιάρα
Τα οικονομικά δεδομένα και το μέλλον των τραπεζών στη μετά COVID-19 εποχή μπαίνουν επί τάπητος τον Σεπτέμβριο. Η “ατζέντα” των τραπεζών ανοίγει τόσο από πλευράς SSM όσο και από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης, καθώς, μετά τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, έρχεται η ώρα να αποτιμηθεί ο αντίκτυπος στο τραπεζικό σύστημα.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Capital.gr, η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών, ο απολογισμός έξι μήνες μετά το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης και ο σχεδιασμός της επόμενης μέρας θα συζητηθούν σε ευρεία σύσκεψη της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης τον Σεπτέμβριο.
Παράλληλα, έχοντας τα αποτελέσματα του τεστ ευπάθειας που διενεργεί στις ευρωπαϊκές τράπεζες, ο SSM θα προχωρήσει, σύμφωνα με τις πληροφορίες, σε νέα, ενιαία πολιτική προβλέψεων για το τραπεζικό σύστημα.
Ο Σεπτέμβριος θα είναι μήνας απολογισμού και “επανεκκίνησης” και για τις ίδιες τις τράπεζες, με έμφαση σε δύο μέτωπα: “κόκκινα” δάνεια και νέες χορηγήσεις. Εξυγίανση και, συνακόλουθα, εξορθολογισμός των τραπεζών με πλάνα επιτάχυνσης της μείωσης των NPLs, που θα ανοίξουν τη συζήτηση για περαιτέρω “εργαλεία”, καθώς και ενίσχυση του ενεργητικού των τραπεζών με νέες χορηγήσεις, θα είναι οι άξονες πάνω στους οποίους οι τράπεζες θα προδιαγράψουν τη μελλοντική κερδοφορία τους.
Νέα πολιτική προβλέψεων
Ο Σεπτέμβριος θα δώσει το στίγμα για το πού βαδίζουν οι τράπεζες και η οικονομία, καθώς θα συμπληρωθεί ένα εξάμηνο από το ξέσπασμα της κρίσης της COVID-19, συμπεριλαμβανομένου του β’ τριμήνου του έτους, στο οποίο υπολογίζεται ότι θα σημειωθεί και η μεγαλύτερη ύφεση. Αν και αυτό αποτελεί μια εκτίμηση που θα κριθεί από την εξέλιξη που θα έχει η πανδημία, το βασικό μέχρι στιγμής σενάριο λέει ότι η κατάσταση στην οικονομία θα αρχίσει να βελτιώνεται από το γ’ και, κυρίως, στο δ’ τρίμηνο του έτους, με προοπτική ισχυρής ανάκαμψης το 2021. Ακόμα και με το θετικό αυτό σενάριο, ωστόσο, η οικονομία το 2021 θα βρίσκεται με “έλλειμμα ανάπτυξης”, αφού η φετινή ύφεση δεν θα μπορέσει να ισοφαριστεί, πόσω μάλλον να ξεπεραστεί, με τα ποσοστά αύξησης του ΑΕΠ του επόμενου χρόνου. Οι εκτιμήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών για το έλλειμμα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κινούνται στην περιοχή του -2% (οι παραδοχές για το ΑΕΠ του 2021 φέρνουν το έλλειμμα ανάπτυξης στο -2,5% από τη Eurobank, στο -2,4% από την Εθνική Τράπεζα, στο -1,1% για την Alpha Bank και στο -1% για την Τράπεζα Πειραιώς).
Οι παραπάνω προβλέψεις, που διενεργούνται παράλληλα από όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά και τις ευρωπαϊκές Αρχές, είναι σημαντικές για τον προβλεπόμενο αντίκτυπο που θα έχουν στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Ο SSM έχει συγκεντρώσει τις εκτιμήσεις αυτές, καθώς και τα στοιχεία για την πορεία των χαρτοφυλακίων των τραπεζών και θα μπορεί, αυτές τις μέρες, να έχει μια πρώτη εικόνα της κατάστασης στις τράπεζες. Το επόμενο βήμα, ωστόσο, θα είναι, βάσει των ενδείξεων του “τεστ κορονοϊού” που διενεργεί στις τράπεζες, να διαμορφώσει μια ενιαία πολιτική προβλέψεων για επισφάλειες στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.
