ΑΠΟΦΑΣΗ
Danciu κ.α. κατά Ρουμανίας της 12.05.2020 (αρ.προσφ. 48395/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα στη ζωή και αναποτελεσματική δικαστική έρευνα. Παραβίαση διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.
Οι προσφεύγοντες συγγενείς του αποβιώσαντος συζύγου και πατέρα τους, άσκησαν καταγγελία για παραβίαση του άρθρου 2 λόγω αναποτελεσματικής έρευνας όσον αφορά τις συνθήκες θανάτου του και την απόδοση ευθυνών. Συγκεκριμένα κατήγγειλαν καθυστέρηση στην έρευνα και στην εξέταση των μαρτύρων που είχε ως αποτέλεσμα την μη ανεύρεση στοιχείων και την απαλλαγή των υπαιτίων.
Το Στρασβούργο επισήμανε ότι το κράτος είναι υπεύθυνο για τυχόν καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης όπως στην διενέργεια πραγματογνωμοσυνών και οφείλει να προβαίνει στην αποτελεσματική εκτίμηση των αναγκών σε ανθρώπινους πόρους στο δικαστικό σύστημα, ώστε να διασφαλιστεί ότι λειτουργεί αποτελεσματικά.
Στην παρούσα υπόθεση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε έλλειψη έγκαιρης και επαρκούς αντίδρασης εκ μέρους των αρχών στα προκαταρκτικά στάδια της έρευνας, δηλαδή εξέτασε τους μάρτυρες ένα χρόνο μετά την καταγγελία καθώς και μη διενέργεια δεύτερης πραγματογνωμοσύνης εφόσον είχε κριθεί απαραίτητη λόγω αντιφάσεων.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι προαναφερθείσες αδυναμίες επηρέασαν την έρευνα. Κατά συνέπεια υπήρχε παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ όσον αφορά το διαδικαστικό σκέλος. Επιδίκασε στους προσφεύγοντες ποσό 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 8.000 ευρώ για δικαστικά και λοιπά έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι οικογένεια από τη Ρουμανία, η μητέρα Sava Danciu, οι δύο γιοι της Dumitru Danciu και Ionuc Danciu και η κόρη της Lupa Timiș. Γεννήθηκαν το 1954, 1975, 1986 και 1974 αντίστοιχα και ζουν σε Borșa (Ρουμανία), San Giuliano Milanese και Como (Ιταλία).
Η υπόθεση αφορούσε εικαζόμενη απόπειρα δολοφονίας συγγενή τους.
Τον Σεπτέμβριο του 2008, η τοπική αστυνομία της Borșa κλήθηκε να επέμβει σε μία διαμάχη έξω από ένα εστιατόριο στην οποία είχε λάβει μέρος ο σύζυγος και πατέρας αντίστοιχα των προσφευγόντων, αλλά όταν έφθασαν οι αστυνομικές αρχές είχε ήδη μεταφερθεί στο νοσοκομείο με τραυματισμό στο κεφάλι και διάσειση. Όταν ρωτήθηκε στο νοσοκομείο ισχυρίστηκε ότι τον είχαν ψεκάσει με δακρυγόνα και ότι δέχθηκε επίθεση με ξύλινο ρόπαλο.
Το θύμα υπέβαλε μήνυση τον Νοέμβριο του 2008, κατονομάζοντας πέντε άτομα ως δράστες. Ο εισαγγελέας τον εξέτασε τον Φεβρουάριο του 2009 και, αφού διαμαρτυρήθηκε για τη παρατεταμένη διάρκεια της διαδικασίας, ο εισαγγελέας ανέκρινε τους πέντε υπόπτους τον Μάιο του 2009 και, μερικούς μήνες αργότερα, τους μάρτυρες που προτάθηκαν από τους διαδίκους.
Ένας από τους υπόπτους κατηγορήθηκε τελικά το 2010 για σωματική βλάβη κατά του θύματος καθώς και για την πρόκληση σοβαρής διαταραχής της δημόσιας τάξης. Αυτός ο νομικός χαρακτηρισμός της κατηγορίας μεταβλήθηκε στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον των δικαστηρίων σε απόπειρα ανθρωποκτονίας.
