ΑΠΟΦΑΣΗ
Ilya Lyapin κατά Ρωσίας της 30.06.2020 (αρ. προσφ. 70879/11)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αδιαφορία πατέρα για παιδί για 8 χρόνια και καμία απολύτως επικοινωνία για 7 χρόνια. Σεβασμός οικογενειακής ζωής και αφαίρεση γονικής μέριμνας από πατέρα.
Ο προσφεύγων πατέρας είχε αποχωρήσει με δική του πρωτοβουλία από τη ζωή του παιδιού του για 8 χρόνια και άφησε το παιδί να προσαρμοστεί με τον νέο σύζυγό της μητέρας του, τον οποίον πλέον θεωρούσε ως αληθινό πατέρα του, και αργότερα υιοθετήθηκε από αυτόν.
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, η ηθελημένη αδράνεια του ίδιου του προσφεύγοντος είχε οδηγήσει στη διακοπή των δεσμών μεταξύ αυτού και του παιδιού του που δεν τον αναγνώριζε καν. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν πραγματοποιήσει λεπτομερή και προσεκτικά ισορροπημένη αξιολόγηση της όλης κατάστασης και των αναγκών του παιδιού, με βάση τα στοιχεία που προσκομίστηκαν. Είχαν εξετάσει διεξοδικά τα σχετικά γεγονότα και έλαβαν δεόντως υπόψη το συμφέρον του παιδιού. Τα εθνικά δικαστήρια, είχαν παράσχει «σχετική και επαρκή» αιτιολογία στις αποφάσεις τους, οι οποίες ενέπιπταν στη διακριτική τους ευχέρεια.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Ilya Viktorovich Lyapin, είναι Ρώσος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1980 και ζει στο Arkhangelsk.
Η υπόθεση αφορούσε την αφαίρεση της γονικής μέριμνας του παιδιού από τον πατέρα του. Τον Μάιο του 2011, ένα περιφερειακό δικαστήριο αφαίρεσε τη γονική μέριμνα του προσφεύγοντος επί του γιου του V., ο οποίος γεννήθηκε το 2001. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχε ζήσει με τον V. από τον Απρίλιο του 2003, όταν είχε χωρίσει με την πρώην σύζυγο, A.K , ότι δεν είχε συμμετάσχει στην ανατροφή του από το 2004 και ότι αυτός περιστασιακά μόνο παρείχε στο γιό του οικονομική υποστήριξη.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ προσφεύγοντος και παιδιού είχαν απωλεσθεί και ότι το αγόρι, θεωρούσε ένα τρίτο άτομο, το νέο σύζυγο της πρώην συζύγου του, ως πατέρα του. Υπό τις συνθήκες αυτές, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι ήταν προς το συμφέρον του παιδιού να αφαιρέσει από τον προσφεύγοντα τη γονική μέριμνα και να αφήσει το αγόρι στην αποκλειστική γονική μέριμνα της μητέρας του.
Ο προσφεύγων άσκησε ένδικα μέσα κατά της απόφασης του δικαστηρίου, αλλά χωρίς επιτυχία.
Βασιζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), ο προσφεύγων κατήγγειλε την αυθαίρετη αφαίρεση της γονικής μέριμνας επί του γιου του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Η στέρηση ενός ατόμου από την άσκηση της γονικής μέριμνας ήταν ένα ιδιαίτερα σκληρό μέτρο που αποστερούσε το γονέα από την οικογενειακή ζωή του παιδιού του και ήταν ασυμβίβαστο με το στόχο της δημιουργίας δεσμού μεταξύ τους. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να υπάρχουν οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ παιδιών και γονέων, που πραγματικά τα φροντίζουν. Κατά το ΕΔΔΑ, αν είχε περάσει ένα σημαντικό χρονικό διάστημα που το παιδί είχε ζήσει μόνο με έναν από τους φυσικούς γονείς του, το συμφέρον του παιδιού να μην αλλάξει ξανά η de facto οικογενειακή κατάστασή του, θα μπορούσε να υπερισχύσει του συμφέροντος του γονέα να αποκαταστήσει την οικογενειακή του ζωή με το παιδί του.
