ΑΠΟΦΑΣΗ
Arzamazova κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας της 04.08.2020 (αρ. προσφ. 38639/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ακύρωση αγοραπωλησίας κτιρίου και ειρηνική απόλαυση της περιουσίας. Ακύρωση της αγοραπωλησίας κτιρίου με την αιτιολογία ότι ανήκε στο δημόσιο τομέα. Διατάχθηκε η επιστροφή των χρημάτων στην προσφεύγουσα, ωστόσο τα δικαστήρια έκριναν ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να κινήσει ένα νέο σύνολο διαδικασιών για να ζητήσει αποζημίωση για τις εργασίες ανακαίνισης που έγιναν στο συγκεκριμένο κτίριο. Αντίθετα, η κακή πίστη της δεν αποδείχθηκε, ούτε η ενοχή της σε εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες.
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, ο κίνδυνος οποιουδήποτε σφάλματος από την κρατική αρχή πρέπει να βαραίνει το κράτος και τα λάθη δεν πρέπει να καταλογίζονται σε βάρος του ενδιαφερομένου ατόμου. Το Στρασβούργο έκρινε ότι οι αρχές δεν πέτυχαν δίκαιη ισορροπία του δημοσίου συμφέροντος και του δικαιώματος της προσφεύγουσας στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της. Παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Επιδίκαση 160.000 ευρώ ως αποζημίωση και 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα Elena Arzamazova, είναι υπήκοος της Αυστραλίας και Μολδαβίας, και γεννήθηκε το 1950 και ζει στο Κουίνσλαντ της Αυστραλίας.
Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία της ότι είχε στερηθεί καταχρηστικά ένα κτίριο το οποίο είχε αγοράσει από το τοπικό συμβούλιο στο Pojăreni, χωρίς καταβολή αποζημίωσης.
Η προσφεύγουσα αγόρασε το κτίριο, το οποίο παλαιότερα είχε χρησιμοποιηθεί για γιορτές στο χωριό, το 2004. Η πώληση διοργανώθηκε από το τοπικό Συμβούλιο και τον Δήμαρχο, και εγκρίθηκε από το Συμβούλιο της Κομητείας. Το συμβόλαιο πώλησης υπογράφηκε ενώπιον συμβολαιογράφου και καταχωρήθηκε στο Κτηματολόγιο.
Ωστόσο, το 2007 η Εισαγγελία ζήτησε την ακύρωση της αγοραπωλησίας με την αιτιολογία ότι η τιμή που αποκτήθηκε το κτίριο ήταν πολύ χαμηλή και ότι είχε πωληθεί χωρίς δημοπρασία, κατά παράβαση του νόμου.
Αφού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή δύο φορές επειδή κατατέθηκε εκπρόθεσμα, το 2013 το Εφετείο ακύρωσε τη Σύμβαση αγοραπωλησίας, διαπιστώνοντας ότι οι δημόσιες αρχές είχαν κάνει λάθος κατά την πώληση του κτιρίου και την έγκριση και καταχώριση της πώλησής του επειδή αποτελούσε ιδιοκτησία του δημόσιου τομέα και δεν θα έπρεπε να πωληθεί σε κανέναν.
Η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση, η οποία απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο το 2014.
Η αξίωση αποζημίωσης της προσφεύγουσας από το Εφετείο για την επένδυση που προέβη αναφορικά με την ανακαίνιση του κτιρίου, κηρύχθηκε απαράδεκτη. Άσκησε αγωγή εναντίον του τοπικού Συμβουλίου και της Εισαγγελίας για ανάκτηση των χρημάτων που επένδυσε στο κτίριο, η οποία επίσης απορρίφθηκε το 2019.
Μετά την κατάθεση αγωγής της προσφεύγουσας, ασκήθηκαν ποινικές διαδικασίες εναντίον της για συμπαιγνία με τον πρώην Δήμαρχο του Pojăreni, αλλά έκτοτε έχουν ανασταλεί.
