Του Δημήτρη ΚατσαγάνηRemaining Time-0:00FullscreenMute
Βαρύ παραμένει το μη μισθολογικό κόστος για τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, παρά την μείωση 0,9% από τον περασμένο μήνα, αλλά και τα έκτακτα μέτρα ασφαλιστικής ελάφρυνσης για τις πληττόμενες εταιρείες, λόγω κορονοϊού.
Ειδικά στις δραματικές συνθήκες τις οποίες έχει διαμορφώσει για τη ρευστότητα των επιχειρήσεων η διπλή –υγειονομική (λόγω κορονοϊού) και οικονομική– κρίση, η πληρωμή εισφορών στο 39,6% επί του μικτού μισθού των πλήρως απασχολούμενων μισθωτών αποτελεί σημαντικό αντικίνητρο για τη διατήρηση της απασχόλησης, την αύξηση της κατανάλωσης και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με όσα αναφέρουν στο Capital.gr οι εργοδοτικοί φορείς.
Τα “βάρη” γίνονται ακόμα πιο δυσβάστακτα αν προστεθούν και οι φορολογικές εισφορές: Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν πως φτάνουν έως το 70% του εισοδήματος ενός απασχολούμενου. Ο λόγος για μία αναλογία η οποία είναι από τις πιο υψηλές ανά την Ε.Ε. και δυσκολεύει την προσπάθεια της Ελλάδας να αυξήσει την ανταγωνιστική της θέση και να προσελκύσει επενδύσεις και να τονώσει τις εξαγωγές.
Γι’ αυτό και η κυβέρνηση έχει ήδη καταστήσει σαφές πως παραμένει ως προτεραιότητα η άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, μόλις το επιτρέψουν τα υγειονομικά δεδομένα. Ωστόσο αυτό συνδέεται και με τις αποφάσεις που θα πρέπει να ληφθούν σε επίπεδο Συνόδου Κορυφής για το νέο πακέτο ανάκαμψης. Προς το παρόν η κυβέρνηση δίνει έμφαση στη στήριξη της αγοράς.
Τα δυσανάλογα βάρη σε αριθμούς
Αξίζει να σημειωθεί πως ενώ από τον Μάρτιο η κυβέρνηση έχει εφαρμόσει αλλεπάλληλα πακέτα στήριξης της απασχόλησης και στο κομμάτι που αφορά το μη μισθολογικό κόστος (επιδότηση εισφορών σε εργαζομένους σε αναστολή ή στη “Συν-Εργασία”, απαλλαγή από εργοδοτικές εισφορές για τουριστικές επιχειρήσεις κ.λπ.) το ύψος των ασφαλιστικών κρατήσεων για έναν μισθωτό με σύμβαση πλήρους απασχόλησης εξακολουθεί αντιστοιχεί –για το σύνολο των επιχειρήσεων– σχεδόν στο ύψος ενός μικτού μισθού μερικής απασχόλησης.
Του λόγου το αληθές, ο μέσος μικτός μισθός πλήρους απασχόλησης ανέρχεται, σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις, περίπου στα 1.180 ευρώ. Συνεπώς οι εισφορές που καταβάλλονται γι’ αυτόν ανέρχονται στο ποσό των 467 ευρώ (39,6% Χ 1.180 ευρώ).
Ο μέσος μικτός μισθός, όμως, για ένα μερικώς απασχολούμενο ανέρχεται μόλις σε 401 ευρώ, ενώ ο καθαρός (δηλαδή μετά την αφαίρεση των εργατικών εισφορών 15,3%) σε 339 ευρώ. Έτσι οι εισφορές για έναν πλήρως απασχολούμενο είναι κατά 37% (467 ευρώ έναντι 339 ευρώ) υψηλότερες από τον καθαρό μισθό ενός μερικώς απασχολούμενου και κατά 16% υψηλότερες σε σχέση με το μικτό.
Δεδομένου, ότι ένας μικτός μισθός μερικής απασχόλησης μπορεί να κατέβει ακόμα χαμηλότερα από τα μέσα επίπεδα, π.χ., στα 325 ευρώ μικτά για 4 ώρες απασχόλησης/εβδομάδα σε μηνιαία βάση και στα 275 ευρώ καθαρά, κάθε παραπέρα μείωση των εισφορών, έστω και μόνο για τις συμβάσεις πλήρους απασχόλησης (όπως συνέβη από την 1η Ιουνίου 2020), θα άνοιγε περισσότερο “χώρο” σε πρώτη φάση στη διατήρηση των υφιστάμενων θέσεων απασχόλησης και, σε δεύτερη, στην αύξηση τους και, μάλιστα, χωρίς μείωση μισθών.
