ΑΠΟΦΑΣΗ
Voica κατά Ρουμανία της 07.07.2020 (αρ. προσφ. 9256/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επιμέλεια και κατοικία παιδιού. Βέλτιστο συμφέρον παιδιών.
Η προσφεύγουσα μετοίκησε με τα παιδιά της στην Ρουμανία παρόλο που ο τόπος κατοικίας τους και του πρώην συζύγου με τον οποίο ασκούσε από κοινού την επιμέλεια, ήταν η Γαλλία. Τα εγχώρια Δικαστήρια διέταξαν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση την επιστροφή των παιδιών στην Γαλλία. Άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του δικαιώματος της στην οικογενειακή ζωή.
Το Στρασβούργο έκρινε ότι η απόφαση επιστροφής των παιδιών στον μόνιμο τόπο κατοικίας τους ήταν σύμφωνη με τον νόμο δηλαδή την Σύμβαση της Χάγης και τον Γαλλικό αστικό Κώδικα.
Επίσης το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η απόφαση των εγχώριων Δικαστηρίων για επιστροφή των παιδιών στην Γαλλία βασίστηκε σε πραγματικά περιστατικά ήτοι τους ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς που διατηρούσαν τα παιδιά με την Γαλλία, και στο γεγονός ότι μόνο με την παραμονή τους στην Γαλλία θα εξασφαλίζονταν το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα. Κατά συνέπεια έκρινε ότι η παρέμβαση που ασκήθηκε ήταν απαραίτητη σε μία δημοκρατική κοινωνία. Δεν διαπιστώθηκε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής της προσφεύγουσας μητέρας (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα Alexandra-Livia Voica είναι υπήκοος Γαλλίας και Ρουμανίας η οποία γεννήθηκε το 1982 και ζει στο Βουκουρέστι.
Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία της προσφεύγουσας σχετικά με αποφάσεις δικαστηρίων της Ρουμανίας οι οποίες έθεταν τα παιδία της υπό κοινή επιμέλεια στη Γαλλία.
Τον Σεπτέμβριο του 2016, ένα γαλλικό δικαστήριο χορήγησε στην προσφεύγουσα και τον πρώην σύζυγό της Χ. την άσκηση της επιμέλειας των δύο παιδιών τους από κοινού. Καθόρισε την κατοικία των παιδιών στην οικία της προσφεύγουσας, που εκείνη την εποχή ήταν στη Γαλλία, ενώ στον πρώην σύζυγο χορηγήθηκε δικαίωμα επικοινωνίας.
Το 2017 η προσφεύγουσα μετακόμισε στη Ρουμανία με τα παιδιά λόγω εργασίας και στη συνέχεια ο Χ. ξεκίνησε διαδικασία για την επιστροφή των παιδιών βάσει της Σύμβασης της Χάγης, καταθέτοντας αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο του Βουκουρεστίου τον Μάρτιο του 2018, το οποίο έκανε δεκτή την αγωγή του.
Μεταξύ άλλων, διαπίστωσε ότι η συνήθης κατοικία των παιδιών ήταν στη Γαλλία και ότι οι γονείς ασκούσαν την επιμέλεια από κοινού.
Σύμφωνα με τη γαλλική νομοθεσία, η κατοικία των παιδιών θα μπορούσε να αλλάξει εάν και οι δύο γονείς συμφωνούσαν ή, εάν δεν υπήρχε τέτοια συμφωνία, με δικαστική απόφαση.
Το δικαστήριο εξέτασε επίσης τις αποφάσεις του γαλλικού δικαστηρίου σχετικά με τη επιμέλεια στην υπόθεση και εξέτασε τη φερόμενη βίαιη συμπεριφορά από τον Χ. αλλά διαπίστωσε ότι δεν αποτελεί εξαίρεση «σοβαρού κινδύνου», η οποία θα παρεμπόδιζε την επιστροφή των παιδιών σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης. Η απόφαση του Επαρχιακού δικαστηρίου επικυρώθηκε από το Εφετείο τον Αύγουστο του 2018. Τα δικαστήρια απέρριψαν επίσης τις ενστάσεις της προσφεύγουσας για την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής.