Στηριζόμενη στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία περιουσίας) της Σύμβασης, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι είχε στερηθεί του κτιρίου της και του ακινήτου χωρίς δική της υπαιτιότητα και χωρίς την καταβολή αποζημίωσης. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι η ποινική δίκη που κινήθηκε εναντίον της είχε την πρόθεση να την εκφοβίσει και να την αποθαρρύνει από το να διεκδικήσει αποζημίωση.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η προσφεύγουσα είχε «περιουσία» σύμφωνα με τους σκοπούς του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, καθώς είχε έγκυρο τίτλο στο κτίριο έως ότου τα εθνικά δικαστήρια τον ακύρωσαν λόγω της αποδοχής της αγωγής του Εισαγγελέα. Η ακύρωση του τίτλου της αποτελούσε παρέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας της, η οποία πρέπει να θεωρηθεί στέρηση περιουσιακών στοιχείων στην οποία, κατά συνέπεια, ισχύει ο δεύτερος κανόνας του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
Η καταγγελία της προσφεύγουσας αφορούσε τη νομιμότητα της παρέμβασης στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η μη τήρηση των νομικών απαιτήσεων που αφορούν, όπως, για παράδειγμα, τις εγγυήσεις για τους καλόπιστους αγοραστές και της προθεσμίας για την άσκηση αγωγής μπορεί να οδηγήσει σε διαπίστωση ότι η παρέμβαση δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο». Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση διαπίστωσε ότι το ζήτημα της πρακτικής συμμόρφωσης με το νόμο σχετιζόταν στενά με το εάν η παρέμβαση ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» και επομένως εξέτασε αρχικά αυτό το ζήτημα. Ομοίως, το Δικαστήριο θεώρησε περιττό, για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, να προσδιορίσει το ζήτημα του θεμιτού σκοπού που επιδιώκει η παρέμβαση. Άφησε δε αυτά τα ζητήματα ανοιχτά και επικεντρώθηκε στο ζήτημα της αναλογικότητας.
Το Δικαστήριο επανέλαβα ότι όταν διακυβεύεται ένα ζήτημα γενικού συμφέροντος, εναπόκειται στις δημόσιες αρχές να ενεργήσουν έγκαιρα, με τον κατάλληλο τρόπο και με απόλυτη συνέπεια. Το Δικαστήριο προχώρησε στη συνέχεια στην εξέταση εάν οι εθνικές αρχές και τα δικαστήρια συμμορφώθηκαν με τις αρχές αυτές.
Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι με τη Αγωγή της 31ης Ιουλίου 2007, η Εισαγγελία ζήτησε την ακύρωση της σύμβασης πώλησης του εν λόγω κτιρίου με την αιτιολογία ότι η τιμή που λαμβάνεται για αυτό φέρεται ήταν πολύ χαμηλή και ότι η διαδικασία δεν φέρεται να ήταν σύμφωνη με το νόμο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αυτή δύο φορές αφού διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι είχε ασκηθεί εκπρόθεσμα.
Το Εφετείο του Κισινάου φαίνεται ότι υπερέβη το πεδίο εφαρμογής της εισαγγελικής αρμοδιότητας, ακυρώνοντας το ίδιο την σύμβαση για λόγο που δεν επικαλέστηκε ο Εισαγγελέας, δηλαδή ότι το κτίριο ήταν μέρος του δημόσιου τομέα και ότι δεν μπορούσε να πωληθεί σε κανέναν.