Το γεγονός αυτό, καθώς η ελληνική οικονομία, εδώ και τέσσερις μήνες, έχει εισέλθει σε βαθιά ύφεση, προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη –σε σχέση με την κατάσταση που υπήρχε προ κορονο-κρίσης– δυσφορία στις επιχειρήσεις που προσπαθούν να αντέξουν τις πιέσεις της “επόμενης μέρας” που μακριά απέχει από οποιαδήποτε ομαλή “κανονικότητα”. Είναι γι’ αυτό που οι εκπρόσωποι των εργοδοτών ζητούν (όπως φαίνεται και από τις δηλώσεις τους που δημοσιεύει το “Κ”) νέες οριζόντιες και μόνιμες παρεμβάσεις μείωσης του μη μισθολογικού κόστους, γεγονός που πιέζει την κυβέρνηση -όπως φαίνεται από τις πρόσφατες δηλώσεις του ίδιου του πρωθυπουργού, του ΥΠΟΙΚ κλπ- να ετοιμάζεται από Σεπτέμβρη να προβεί σε νέες κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση.
Σχεδιασμοί
Όπως έχουν διαμηνύσει σε όλους τους τόνους αρμόδια κυβερνητικά στελέχη, παραμένει σε ισχύ η προγραμματική δέσμευση περί μείωσης του μη μισθολογικού κόστους κατά 5 μονάδες έως το 2022. Η πρώτη μείωση (0,9%) συντελέστηκε πριν από περίπου έναν μήνα και έτσι εκκρεμεί ακόμα η παραπέρα μείωση κατά λίγο πάνω από 4 μονάδες.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, με δηλώσεις του έχει θέσει σαν πρώτη προτεραιότητα την παραπέρα ελάφρυνση των εργοδοτικών εισφορών. Στην ίδια ρότα έχουν κινηθεί και οι δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών, κ. Χρήστου Σταϊκούρα.
Mιλώντας, επίσης πρόσφατα, σε συνέδριο του ΙΟΒΕ, ο επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού, κ. Αλέξης Πατέλης, έθεσε ως μία εκ των τεσσάρων σημαντικότερων αξόνων της κυβερνητικής πολιτικής από εδώ και στο εξής τις μεταρρυθμίσεις στο εργασιακό. Ανέφερε πως το μεγαλύτερο κόστος παραγωγής είναι το εργασιακό, καθώς οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης αντιπροσωπεύουν το 40% των μισθών. Η δομή, επίσης, των εισφορών είναι “προβληματική” δήλωσε ο ίδιος, καθώς επιβάλλονται εισφορές έως και 10πλάσιες του κατώτατου μισθού, ενώ, σε άλλες χώρες είναι 4πλάσιες ή και λιγότερες. Ο φορολογικός συντελεστής εισοδήματος για ορισμένες κατηγορίες εισοδήματος φτάνει ακόμα το 70%, δήλωσε. Τα κίνητρα στα χαμηλότερα εισοδήματα πρέπει επίσης να αλλάξουν, δήλωσε ο κ. Πατέλης, προκειμένου να μετατραπούν οι “μαύρες” (σ.σ. αδήλωτες) θέσεις εργασίας σε “λευκές” (σ.σ. δηλωμένες) θέσεις απασχόλησης. Τέλος, ο οικονομολόγος σημείωσε πως το εθνικό ποσοστό αποταμίευσης είναι πολύ χαμηλό και γι’ αυτό θα πρέπει να ενισχυθεί ο τρίτος πυλώνας του συνταξιοδοτικού συστήματος, έτσι να διοχετευθούν περισσότερες ελληνικές αποταμιεύσεις σε επενδύσεις.
Τον Σεπτέμβριο οι αποφάσεις
Οι σχετικές κυβερνητικές αποφάσεις έχουν μεταφερθεί για τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, ενώ ανοιχτό παραμένει αν θα εφαρμοστούν στο δ’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους ή από τις αρχές του 2021.
