Οι ολοένα και λιγότεροι Έλληνες αποταμιευτές καλούνται να αυξήσουν το ρίσκο τους και να επιμηκύνουν δραστικά το χρονικό τους ορίζοντα προκειμένου να διεκδικήσουν αποδόσεις… πινακίου φακής. Τι ισχύει για τραπεζικές καταθέσεις, μερίσματα εισηγμένων, εταιρικά ομόλογα και ασφαλιστικά προγράμματα.
Εντονότατες προκλήσεις στην εποχή της πανδημίας καλούνται να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες αποταμιευτές, όχι μόνο γιατί μειώνονται συνεχώς σε αριθμό, αλλά και γιατί καλούνται να αυξήσουν το ρίσκο τους και να επιμηκύνουν δραστικά το χρονικό ορίζοντα των επενδύσεών τους, αν θέλουν να καρπωθούν αποδόσεις που πριν κάποια χρόνια τις προσέφεραν… ακόμη και οι προθεσμιακές καταθέσεις τρίμηνης ή εξάμηνης διάρκειας.
Τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων σπάνια υπερβαίνουν το 0,15%, τη στιγμή που θα πρέπει κάποιος να τοποθετήσει τα κεφάλαιά του για δέκα χρόνια, αν θέλει μέσω των κρατικών ομολόγων μια απόδοση οριακά υψηλότερη του 1%.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν προσφέρουν πλέον στους πελάτες των συνταξιοδοτικών συμβολαίων ελάχιστη εγγυημένη απόδοση, ενώ οι μερισματικές αποδόσεις των εισηγμένων εταιρειών αναμένονται πολύ χαμηλότερες το 2021. Τέλος, για να απολαύσει κάποιος επιτόκια της τάξεως του 2,8% έως 3,3% μέσω ομολόγων πολύ ισχυρών επιχειρηματικών Ομίλων θα πρέπει να αποκτήσει τίτλους που λήγουν σε έξι ή και επτά χρόνια.
Παράλληλα, σε περίοδο οικονομικής κρίσης, γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο για κάποιο νοικοκυριό να «βάλει λεφτά στην άκρη». Χαρακτηριστικά είναι τα ευρήματα από την πρόσφατη έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας για τον μήνα Ιούνιο:
• Μόνο το 18%-19% των ελληνικών νοικοκυριών καταφέρνει να αποταμιεύσει έστω και πολύ λίγο, όταν την ίδια περίοδο το 66% «μόλις τα βγάζει πέρα», το 8% «τρώει από τα έτοιμα» και το 6%-7% χρωστάει.
• Μόλις το 16% των νοικοκυριών θεωρεί ως πολύ πιθανό ή αρκετά πιθανό το ενδεχόμενο να αποταμιεύσει μέσα στο επόμενο δωδεκάμηνο.
Τραπεζικές καταθέσεις: Με βάση τα στοιχεία του Μαΐου, μόλις το 31% των καταθέσεων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων είναι τοποθετημένο σε προθεσμιακούς λογαριασμούς (ποσοστό σαφώς χαμηλότερο σε σύγκριση με το παρελθόν), και έτσι εισπράττει ουσιαστικά κάποιο επιτόκιο (για νοικοκυριά έως 0,15% για δωδεκάμηνη δέσμευση μεγάλων ποσών). Η προαναφερθείσα απόδοση θεωρείται από ορισμένους τόσο χαμηλή, έτσι ώστε προτιμούν να λαμβάνουν μηδενικούς τόκους, έχοντας ωστόσο τα λεφτά τους διαθέσιμα όποτε επιθυμούν.
Κρατικά ομόλογα: Την υψηλότερη απόδοση (ελαφρά ανώτερη του 1%) την έχουν τα δεκαετούς διάρκειας, με όποιο κίνδυνο συνεπάγεται μια τόσο μεγάλης χρονικής διάρκειας επένδυση σε μια χώρα με δημόσιο χρέος που κυμαίνεται γύρω στο 200% του ΑΕΠ.
