Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, έχει υποσχεθεί επανειλημμένως, πως η Τράπεζα θα κάνει «ό,τι χρειαστεί» προκειμένου να στηρίξει τις οικονομίες της Ευρωζώνης. Μέχρι στιγμής το έχει αποδείξει μέσω του προγράμματος αγοράς ομολόγων, το οποίο και παρέτεινε τον προηγούμενο μήνα σε χρόνο και σε εμβέλεια. Μολονότι στο ζενίθ της πανδημικής κρίσης, τα μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ συμφώνησαν για τη συνέχιση της ποσοτικής χαλάρωσης στη Ζώνη του Ευρώ, τώρα φαίνεται πως έχουν αρχίσει να χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα.
Σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το Bloomberg, ορισμένα από τα μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου έχουν αρχίσει να αμφισβητούν την πολιτική της ΕΚΤ για μεγαλύτερη στήριξη προς τις χώρες που επλήγησαν σοβαρότερα από την πανδημία, όπως για παράδειγμα η Ιταλία. Αλλα μέλη, βέβαια, στηρίζουν πιστά την πολιτική της ΕΚΤ.
Στο επίκεντρο της διαφωνίας βρίσκεται η τεράστια ευελιξία του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, που επέτρεψε στην ΕΚΤ εν μέσω της πανδημίας να αποκλίνει από τη θεμελιώδη αρχή της κλείδας κατανομής κεφαλαίου (capital key). Βάσει αυτού του κανόνα, η αγορά ομολόγων από την κεντρική τράπεζα είναι ανάλογη με το μέγεθος της εκάστοτε οικονομίας. Δεδομένου όμως του οικονομικού αντικτύπου της πανδημίας σε ορισμένες οικονομίες της Ευρωζώνης, η Λαγκάρντ υποσχέθηκε πως «δεν θα υπάρξουν όρια» και η ΕΚΤ προχώρησε σε μεγαλύτερη από το καθορισμένο αγορά ομολόγων στην Ιταλία, όπου οι αποδόσεις είχαν αρχίσει να αυξάνονται επικίνδυνα.
Ο διχασμός αυτός εντός του εκτελεστικού συμβουλίου έχει λάβει υπόσταση μέσω των δηλώσεων του Γερμανού Γενς Βάιντμαν και του Γαλλου Φρανσουά Βιλρουά ντε Γκαλό, των κεντρικών τραπεζιτών στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης. Οι δύο άνδρες έχουν εκφράσει ανοιχτά τις απόψεις τους και, όπως επιβεβαιώνουν πηγές του Bloomberg, έχουν βρει υποστηρικτές μέσα στο εκτελεστικό συμβούλιο.
Αφενός ο Βάιντμαν έχει τονίσει πως θα έπρεπε να τεθούν κάποια όρια στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Υποστηρίζει ότι θα έπρεπε είτε να είναι προσωρινό είτε να ακολουθεί τους καθιερωμένους κανόνες, για παράδειγμα το capital key. «Ευέλικτο δεν σημαίνει απεριόριστο», τόνισε σχετικά ο Βάιντμαν σε ομιλία του τον προηγούμενο μήνα. «Για μένα είναι σημαντικό να μην τίθενται εσφαλμένα κίνητρα στη δημοσιονομική διαχείριση από τη νομισματική πολιτική.
Σε αυτό το πλαίσιο, το capital key προσφέρει στην ΕΚΤ μία συνετή κατευθυντήρια γραμμή για την έκταση του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων», είχε υπογραμμίσει ο Βάιντμαν, ο οποίος συμφώνησε στην παράταση του προγράμματος εξαιτίας της τεράστιας εμβέλειας της πανδημικής κρίσης.
Αντιθέτως, ο κεντρικός τραπεζίτης της Γαλλίας, Φρανσουά Βιλρουά ντε Γκαλό, είχε τονίσει στο τέλος του Μαΐου ότι «η προσκόλληση στο capital key όσον αφορά το ύψος των αγορών για κάθε χώρα θα ήταν ένας αδικαιολόγητος περιορισμός, ο οποίος θα υπονόμευε την αποδοτικότητα των προσπαθειών μας».
Ο ίδιος είχε συμπληρώσει ότι ορισμένες κεντρικές τράπεζες των χωρών της Ευρωζώνης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβούν σε πολύ μεγαλύτερες αγορές. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τον πρώτο κύκλο αγορών στις αρχές Ιουνίου, το μερίδιο της Γαλλίας μειώθηκε κατά περίπου 10 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ο διχασμός αυτός δεν έχει προκαλέσει ακόμα σοβαρές τριβές στα ανώτερα κλιμάκια της Τράπεζας, αλλά στην περίπτωση που παγιωθεί, θα μπορούσε να αναστατώσει τις ευρωπαϊκές αγορές και ενδεχομένως να επιβραδύνει την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Τέλος στη νομική διαμάχη
Το τέλος της νομικής αντιπαράθεσης μεταξύ ΕΚΤ και Γερμανίας σχετικά με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων του 2015 σήμανε αυτή την εβδομάδα το γερμανικό κοινοβούλιο. Οι Γερμανοί βουλευτές, αφότου εξέτασαν τα σχετικά έγγραφα που απέστειλε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επιβεβαίωσαν τη νομιμότητα του προγράμματος και την αρμοδιότητα της τράπεζας.
Οι προστριβές οφείλονταν στην απόφαση του δικαστηρίου της Καρλσρούης, στις αρχές Μαΐου, η οποία αμφισβητούσε την αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τις μαζικές αγορές κρατικών ομολόγων ύψους 2,2 τρισεκατομμυρίων ευρώ. Το ανώτατο γερμανικό δικαστήριο απαιτούσε από την ΕΚΤ να δώσει εντός τριών μηνών εξηγήσεις για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, διαφορετικά θα προχωρούσαν οι διαδικασίες για αποχώρηση της Bundesbank από το πρόγραμμα. Μολονότι η εν λόγω προθεσμία εξέπνεε στις αρχές Αυγούστου, η ΕΚΤ δήλωσε αποφασισμένη να καταρρίψει τις αμφιβολίες και υπέβαλε τα σχετικά αποδεικτικά και τα επιχειρήματα των στελεχών της τράπεζας νωρίτερα, ώστε να επιλυθεί όσο το δυνατόν συντομότερα η διαμάχη. Εξάλλου, η απόφαση του δικαστηρίου της Καρλσρούης απειλούσε την ενότητα της Ευρωζώνης, με την αποχώρηση της μεγαλύτερης οικονομίας του μπλοκ από το πρόγραμμα.
Το γερμανικό κοινοβούλιο ανακοίνωσε πως ολοκλήρωσε τον έλεγχο αναλογικότητας του προγράμματος, το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις που έθεσε το συνταγματικό δικαστήριο. Συνεπώς, η ψήφος του κοινοβουλίου ουσιαστικά σημαίνει πως η Bundesbank θα μπορέσει να παραμείνει στο πρόγραμμα της ΕΚΤ.