Αν και το παιδί είχε περάσει τα πρώτα δύο χρόνια ζωής με τον προσφεύγοντα, τη στιγμή που είχε ληφθεί η απόφαση αφαίρεσης της γονικής μέριμνας, δεν είχε ζήσει με το παιδί για οκτώ χρόνια και δεν είχε επαφή μαζί του για επτά από αυτά. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο προσφεύγων δεν είχε κάνει καμία προσπάθεια να έχει επικοινωνία με τον γιο του και να ξαναρχίσει την επαφή μαζί του. Το Δικαστήριο δεν έκρινε καμία από τις εξηγήσεις του ως πειστική.
Ο προσφεύγων είχε αποχωρήσει με επιθυμία του και με δική του πρωτοβουλία από τη ζωή του παιδιού του και άφησε το παιδί να προσαρμοστεί με τον νέο σύζυγό της μητέρας του. Επίσης δεν κατέστη σαφές γιατί αυτή η περίοδος «προσαρμογής» χρειάστηκε να διαρκέσει επτά χρόνια. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ο προσφεύγων θα μπορούσε και θα έπρεπε να είχε συνειδητοποιήσει ότι μία τόσο μακρόχρονη και πλήρη απομάκρυνση από τον γιο του – εν μέρει καθοριστική, δεδομένης της μικρής ηλικίας του τελευταίου κατά τη στιγμή της διακοπής της επαφής – θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να οδηγήσει σε σημαντική αποδυνάμωση, αν όχι πλήρη ρήξη, του δεσμού μεταξύ τους και στην αποξένωση του παιδιού από αυτόν.
Πράγματι, κατά την εγχώρια διαδικασία αποδείχθηκε ότι, παρόλο που ο γιος του προσφεύγοντος γνώριζε την ύπαρξη του βιολογικού πατέρα του, δεν τον θυμόταν, ούτε ήθελε να έρθει σε επαφή μαζί του. Όταν συναντήθηκαν, το παιδί δεν είχε αναγνωρίσει τον προσφεύγοντα και ένιωθε φοβισμένο όταν του είπε ότι ήταν ο πατέρας του. Επιπλέον, σε υποθετική περίπτωση που η μητέρα του παιδιού είχε αντιταχθεί στην επικοινωνία του παιδιού με τον προσφεύγοντα, το Δικαστήριο διαπίστωσε με έκπληξη ότι ο προσφεύγων δεν είχε απευθυνθεί ποτέ σε Υπηρεσίες παιδικής μέριμνας ή στα εθνικά δικαστήρια.
Στην παρούσα υπόθεση, η αδράνεια του ίδιου του προσφεύγοντος είχε οδηγήσει στη διακοπή των δεσμών μεταξύ του ίδιου και του παιδιού του. Η αφαίρεση της γονικής μέριμνας από εκείνον δεν είχε κάνει παρά να ακυρώσει τη νομική σχέση μεταξύ πατέρα και παιδιού. Δεδομένης της απουσίας οποιασδήποτε προσωπικής σχέσης για περίοδο επτά ετών πριν από την απόφαση αυτή, δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι επηρέασε αρνητικά αυτές τις σχέσεις.
Οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων κατέδειξαν με σαφήνεια ότι το παιδί είχε ενσωματωθεί καλά στην οικογένειά του και ήταν βαθιά συνδεδεμένο με τη μητέρα του, τον αδελφό του και τον νέο σύζυγο της μητέρας του (πατριό του), με τον οποίο είχε αναπτύξει de facto οικογενειακή ζωή για επτά χρόνια. Ήταν επίσης σημαντικό ότι ο πατριός του είχε αναλάβει πλήρως τον ρόλο του πατέρα και σκόπευε να τον υιοθετήσει και ότι το αγόρι είχε εκφράσει την επιθυμία του να υιοθετηθεί από αυτόν.