Μερίσματα: Από τις εισηγμένες εταιρείες του ΧΑ, 51 είτε έχουν προχωρήσει φέτος σε χρηματικές διανομές (μερίσματα και επιστροφές κεφαλαίου), είτε έχουν ανακοινώσει ότι προτίθενται να το πράξουν. Αν συνεκτιμηθεί πως έως το τέλος του έτους, θα κινηθούν αναλόγως και άλλες 4-8 εταιρείες (πχ ΕΛΒΕΕΛΒΕ +7,37% Ενδυμάτων, Epsilon Net), τότε περίπου κάτι παραπάνω από τη μία στις τρεις εισηγμένες θα έχουν μοιράσει μετρητά στους μετόχους τους μέσα στο 2020.
Με βάση τις χρηματικές διανομές των 51 εισηγμένων εταιρειών και τις χρηματιστηριακές τιμές της 22ας Ιουλίου, η μέση μερισματική απόδοση υπολογίζεται στο 4,68%! Ωστόσο, λόγω της πανδημίας αναμένεται φέτος χαρακτηριστική πτώση των εταιρικών κερδών, οπότε για το 2021 προβλέπεται η διανομή χαμηλότερων μερισμάτων από μικρότερο αριθμό εισηγμένων εταιρειών. Κύκλοι της αγοράς ευελπιστούν ότι η μερισματική απόδοση του 2021 θα προσεγγίσει ή και θα ξεπεράσει το yield των δεκαετών κρατικών ομολόγων (1,12%).
Θα πρέπει βέβαια να τονιστούν ότι: α) Η μερισματική απόδοση αξιολογείται σε βάθος χρόνου και όχι ενδεχομένως από μια συγκυριακή χρονιά, όπως αυτή του 2020 λόγω της πανδημίας β) Η λήψη μερισμάτων είναι συνδεδεμένη με τη μακροχρόνια κατοχή μετοχών, επένδυση που συνεπάγεται αξιοσημείωτο ρίσκο.
Εταιρικά ομόλογα: Οι επιτοκιακές αποδόσεις (yields) των εταιρικών ομολόγων που διαπραγματεύονται στο ΧΑ διαφοροποιούνται σημαντικά, ανάλογα με τη χρονική διάρκεια έως τη λήξη, αλλά και τον κίνδυνο κάθε εκδότη, όπως τουλάχιστον τον αντιλαμβάνεται η αγορά. Με βάση πάντως τα τρέχοντα δεδομένα:
α) Ένας επενδυτής για να εξασφαλίσει μια ετήσια απόδοση μεταξύ 2,8% και 3,2% βασιζόμενος σε έναν μεγάλο και αξιόπιστο όμιλο θα πρέπει να τοποθετηθεί σε τίτλους που λήγουν σε έξι ή επτά χρόνια (πχ ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, Lamda Development, ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή).
β) Ετήσια απόδοση γύρω στο 3% για μικρότερο χρονικό διάστημα (τρία ακόμη χρόνια) προφέρει η αξιόχρεη Coral.
γ) Εταιρείες που λόγω του αντικειμένου τους έχουν πληγεί σε σημαντικό βαθμό από την πανδημία, βλέπουν τις αποδόσεις των εταιρικών τους ομολόγων να έχουν εκτοξευθεί έως και το 7%.
Ασφαλιστικά προγράμματα: Κατά το παρελθόν, τα μακροχρόνια ασφαλιστικά (συνταξιοδοτικά, παιδικά) προγράμματα προσέφεραν ελάχιστες ετήσιες εγγυημένες αποδόσεις στις αποταμιεύσεις των ασφαλισμένων. Σήμερα, είναι ζήτημα αν υπάρχει πάνω από μία εταιρεία που εξακολουθεί να προσφέρει κάποια (πολύ χαμηλή) εγγυημένη απόδοση, καθώς στα σχετικά προγράμματα το ρίσκο της επένδυσης έχει μεταφερθεί στον πελάτη.