Στο παραπάνω πλαίσιο, πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 296 του Αστικού Κώδικα, όλα τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στο Κράτος ή στην τοπική αυτοδιοίκηση τεκμαίρεται ότι αποτελούν μέρος του ιδιωτικού τομέα, εκτός εάν έχουν μεταφερθεί στον δημόσιο τομέα με νόμο ή με νόμιμη διαδικασία. Το Εφετείο παρέλειψε να διευκρινίσει το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου θεωρείται πως εν λόγω κτίριο είναι μέρος του δημόσιου τομέα. Ούτε η κυβέρνηση παρουσίασε τέτοια νομική βάση στις παρατηρήσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το ΕΔΔΑ επισήμανε επίσης ότι η πώληση του εν λόγω κτηρίου οργανώθηκε από το Τοπικό Συμβούλιο Pojăreni και τον Δήμαρχο Pojăreni και εγκρίθηκε αργότερα από το Συμβούλιο της Κομητείας του Ialoveni. Επιπλέον, η σύμβαση είχε καταχωρηθεί από συμβολαιογράφο και καταχωρήθηκε από το Κτηματολόγιο. Σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου της 17ης Δεκεμβρίου 2013, όλες οι ανωτέρω δημόσιες αρχές έκαναν λάθος κατά την πώληση, την έγκριση και την καταχώριση της πώλησης του κτιρίου επειδή το κτίριο ανήκε στον δημόσιο τομέα. Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι τα λάθη ή οι παραλείψεις των κρατικών αρχών πρέπει να επιλύονται προς όφελος των ενδιαφερομένων, ιδίως όταν δεν διακυβεύεται ένα άλλο συγκρουόμενο ιδιωτικό συμφέρον. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος οποιουδήποτε λάθους από την κρατική αρχή πρέπει να βαραίνει το κράτος και τα λάθη δεν πρέπει να καταλογίζονται σε βάρος του ενδιαφερομένου ατόμου.
Επίσης, η προσφεύγουσα στερήθηκε την ιδιοκτησία της χωρίς αποζημίωση. Τα εγχώρια δικαστήρια διέταξαν μόνο την κοινότητα Pojăreni να την αποζημιώσει ως προς το τίμημα που είχε καταβάλλει για το ερειπωμένο κτίριο που της είχε πωληθεί, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί της σχετικά με την επένδυση της ανακαίνισης που πραγματοποιήθηκε στο κτίριο. Με τον τρόπο αυτό, τα δικαστήρια έκριναν ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να κινήσει ένα νέο σύνολο διαδικασιών για να ζητήσει αποζημίωση. Το Δικαστήριο σημείωσε αρχικά ότι μια τέτοια προσέγγιση φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με το εθνικό δίκαιο και την πρακτική των εθνικών δικαστηρίων που απαιτούν επιστροφή χωρίς περαιτέρω δράση.
Η Κυβέρνηση βασίστηκε προς υπεράσπισή της στην ιδέα ότι η προσφεύγουσα είχε αγοράσει το κτίριο ως αποτέλεσμα συμπαιγνίας με τον πρώην Δήμαρχο του χωριού Pojăreni. Επισήμαναν επίσης δύο νέες ποινικές έρευνες που διενεργούνταν εναντίον της. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η προσφεύγουσα δεν κρίθηκε ποτέ ένοχη για αδίκημα περί εγκληματικής συμπαιγνίας με τον πρώην Δήμαρχο Pojăreni και επισήμανε με ανησυχία το γεγονός ότι οι ποινικές υποθέσεις εναντίον της κινήθηκαν το 2014 μετά την κατάθεσή της αγωγής της κατά της Κοινότητας και του Εισαγγελέα για αποζημίωση ως προς την ανακαίνιση. Οι διαδικασίες αυτές φαίνεται να μην έχουν περατωθεί και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν τις θεωρεί σημαντικές εν προκειμένω. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν καλόπιστη αγοράστρια κατά την έννοια του άρθρου 219 παρ. 3 του αστικού κώδικα δεν είχε αποδειχθεί με αμετάκλητη απόφαση.
Οι ανωτέρω σκέψεις αρκούσαν για να καταλήξει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες στερήθηκε η προσφεύγουσα τον τίτλο ιδιοκτησίας της στο κτίριο επέβαλαν ατομικό και υπερβολικό βάρος σε αυτήν και ότι οι αρχές παρέλειψαν να επιτύχουν μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος από τη μία πλευρά και του δικαιώματος της προσφεύγουσας στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της από την άλλη.
Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης).
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 160.000 ευρώ για αποζημίωση, 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια: www.echrcaselaw.com).