AΠ 1205/2019: Αν ασκηθούν δύο αντίθετες αγωγές διαζυγίου για ισχυρό κλονισμό, από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του άλλου συζύγου η μία και λόγω διετούς διάστασης των συζύγων η άλλη και το δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε και τις δύο, τότε, ενόψει του αντικειμένου της δίκης περί διαζυγίου και του δεδικασμένου που παράγεται από την απόφαση αυτή, καθένας από τους συζύγους θεωρείται, ότι νίκησε, διότι με την παραδοχή και των δύο αγωγών επήλθε η έννομη συνέπεια που αμφότεροι οι διάδικοι επεδίωκαν με το αίτημα των αγωγών τους. Οι αιτιολογίες της απόφασης για τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης δεν ασκούν καμία δυσμενή επιρροή στις έννομες σχέσεις τους, αφού από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν στοιχεία διατακτικού, δεν παράγεται δεδικασμένο. Συνεπώς ουδείς από τους διαδίκους συζύγους έχει στην περίπτωση αυτή, αν και νίκησε, έννομο συμφέρον να ασκήσει κατ’ άρθρο 516 παρ. 2 ΚΠολΔ, έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης.
«Κατά το άρθρο 1439 παρ. 1 ΑΚ, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης τους να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης, χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο.
Κατά το άρθρο 1439 παρ. 3 ΑΚ, εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντα. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο, αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμιά πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμιά περίπτωση, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 ΑΚ, ενόψει της διάταξης του άρθρου 1444 παρ. 1 ΑΚ.
Αντικείμενο δε της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, αν ασκηθούν δύο αντίθετες αγωγές διαζυγίου για ισχυρό κλονισμό, από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του άλλου συζύγου η μία και λόγω διετούς διάστασης των συζύγων η άλλη και το δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε και τις δύο, τότε, ενόψει του, κατά τα προεκτεθέντα, αντικειμένου της δίκης περί διαζυγίου και του δεδικασμένου που παράγεται από την απόφαση αυτή, καθένας από τους συζύγους θεωρείται, ότι νίκησε, διότι με την παραδοχή και των δύο αγωγών επήλθε η έννομη συνέπεια που αμφότεροι οι διάδικοι επεδίωκαν με το αίτημα των αγωγών τους. Οι αιτιολογίες της απόφασης για τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης δεν ασκούν καμία δυσμενή επιρροή στις έννομες σχέσεις τους, αφού από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν στοιχεία διατακτικού, δεν παράγεται δεδικασμένο.
Συνεπώς ουδείς από τους διαδίκους συζύγους έχει στην περίπτωση αυτή, αν και νίκησε, έννομο συμφέρον να ασκήσει κατ’ άρθρο 516 παρ. 2 ΚΠολΔ, έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης. Κατά μείζονα λόγο, δεν υφίσταται έννομο συμφέρον για την άσκηση της έφεσης από τον ένα μόνο διάδικο, κατά της πρωτόδικης απόφασης και δη κατά το μέρος που δέχτηκε την αγωγή του αντιδίκου συζύγου του, διότι με την παραδοχή της δικής του αγωγής επήλθε, λόγω του αμετακλήτου της απόφασης ως προς την αγωγή αυτή, το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου και δεν υπάρχει πλέον το αντικείμενο της δίκης.
Το έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68, 73 και 516 ΚΠολΔ, αποτελεί την προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης έφεσης, η έλλειψη του οποίου ερευνάται αυτεπαγγέλτως και πρέπει να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει δηλαδή να κρίνεται πρωταρχικά, αν ο διάδικος που ασκεί την έφεση έχει ηττηθεί εν όλω ή εν μέρει ή έχει νικήσει με την προσβαλλόμενη απόφαση, και αν στην τελευταία περίπτωση βλάπτεται από τις αιτιολογίες της απόφασης από τις οποίες δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του για άλλη δίκη, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 322, 324 και 325 ΚΠολΔ (ΑΠ 477/2012, ΑΠ 701/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Το πρωτοδικείο με την υπ’ αριθ. 6429/2010 απόφασή του δέχτηκε την από 5-5-2009 αγωγή του αναιρεσίβλητου περί διαζυγίου, λόγω διετούς διάστασης και την από ΙΟ¬Ι 2-2009 αγωγή της αναιρεσείουσας για ισχυρό κλονισμό του γάμου τους από λόγο συνδεόμενο με το πρόσωπο του αναιρεσίβλητου και κήρυξε τη λύση του γάμου. Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε την από 22-11-2010 έφεσή της με την οποία παραπονέθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και δέχτηκε και την αγωγή του αναιρεσίβλητου, ενώ έπρεπε να την απορρίψει.
Το εφετείο με την υπ’αριθ. 4851/2012 απόφασή του^ απέρριψε την άνω έφεση της αναιρεσείουσας ως απαράδεκτη, δεχόμενο, ότι ενόψει του διαπλαστικού αποτελέσματος της λύσης του γάμου των διαδίκων, στο οποίο ως αποκλειστικό αντικείμενο της δίκης κατέληξε η πρωτόδικη απόφαση, δεχόμενη και τη δική της αγωγή, αυτή δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή της. Έτσι που έκρινε το εφετείο και απέρριψε την έφεση, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου, και ως εκ τούτου ο περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, όπως εκτιμάται, δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως εκτιμάται, λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλει ότι το εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, παρά το νόμο κήρυξε ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, την έφεσή της κατά της υπ’ αριθ. 6429/2010 απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που κήρυξε λυμένο το γάμο μεταξύ αυτής και του αναιρεσίβλητου, δεχόμενο τις αγωγές τους, καθόσον αυτή περιείχε αιτιάσεις για τις αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης, που τη θίγουν και δεν την ωφελούν και από τις οποίες προέκυπτε σε βάρος της ουσιαστικό δεδικασμένο βλαπτικό των συμφερόντων της.
Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, ανεξαρτήτως ότι δεν περιέχει σαφή και ορισμένη έκθεση των ιστορικών στοιχείων που τον θεμελιώνουν και συγκεκριμένα ποιες είναι οι αιτιολογίες που τη βλάπτουν και ποιο είναι το ουσιαστικό δεδικασμένο που προκύπτει από αυτές σε βάρος της, για τη λύση του γάμου, σε κάθε περίπτωση, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη του αμέσως ανωτέρω εξεταζομένου λόγου, ενόψει ότι αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου, οι αιτιολογίες της απόφασης για τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης δεν ασκούν καμία δυσμενή επιρροή στις έννομες σχέσεις τους, αφού από τις αιτιολογίες αυτές, που δεν έχουν στοιχεία διατακτικού, δεν παράγεται δεδικασμένο για ζητήματα υπαιτιότητας σε άλλη δίκη μεταξύ τους». (areiospagos.gr)