Τον Οκτώβριο του 2019, το Εφετείο του Παρισιού απέρριψε έφεση της προσφεύγουσας κατά της αρχικής απόφασης κοινής επιμέλειας του Σεπτεμβρίου 2016. Επίσης αναγνώρισε για κατοικία των παιδιών την οικία του πατέρα στη Γαλλία και παραχώρησε στην προσφεύγουσα δικαίωμα επικοινωνίας μόνο σε αυτήν τη χώρα. Οι γονείς όφειλαν να λαμβάνουν ο ένας την έγκριση του άλλου πριν μεταφέρει κάποιος από τους δύο τα παιδιά στο εξωτερικό.
Η προσφεύγουσα διατύπωσε καταγγελίες σχετικά με τις ρουμανικές δικαστικές αποφάσεις στην υπόθεσή της, βάσει διαφόρων άρθρων της Σύμβασης. Το Δικαστήριο τις εξέτασε βάσει του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής).
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο έκρινε ειδικότερα ότι, στον τομέα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 8 στα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως των απαιτήσεων της Σύμβασης της Χάγης και εκείνων της Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού της 20ής Νοεμβρίου 1989, και των σχετικών κανόνων και αρχών του διεθνούς δικαίου που εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, τα συμφέροντά τους πρέπει να είναι υψίστης σημασίας.
Όσον αφορά τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η απόφαση της 30ής Απριλίου 2018, με την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο διέταξε την επιστροφή των παιδιών της προσφεύγουσας στη Γαλλία, αποτελούσε παρέμβαση στο δικαίωμά της σεβασμού της οικογενειακής της ζωής. Εκείνη την περίοδο τα παιδιά ζούσαν με την προσφεύγουσα, η οποία ασκούσε την επιμέλεια από κοινού με τον πατέρα τους Χ. Η επίμαχη απόφαση επικυρώθηκε από το Εφετείο του Βουκουρεστίου στις 9 Αυγούστου 2018.
Απομένει να καθοριστεί αν η παρέμβαση ήταν «σύμφωνα με το νόμο», επιδίωκε έναν ή περισσότερους νόμιμους στόχους και «ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η παρέμβαση προβλέπονταν από τον νόμο, δηλαδή από τα άρθρα 3 και 12 της Σύμβασης της Χάγης, όπως επικυρώθηκε από το καθ’ ού κράτος με το νόμο αριθ. 100/1992.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε υπό την επιδίωξη του νόμιμου στόχου της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των παιδιών, σκοπός που συνάδει με την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 § 2 της Σύμβασης.
Τέλος, το Δικαστήριο εξέτασε εάν η εν λόγω παρέμβαση ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» κατά την έννοια του άρθρου 8 § 2 της Σύμβασης. Το πρώτο στοιχείο της καταγγελίας της προσφεύγουσας ήταν ο τρόπος με τον οποίο το Επαρχιακό Δικαστήριο αξιολόγησε το εύρος των γονικών της δικαιωμάτων, ιδίως το δικαίωμα μετεγκατάστασης των παιδιών. Η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τα πορίσματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι είχε το δικαίωμα να μετακομίσει στη Ρουμανία με τα παιδιά, καθώς η κατοικία τους είχε αποδειχθεί ότι ήταν η δική της και είχε ενημερώσει τον Χ. για αλλαγή της κατοικίας. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η έννοια του δικαιώματος επιμέλειας κατά την έννοια της Σύμβασης της Χάγης, έχει αυτόνομη έννοια, δεδομένου ότι πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα Κράτη Μέρη της Σύμβασης και μπορεί να ορίζεται διαφορετικά στα διάφορα νομικά τους συστήματα.
Στην παρούσα υπόθεση, πέραν της κοινής άσκησης της επιμέλειας, τα γαλλικά δικαστήρια αναγνώρισαν στον X. δικαίωμα επικοινωνίας με τα παιδιά, καθώς και δικαίωμα διαβούλευσης σε θέματα που αφορούν την ευημερία τους. Το εθνικό δικαστήριο εξέτασε λεπτομερώς την υπόθεση βάσει της Σύμβασης της Χάγης και διαπίστωσε ότι τα παιδιά έπρεπε να επιστρέψουν στη Γαλλία. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν χρειάζεται να απομακρυνθεί εν προκειμένω από τα πορίσματα που κατέληξε το εγχώριο δικαστήριο με την απόφασή του της 30ής Απριλίου 2018.