Η ποινική διαδικασία έληξε, ωστόσο, το 2016 με απαλλαγή λόγω έλλειψης ενοχοποιητικών στοιχείων.
Το φερόμενο ως θύμα είχε αποβιώσει το 2011 ενώ οι διαδικασίες συνεχίζονταν. Μια ιατρική έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του θανάτου του και του κρανιακού τραυματισμού που υπέστη κατά τη διάρκεια της επίθεσης.
Βασιζόμενοι στο άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν κυρίως ότι οι αρχές δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν μια αποτελεσματική και ταχεία έρευνα για την εικαζόμενη απόπειρα δολοφονίας του συγγενή τους.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, υπό ορισμένες συνθήκες έχει διαπιστώσει ότι η διαδικαστική υποχρέωση του άρθρου 2 της Σύμβασης εμπλέκεται σε περιπτώσεις περιστατικών όπου το πρόσωπο του οποίου φέρεται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα στη ζωή, δεν απεβίωσε. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ως σκόπιμο το θύμα να έχει υποστεί επικίνδυνους τραυματισμούς για τη ζωή του.
Το Δικαστήριο εκτίμησε επίσης ότι, μολονότι η καταγγελία των προσφευγόντων αφορούσε κυρίως την υποτιθέμενη υπερβολική διάρκεια της έρευνας, η οποία, όπως ισχυρίστηκαν, εμπόδισε τις ανακριτικές αρχές να διερευνήσουν αποτελεσματικά τις σχετικές περιστάσεις του εγκλήματος, το κεντρικό ερώτημα που έπρεπε να απαντηθεί στην παρούσα υπόθεση είναι κατά πόσον η έρευνα που διεξήχθη για το περιστατικό της 17ης Σεπτεμβρίου 2008 ήταν συνολικά αποτελεσματική, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 2 που αναφέρονται παραπάνω.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι σε μια κατάσταση όπου η ζωή είχε τεθεί εκ προθέσεως σε κίνδυνο, οι αρχές όφειλαν να ενεργήσουν αυτεπαγγέλτως μόλις έλαβαν γνώση του γεγονότος. Δεν μπορούσαν να το αφήσουν στην πρωτοβουλία των συγγενών είτε να περιμένουν επίσημη καταγγελία είτε να αναλάβουν οι συγγενείς την ευθύνη για τη διεξαγωγή διερευνητικών διαδικασιών. Επιπλέον, η έρευνα πρέπει να είναι αποτελεσματική υπό την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει στον εντοπισμό και την τιμωρία των υπευθύνων. Αυτό δεν είναι υποχρέωση αποτελεσμάτων, αλλά μέσων.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο σημείωσε τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων, σύμφωνα με τους οποίους, λόγω της σοβαρότητας των τραυματισμών που υπέστη το θύμα, οι αρχές θα έπρεπε να είχαν κινήσει αμέσως ποινική έρευνα αυτεπαγγέλτως, χωρίς να απαιτούν από το θύμα να υποβάλλει μήνυση. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και μετά την υποβολή της μήνυσης το Νοέμβριο του 2008, δεν ελήφθησαν μέτρα για την έρευνα μέχρι τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους.
Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι, παρά το γεγονός ότι το θύμα είχε προσδιορίσει τους φερόμενους δράστες μέχρι τις 12 Νοεμβρίου 2008, ο εισαγγελέας τους κάλεσε για πρώτη φορά στις 13 Μαΐου 2009, εννέα μήνες μετά το συμβάν, χωρίς να ενημερώσει το θύμα. Επιπλέον, το εν λόγω μέτρο διερεύνησης πραγματοποιήθηκε μόνο αφού το Επαρχιακό Δικαστήριο του Maramureş είχε δεχτεί την καταγγελία του θύματος σχετικά με την αδικαιολόγητη παράταση της διαδικασίας και όρισε προθεσμία για ολοκλήρωση της έρευνας. Χρειάστηκε άλλος ένας μήνας προκειμένου ο εισαγγελέας να εξετάσει για πρώτη φορά τους μάρτυρες που υπέδειξαν οι διάδικοι. Και πάλι, αυτά τα μέτρα ελήφθησαν μετά από μια δεύτερη καταγγελία σχετικά με την παράταση της διαδικασίας που άσκησε το θύμα και έγινε δεκτή από τον εισαγγελέα, ο οποίος όρισε προθεσμία για ολοκλήρωση της έρευνας την 1η Οκτωβρίου 2009. Η προθεσμία αυτή σε κάθε περίπτωση υπερέβη το έτος, καθώς η δίωξη δεν ασκήθηκε έως τις 20 Δεκεμβρίου 2010.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει τη σημασία της της εξέτασης μαρτύρων αμέσως μετά από τέτοια περιστατικά, όταν οι μνήμες τους είναι πρόσφατες. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι ιατροδικαστικές εκθέσεις ήταν απαραίτητες για τη διευκρίνιση των περιστάσεων των τραυματισμών επίσης για τον καθορισμό της σοβαρότητάς των, συμπεριλαμβανομένης της αναφοράς της πιθανής αιτιώδους συνάφειας με τον επακόλουθο θάνατο του θύματος. Ωστόσο, δεν μπορούσε να αγνοήσει το γεγονός ότι η ανάγκη για περισσότερες από μία τέτοιες πραγματογνωμοσύνες έγινε επιτακτική όταν οι ιατροί εμπειρογνώμονες άρχισαν να έχουν αποκλίνουσες απόψεις επί του θέματος.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι το κράτος ήταν επίσης υπεύθυνο για καθυστερήσεις στην παρουσίαση πραγματογνωμοσυνών εμπειρογνωμόνων που έχουν διοριστεί από το δικαστήριο και ότι μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνο και για διαρθρωτικές ελλείψεις στο δικαστικό του σύστημα που προκαλούσαν καθυστέρηση. Παρόμοιες σκέψεις ίσχυαν σε σχέση με τις παρατηρήσεις της κυβέρνησης σχετικά με τον βαρύ φόρτο εργασίας των εγχώριων αρχών κατά τον κρίσιμο χρόνο. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι είναι ευθύνη του κράτους να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, όπως, μεταξύ άλλων, την αποτελεσματική εκτίμηση των αναγκών σε ανθρώπινους πόρους στο δικαστικό σύστημα, ώστε να διασφαλιστεί ότι λειτουργεί ορθά και, ιδίως, ότι οι απαιτήσεις της Σύμβασης σχετικά με την εύλογη διάρκεια της διαδικασίας, τηρούνται.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι ανακριτικές αρχές για να διευκρινίσουν τις περιστάσεις των τραυματισμών που υπέστη το θύμα τίθεται υπό αμφισβήτηση η συνολική επάρκεια των εφαρμοσθέντων μέτρων. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε ειδικότερα στην έλλειψη έγκαιρης και επαρκούς αντίδρασης εκ μέρους των αρχών στα προκαταρκτικά στάδια της έρευνας, όπως καταγγέλθηκε στην παρούσα υπόθεση, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης με τον οποίο εμπλέκεται ο ζημιωθείς. Αυτές οι αδυναμίες επιβεβαιώθηκαν από τις ίδιες τις αρχές, όταν αποδέχθηκαν δύο φορές τις καταγγελίες του ζημιωθέντος σχετικά με την παράταση της διαδικασίας.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προαναφερθείσες αδυναμίες αναπόφευκτα είχαν αρνητικό αντίκτυπο τόσο στην αποτελεσματικότητα όσο και στη διάρκεια των μεταγενέστερων ερευνητικών μέτρων, θέτοντας σε κίνδυνο την ικανότητα διαπίστωσης των γεγονότων και ενισχύοντας τη προοπτική να μείνει το αδίκημα χωρίς τιμωρία.
Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 της ΕΣΔΑ) στο πλαίσιο του διαδικαστικού του σκέλους.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 15.000 ευρώ για ψυχική οδύνη και 8.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).