Οι εργαζόμενοι μαθητευόμενοι που έχουν προσληφθεί με συμβάσεις μαθητείας, ακόμη και αν παρέχουν εξαρτημένη εργασία που εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα, στον οποίο τοποθετήθηκαν, δεν μπορούν ούτε κατ’ εξαίρεση να χαρακτηρισθούν οι συμβάσεις τους ως συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια οι εργαζόμενοι αυτοί, ακόμη και αν στην πραγματικότητα προσέφεραν εξαρτημένη εργασία για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών, οφείλουν να περιορισθούν στις αποδοχές της σύμβασης, με την οποία προσλήφθηκαν.
Αυτό αποφάσισε ο Άρειος Πάγος (Β1 Πολιτικό Τμήμα) επικυρώνοντας απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, απορρίπτοντας αναίρεση συμβασιούχων του ΟΑΕΔ με συμβάσεις δεκαοκτάμηνης διάρκειας, που καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτών και του εναγομένου Οργανισμού, οι οποίοι απασχολήθηκαν σε υπηρεσίες του, στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, με διάφορες ειδικότητες που αναφέρονται στην αγωγή τους. Οι αρχικές συμβάσεις τους (το 2007) παρατάθηκαν διαδοχικά, με ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μέχρι τα έτη 2009 και 2010. Οι συμβασιούχοι υποστήριζαν ότι οι συμβάσεις τους στην πραγματικότητα δεν αφορούσαν την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ούτε συνιστούσαν γνήσιες συμβάσεις μαθητείας όπως καταρτίστηκαν αλλά έφεραν τα χαρακτηριστικά για καθένα απ’ αυτούς της μιας και ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου δεδομένου ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα προσέφεραν εξαρτημένη εργασία και εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί ο ΟΑΕΔ να τους καταβάλει με το νόμιμο τόκο κατά τις εκεί διακρίσεις, που αντιστοιχούν στις διαφορές μεταξύ αφενός των μεγαλύτερων αποδοχών για μισθούς και επιδόματα εορτών και άδειας, που έπρεπε να είχε καταβάλει για το χρονικό διάστημα της απασχόλησής τους, σύμφωνα με τις αντιστοίχως ισχύουσες διατάξεις του μισθολογίου των υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης και αφετέρου των αποδοχών που πράγματι τους κατέβαλε, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης μαθητείας που είχαν καταρτίσει. Τις αποδοχές αυτές ζήτησαν με βάση τη σύμβαση εργασίας και τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού..
ADVERTISEMENT
Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, «σε κάθε περίπτωση ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου, μαθητείας ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση, από την απαγόρευση δε της μετατροπής από το νόμο των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, που θεσπίζεται με το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος, δεν συνάγεται και απαγόρευση της αναγνώρισης του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, η οποία δεν αποτελεί «μετατροπή», αλλά ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία».
Σημεία του σκεπτικού της απόφασης (514/2020)
– Στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου, η οποία υφίσταται όταν ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παράλληλα την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, η εκμάθηση τέχνης εκ μέρους του επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της σύμβασης και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη.
– Συνεπώς, επί της σύμβασης αυτής εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της σύμβασης αυτής είναι η παροχή εκ μέρους του μαθητευόμενου εργασίας, έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος, σύμφωνα µε τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη (ΑΠ 918/2017, ΑΠ 780/2017).
– Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ.8 του Συντάγματος, που άρχισαν να ισχύουν από 17-4-2001 και προσέδωσαν συνταγματικό κύρος σε προηγηθείσες ρυθμίσεις του κοινού νομοθέτη (άρθρο 21 του ν. 2190/1994), το προσωπικό που προσλαμβάνεται από το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή από νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένης χρονικής διάρκειας (και κατά μείζονα λόγο με σύμβαση έργου), δεν είναι δυνατόν στη συνέχεια, χωρίς να υποβληθεί σε κάποια άλλη, νόμιμη διαδικασία, ούτε να εξακολουθήσει να υπηρετεί σε οργανική θέση δημοσίου δικαίου (να «μονιμοποιηθεί») ούτε να αποκτήσει σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (κατά «μετατροπή» της αρχικής σύμβασης ορισμένου χρόνου). Αυτά ισχύουν ακόμη και αν το προσωπικό αυτό μόνο κατ’ επίφαση είχε προσληφθεί για την κάλυψη απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών (για την οποία και μόνο επιτρέπεται η κατάρτιση συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου), ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετούσε πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας του φορέα, από τον οποίο είχε προσληφθεί.