Έχοντας αυτό υπόψη, οι εθνικές αρχές αντιμετώπισαν ένα δύσκολο καθήκον να επιτύχουν μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων – εκείνων του προσφεύγοντος, του γιου του, της μητέρας του παιδιού και των de facto μελών της οικογένειάς του – σε μια περίπλοκη υπόθεση. Συγκεκριμένα, κλήθηκαν να αποφασίσουν εάν ήταν προς το συμφέρον του αγοριού να υπάρχει επανασύνδεσή του με τον προσφεύγοντα και φυσικό του πατέρα, με τον οποίο είχαν χαθεί τα προηγούμενα επτά χρόνια, ή να ενισχύσει τους υφιστάμενους δεσμούς μεταξύ του αγοριού και της οικογένειας στην οποία ζούσε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Τα εγχώρια δικαστήρια είχαν επιβάλει στον προσφεύγοντα την υποχρέωση να καταβάλει μηνιαία διατροφή για το παιδί του, από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης μέχρι ο γιος του να ενηλικιωθεί, παρά το γεγονός ότι δεν θα είχε πλέον τη γονική μέριμνα του παιδιού. Αυτό, ωστόσο, δε σήμαινε ότι δεν υπήρχαν σχετικοί και επαρκείς λόγοι για την απόφαση αφαίρεσης της γονικής μέριμνας. Πράγματι, η απόφαση αυτή δεν άλλαξε το γεγονός ότι ο προσφεύγων ήταν ο φυσικός πατέρας του παιδιού. Επιπλέον, δεν είχε καταβάλει διατροφή για πολλά χρόνια. Εν πάση περιπτώσει, η υποχρέωση για τη διατροφή του παιδιού έληξε, μόλις το αγόρι υιοθετήθηκε από τον πατριό του.
Όσον αφορά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, η εν λόγω απόφαση ελήφθη μετά από διαδικασία αντιδικίας στην οποία ο προσφεύγων διέθετε τη δικονομική θέση που του επέτρεπε να προβάλει όλα τα επιχειρήματα προς στήριξη των ισχυρισμών του και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία. Στις αποφάσεις τους, τα εθνικά δικαστήρια είχαν παράσχει εκτεταμένη αιτιολογία για τις αποφάσεις τους και απάντησαν στα επιχειρήματά του. Εξετάστηκε ένας αριθμός μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του, και πραγματοποιήθηκε εκτίμηση ψυχολόγου σχετικά με τη σχέση του παιδιού με τους γονείς του. Ο προσφεύγων είχε καταγγείλει ότι η επίμαχη αξιολόγηση είχε πραγματοποιηθεί εν απουσία του και ότι το παιδί δεν είχε ακουστεί στο δικαστήριο. Ωστόσο, δεν υπήρξαν αποδεικτικά στοιχεία ότι ο προσφεύγων είχε ποτέ ζητήσει να θέσει αυτά τα ερωτήματα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και να αμφισβητήσει τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης ή να έχει ζητήσει την εξέταση του παιδιού. Συνολικά, το Δικαστήριο ήταν ικανοποιημένο από το γεγονός ότι η εγχώρια διαδικασία λήψης αποφάσεων ήταν δίκαιη και παρείχε στον προσφεύγοντα την απαιτούμενη προστασία των δικαιωμάτων του.
Συμπερασματικά, τα εγχώρια δικαστήρια είχαν πραγματοποιήσει μια λεπτομερή και προσεκτικά ισορροπημένη αξιολόγηση της όλης κατάστασης και των αναγκών του παιδιού, με βάση τα στοιχεία που προσκομίστηκαν. Είχαν εξετάσει διεξοδικά τα σχετικά γεγονότα και έλαβαν δεόντως υπόψη τα συμφέροντα του παιδιού. Τα εθνικά δικαστήρια, είχαν παράσχει «σχετική και επαρκή» αιτιολογία στις αποφάσεις τους, οι οποίες ενέπιπταν στη διακριτική τους ευχέρεια.
Ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8).