Οι κανόνες για τον σχηματισμό προβλέψεων χαλάρωσαν από τις εποπτικές Αρχές με την κρίση του κορονοϊού. Στην παρούσα φάση, οι τράπεζες ανά χώρα, αλλά και ξεχωριστά η καθεμιά, διενεργούν προβλέψεις κατά τις εκτιμήσεις τους, άλλες παίρνοντας εμπροσθοβαρώς όλες τις εκτιμώμενες απώλειες, άλλες κινούμενες με το “βλέποντας και κάνοντας”.
Η τάση αυτή ήταν εμφανής στα αποτελέσματα α’ τριμήνου που ανακοίνωσαν οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες. Ειδικότερα:
– Η Εθνική Τράπεζα έλαβε προβλέψεις 486 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 416 εκατ. ευρώ για τον κορονοϊό και 70 εκατ. ευρώ οι προγραμματισμένες προβλέψεις τριμήνου. Η δυνατότητα λήψης τόσο υπέρογκων προβλέψεων, που αντιστοιχούν στο σύνολο των προβλεπόμενων από την τράπεζα επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης, κατέστη εφικτή καθώς η Εθνική Τράπεζα κατέγραψε σημαντικές υπεραξίες από την ανταλλαγή του Titlos και πωλήσεις ομολόγων.
– Η Τράπεζα Πειραιώς σχημάτισε προβλέψεις 438 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 250 εκατ. ευρώ για την COVID-19.
– Η Alpha Bank σχημάτισε προβλέψεις 307 εκατ. ευρώ, μοιρασμένες σε 120 ευρώ για την COVID-19 και 187 εκατ. ευρώ για άλλα στοιχεία του ενεργητικού.
– Η Eurobank σχημάτισε συνολικές προβλέψεις 126 εκατ. ευρώ, 85 εκατ. ευρώ προγραμματισμένες για το τρίμηνο και 41 εκατ. ευρώ για τις επιπτώσεις της COVID-19. H δυνατότητα σχηματισμού των αισθητά χαμηλότερων προβλέψεων δόθηκε στη Eurobank από το γεγονός ότι έχει μειώσει πολύ ταχύτερα από τις άλλες τράπεζες τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά της (ο δείκτης NPE υποχώρησε στο 15,6% με την ολοκλήρωση της τιτλοποίησης Cairo και την πώληση της Eurobank FPS στην doValue) και είχε ακολουθήσει τακτική λήψης αυξημένων προβλέψεων τα προηγούμενα χρόνια.
Οι μέχρι στιγμής εκτιμήσεις των τραπεζών για τα νέα “κόκκινα” δάνεια που θα αφήσει πίσω της η κρίση του κορονοϊού κάνουν λόγο για ποσό της τάξεως των 7-11 δισ. ευρώ. Με πρώτο κρίσιμο “τεστ” την πορεία του τουρισμού, η εικόνα θα αποκρυσταλλωθεί το α’ τρίμηνο του 2021, όταν θα έχουν λήξει τόσο τα μορατόρια που έχουν συνάψει οι τράπεζες με επιχειρήσεις και νοικοκυριά όσο και η επιδότηση των δόσεων στεγαστικών δανείων για δανειολήπτες που έχουν πληγεί από την πανδημική κρίση.
Το παραπάνω τοπίο θα παρακολουθείται στενά και από τον SSM, ο οποίος έχει θέσει στις τράπεζες δύο συν έναν στόχους: από τη μία πλευρά α) να συγκρατήσουν τη δημιουργία νέων “κόκκινων” δανείων και β) να συνεχίσουν και να επιταχύνουν τις προσπάθειες για τη μείωση του υφιστάμενου στοκ των NPLs και από την άλλη πλευρά να προχωρήσουν άμεσα και δυναμικά σε νέες χορηγήσεις στην πραγματική οικονομία.
Η υποχρέωση για τις ελληνικές τράπεζες να μην υπάρξει εφησυχασμός στη μείωση του υφιστάμενου όγκου μη εξυπηρετούμενων δανείων, που ανέρχονται σε 60,9 δισ. ευρώ, είναι παραπάνω από δεσμευτική, αφού τα ποσοστά των δεικτών μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα απέχουν ακόμη παρασάγγας από τον μέσο όρο NPLs στην Ευρώπη, που κινείται στο 3,5%.