– Παρά ταύτα, στο άρθρο 2 παρ. 2 του π.δ. 164/2004 ορίσθηκε ρητώς ότι το εν λόγω διάταγμα δεν εφαρμόζεται α) στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και τη σύμβαση ή σχέση μαθητείας, β) στις συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον ΟΑΕΔ και γ) στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης των άρθρων 20 έως 26 του ν. 2956/2001 (τα τελευταία καταργήθηκαν με το άρθρο 133 παρ. 2 του ν. 4052/2012). Πράγμα που σημαίνει ότι οι συμβάσεις μαθητείας, ακόμη και αν κατά την εκτέλεσή τους παρέχεται εξαρτημένη εργασία που εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα, στον οποίο τοποθετήθηκαν οι μαθητευόμενοι, δεν μπορούν ούτε κατ’ εξαίρεση να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Ενόψει, λοιπόν, των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και της, κατά τα προεκτιθέμενα, προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του ν. 2112/1920, ούτε κατ` επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή μετά την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 (ΟλΑΠ19 και 20/2007)..
– Oι εργαζόμενοι αυτοί, ακόμη και αν στην πραγματικότητα προσέφεραν εξαρτημένη εργασία για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών (διότι, όπως αναφέρθηκε, αυτό συνιστά προϋπόθεση της κατάταξης), οφείλουν να περιορισθούν στις αποδοχές της σύμβασης, με την οποία προσλήφθηκαν. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισονομίας και της ίσης αμοιβής για την παροχή της ίδιας εργασίας, διότι η εφαρμογή των αρχών αυτών προϋποθέτει εργαζομένους της ίδιας κατηγορίας.
– Έτσι, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που οι εργαζόμενοι αυτοί απασχολήθηκαν βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας, δεν δικαιούνται τις διαφορές των νομίμων αποδοχών του χρονικού αυτού διαστήματος ούτε με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης (άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος). Κατά μείζονα λόγο αυτό ισχύει στις περιπτώσεις των συμβάσεων επαγγελματικής κατάρτισης ή μαθητείας.
– Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτές τις αγωγές τους αλλά στη συνέχεια το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, έκρινε ότι η ένδικη αγωγή είναι μη νόμιμη ως προς την κυρία βάση της, αυτή εκ της συμβάσεως εργασίας. Αιτιολογώντας την κρίση αυτή, το Εφετείο έκρινε ότι οι συμβάσεις, που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, ήταν συμβάσεις απόκτησης εργασιακής εμπειρίας στα πλαίσια σχετικού προγράμματος του εναγομένου ΟΑΕΔ και αποτελούν, γνήσιες συμβάσεις μαθητείας, για τις οποίες δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση και για τις οποίες δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές κλπ, οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας, που δεν αποτελεί προέχον στοιχείο στη γνήσια σύμβαση μαθητείας και επομένως δεν δικαιούνται αποδοχές επιπλέον εκείνων που καθορίστηκαν με τη σύμβαση μαθητείας και τις αντίστοιχες ειδικές διατάξεις, όπως ζητούν, με την ως άνω βάση, εκ της συμβάσεως εργασίας, της αγωγής τους. Ότι, εξάλλου, οι επίδικες συμβάσεις έχουν καταρτισθεί υπό την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος και 21 του ν. 2190/1994 και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης, ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ακόμη και στην περίπτωση που κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, διότι το εναγόμενο ΝΠΔΔ, στο οποίο προσέφεραν τις υπηρεσίες τους οι ενάγοντες, ως εμπίπτον στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω νόμου, δεν έχει πλέον τη νομική δυνατότητα να συνάπτει συμβάσεις αορίστου χρόνου, χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου αυτού και συγκεκριμένα κατά παρέκκλιση της θεσπιζόμενης από το νόμο αξιοκρατικής διαδικασίας επιλογής προσωπικού από την ανεξάρτητη αρχή του ΑΣΕΠ ούτε είναι δυνατή η εφαρμογή σ’ αυτές της διάταξης του άρθρου 8 του ν.2112/1920.
– Ακόμη, οι εν λόγω συμβάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν, ούτε κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθόσον έχουν συναφθεί μετά την έναρξη ισχύος του π.δ. 164/2004 (19-7-2004), το οποίο, κατά ρητή επιταγή του, δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις μαθητείας και με το οποίο προσαρμόσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς την Κοινοτική Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της ΕΕ, προβλέπει δε στο άρθρο 11 αυτού συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τη μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, περίσταση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Ότι, συνεπώς, οι ενάγοντες δεν δικαιούνται, τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, αφού δεν συνδέονταν με το εναγόμενο με έγκυρες συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά μόνον εκείνες που καθορίστηκαν με τις καταρτισθείσες συμβάσεις μαθητείας και τις συναφείς ειδικές διατάξεις.