Το βασικό σενάριο, σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr, προβλέπει τη μείωση κατά επιπλέον 1 μονάδα των εισφορών, ενδεχομένως και πάλι του ΟΑΕΔ.
Παράλληλα, εξετάζεται μία πιο ριζική παρέμβαση μέσω θέσπισης ενός ενιαίου ασφαλίστρου υγείας στους μισθωτούς, όπως ισχύει και στους επαγγελματίες, γεγονός που θα οδηγούσε σε μείωση 2%-4% το σύνολο των εισφορών. Παράλληλα, στο τραπέζι έχει πέσει η μείωση του ανώτατου ασφαλιστέου εισοδήματος, π.χ., κατά 50%, κατεβάζοντάς το στα 3.250 ευρώ έναντι 6.500 ευρώ που είναι σήμερα, ελαφρύνοντας τους υπαλλήλους με υψηλά εισοδήματα. Επίσης ανοιχτό παραμένει το ενδεχόμενο επιδότησης των εργοδοτικών εισφορών για τους νέους, μέσω κοινοτικών προγραμμάτων.
Παράλληλα, σχεδιάζεται η θέσπιση έκτακτης ρύθμισης 12-24 δόσεων για την τμηματική εξόφληση των εισφορών των πληττόμενων επιχειρηματιών (Φεβρουαρίου-Μαΐου) που έχουν λάβει 6μηνη παράταση πληρωμής, ενώ δεν αποκλείεται και η θέσπιση νέας “πάγιας ρύθμισης” 24 ή 36 δόσεων, ειδικά καθώς δείχνουν τα στοιχεία των Ταμείων ήδη τον Μάρτιο του 2020 υπήρξε εκτόξευση των ληξιπρόθεσμων χρεών κατά σχεδόν 1 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2019, φτάνοντας στα 36,3 δισ. ευρώ έναντι 35,3 δισ. ευρώ.
Τροχοπέδη, όμως, σε οποιαδήποτε οριζόντια παρέμβαση είναι τα οικονομικά των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία επιδεινώνονται συνεχώς λόγω των αρνητικών συνεπειών της κορονο-κρίσης.
Ποια έκτακτα μέτρα παραμένουν σε ισχύ
Εν αναμονή των επερχόμενων παρεμβάσεων σε σχέση με τις εισφορές, τα 4 βασικά έκτακτα μέτρα τα οποία παραμένουν σε ισχύ είναι τα ακόλουθα :
– Κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών των υπό αναστολή εργαζομένων στις πληττόμενες επιχειρήσεις του τουρισμού, των μεταφορών, του αθλητισμού και του πολιτισμού για τον μήνα Ιούλιο.
– Επιδότηση μόνο των εργοδοτικών εισφορών (σε ποσοστό 60%) για τον χρόνο που δεν εργάζονται που θα εντάσσονται στο πρόγραμμα “Συν-Εργασία” έως τις 15 Οκτωβρίου.
– Κάλυψη (σε ποσοστό 100%) των εργοδοτικών εισφορών των επιχειρήσεων –για το διάστημα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου– με την προϋπόθεση ότι στο γ’ τρίμηνο του 2019 πραγματοποίησαν πάνω από το μισό του ετήσιου τζίρου τους.
– Επιδότηση (σε ποσοστό100%) των εργοδοτικών εισφορών για προσλήψεις εποχικού προσωπικού με συμβάσεις μερικής απασχόλησης.
ΣΕΒ : Η ανάκαμψη προϋποθέτει μείωση των εισφορών*
Για να στραφεί προς την ανάκαμψη, τη στήριξη της απασχόλησης και της παραγωγικής εργασίας και τον παραγωγικό μετασχηματισμό της η Ελλάδα πρέπει να στραφεί σύντομα στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, των ασφαλιστικών εισφορών, εργοδοτών και εργαζομένων, με στόχο το -5% την επόμενη διετία.
Η “φορολογικοασφαλιστική σφήνα”, δηλαδή το τι τελικά κοστίζει στην επιχείρηση συνολικά ο εργαζόμενος και το τι αυτός εισπράττει καθαρά ως διαθέσιμο εισόδημα, στην Ελλάδα είναι αδικαιολόγητα υψηλή:
– Μειώνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων που είναι εκτεθειμένες στον διεθνή ανταγωνισμό.