Το γεγονός ότι στις 21 Νοεμβρίου 2017 το Εφετείο του Παρισιού απέρριψε το αίτημα που υπέβαλε ο Χ. για την επιστροφή των παιδιών δεν μεταβάλλει αυτό το συμπέρασμα, στο μέτρο που οι διαδικασίες αυτές δεν κινήθηκαν βάσει των διατάξεων της Σύμβασης της Χάγης, αλλά αφορούσαν την ανάθεση της επιμέλειας κατά την έννοια του γαλλικού δικαίου και τον καθορισμό της κατοικίας των παιδιών. Για το λόγο αυτό δεν εμπίπτουν στο πεδίο της τρέχουσας εξέτασης.
Επιπλέον, από τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας προέκυψε επίσης ότι γνώριζε όταν πήρε την απόφαση να μετακομίσει στη Ρουμανία με τα παιδιά ότι δεν μπορούσε να το κάνει χωρίς τη συγκατάθεση του πατέρα ή με δικαστική απόφαση.
Επομένως, δεν υπήρξε αμφιβολία ότι η απομάκρυνση των παιδιών από τη Γαλλία, η οποία εμπόδισε την πιθανή άσκηση από τον πατέρα του δικαιώματος επικοινωνίας που του είχε αναγνωρισθεί, ήταν παράνομη για τους σκοπούς της Σύμβασης της Χάγης.
Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέτασε ολόκληρο το οικογενειακό πλαίσιο, συμπεριλαμβανομένων των ισχυρισμών για βία που διαπράχθηκε από τον πατέρα. Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέτασε την εξέλιξη της κατάστασης των παιδιών από τη μετεγκατάστασή τους στη Ρουμανία και έλαβε υπόψη το γεγονός ότι εντάχθηκαν στο νέο τους περιβάλλον. Από την άποψη αυτή, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να σημειώσει ότι σε όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στη Ρουμανία, τα παιδιά διατηρούσαν επαφή με τη Γαλλία και τη γαλλική κουλτούρα, η οποία παρέμεινε παρούσα ακόμη και στο νέο τους περιβάλλον. Συγκεκριμένα, συνέχισαν την εκπαίδευσή τους στα γαλλικά και, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας επισκέφθηκαν τη Γαλλία δύο φορές από τη μετεγκατάσταση τους στη Ρουμανία. Αρχικά με τον πατέρα τους και στη συνέχεια με την προσφεύγουσα. Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι η διαμονή της προσφεύγουσας στη Ρουμανία ήταν μόνο προσωρινή και όχι μόνιμη.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι εκτός από την ένταξή τους στο νέο περιβάλλον τους στη Ρουμανία, τα παιδιά συνέχισαν να παραμένουν συνδεδεμένα με τη Γαλλία. Αυτό το γεγονός θα διευκόλυνε την επιστροφή τους στο συνηθισμένο περιβάλλον τους στη συγκεκριμένη χώρα. Το Δικαστήριο είναι συνεπώς ικανοποιημένο ότι η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου, αν και σύντομη, έλαβε σοβαρά υπόψη της το καλύτερο συμφέρον των παιδιών.
Συνοπτικά, το Δικαστήριο δεν βρίσκει καμία ένδειξη αυθαιρεσίας με τον τρόπο με τον οποίο το Ρουμανικό Δικαστήριο αξιολόγησε τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας.
Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ερμηνεία και η εφαρμογή από τα εθνικά δικαστήρια των διατάξεων της Σύμβασης της Χάγης και του Κανονισμού των Βρυξελλών ήταν επαρκείς για την εξασφάλιση των εγγυήσεων του άρθρου 8 της Σύμβασης και ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας για σεβασμό της οικογενειακής της ζωής ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» κατά την έννοια του άρθρου 8 § 2 της Σύμβασης.
Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης (επιμέλεια echrcaselaw.com).