– Δυσχεραίνει τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας.
– “Τιμωρεί” και την παραγωγική εργασία των οικογενειών με παιδιά. Οικογένεια με 2 παιδιά και 2 εργαζόμενους που ο ένας λαμβάνει το μέσο μισθό κι ο άλλος το 67% αυτού, η “φοροασφαλιστική σφήνα” ανέρχεται στο 38,4%, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 30,8%. Χαμηλότερα από την Ελλάδα είναι η Πορτογαλία (35,5%), η Ισπανία (36,3%), και μακριά η Ιρλανδία (24,7%).
– Τροφοδοτεί το brain drain. Η “σφήνα” γίνεται ακόμη μεγαλύτερη για στελέχη και ειδικευμένη εργασία που αμείβεται πάνω από τον μέσο μισθό. Αυτό πρέπει να διορθωθεί.
* Τοποθέτηση Χρήστου Α. Ιωάννου, Διευθυντή του Τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας του ΣΕΒ
ΓΣΕΒΕΕ: Το μη μισθολογικό κόστος είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε.
Είναι γνωστό ότι το ονομαστικό ύψος του μη μισθολογικού κόστους ως ποσοστό επί του συνολικού κόστους εργασίας είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς αντιστοιχεί περίπου στο 40% του μισθού που λαμβάνει ένας εργαζόμενος. Διαχρονικά έχει επισημανθεί ότι αποτελεί για τους εργοδότες ένα σημαντικό αντικίνητρο προκειμένου να προχωρήσουν σε αύξηση του προσωπικού τους.
Στην τρέχουσα συγκυρία όπου βιώνουμε τις δραματικές συνέπειες της υγειονομικής κρίσης στην οικονομία, κύριος στόχος θα πρέπει να είναι η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε ότι η οριζόντια επιδότηση του μη μισθολογικού κόστους των εργαζομένων θα αποτελέσει, εφόσον υιοθετηθεί, τον πιο αποτελεσματικό τρόπο επίτευξης του στόχου αυτού.
Δυστυχώς τα μέχρι σήμερα μέτρα δεν απαντάνε σε αυτό το ζητούμενο. Το πρόγραμμα “Συν-Εργασία” δεν είναι σχεδιασμένο πάνω σε αυτή την λογική. Παρουσιάζει δομικές αδυναμίες. Δεν λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας που αποτελείται στη συντριπτική της πλειοψηφία από μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, ενώ εντείνει και την υφεσιακή εκδήλωση της υγειονομικής κρίσης καθώς προϋποθέτει τη μείωση του χρόνου εργασίας, άρα τη μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων και κατ’ επέκταση την μείωση της ζήτησης.
ΕΣΕΕ : Περισσότερο από ποτέ απαραίτητη η μόνιμη μείωση των εργοδοτικών εισφορών
Η πανδημία αναδεικνύει εμφατικά πολλές από τις στρεβλώσεις και τα βάρη που δυσανάλογα σηκώνουν οι ελληνικές ΜμΕ,συγκριτικά με τις ανταγωνίστριές τους στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης.
Η εκ των προτέρων προγραμματισμένη μικρή μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,9% που έγινε από την πρώτη Ιουνίου δεν ανταποκρίνεται στις έκτακτες ανάγκες της αγοράς. Ο προγραμματισμός της κυβέρνησης που προβλέπει συνολική μείωση εργοδοτικών εισφορών έως 5 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το 2022 θα πρέπει να διευρυνθεί. Είναι απαραίτητη τη νέα μετάθεση, από τον Σεπτέμβριο στο τέλος του έτους, της καταβολής των βεβαιωμένων ασφαλιστικών υποχρεώσεων για το διάστημα που οι επιχειρήσεις έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους ή υπολειτουργούν. Δεύτερον, το κράτος θα πρέπει να καλύψει για το υπόλοιπο της χρονιάς τουλάχιστον το 50% των εργοδοτικών εισφορών των επιχειρήσεων που κατά τη διάρκεια της κρίσης είτε έκλεισαν με απόφαση του κράτους είτε επλήγησαν, αλλά παρ’ όλα αυτά στήριξαν την απασχόληση.