ΑΡΙΘΜΟΣ 5/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
– Αποζημίωση σε περίπτωση ακύρωσης αναγκαστικής εκτέλεσης. Προϋποθέσεις της εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 940 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 940 του ΚΠολΔ “Αν εξαφανιστεί ή μεταρρυθμιστεί απόφαση που είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και εκτελέστηκε, εκείνος κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση έχει δικαίωμα, εκτός από την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγουμένη κατάσταση, σύμφωνα με το άρθρο 914, να ζητήσει από εκείνον που επέσπευσε την εκτέλεση αποζημίωση για τις ζημίες που προξενήθηκαν από την εκτέλεση, μόνο αν αυτός ήξερε ή αγνοούσε από βαριά του αμέλεια, ότι το δικαίωμα δεν υπήρχε (παρ. 1). Αν εξαφανιστεί ύστερα από άσκηση ενδίκου μέσου τελεσίδικη απόφαση που εκτελέστηκε, εκείνος κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση έχει δικαίωμα, εκτός από την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, σύμφωνα με το άρθρο 914, να ζητήσει από εκείνον που επέσπευσε την εκτέλεση αποζημίωση για τις ζημίες που προήλθαν από την εκτέλεση, μόνο αν αυτός είχε δόλο ως προς την μη ύπαρξη του δικαιώματος (παρ. 2). Αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του Α.Κ. (παρ.3)”. Με την ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διάταξη (ΟλΑΠ 12/2009, ΟλΑΠ 49/2005) καθιερώνεται ιδιαίτερη μορφή αδικοπραξίας, εισάγεται αξίωση αποζημιώσεως του θιγέντος από την επίσπευση εναντίον του άδικης εκτελέσεως, ήτοι εκτελέσεως για ανύπαρκτη απαίτηση και ρυθμίζεται στις δύο πρώτες παραγράφους του άρθρου αυτού το θέμα της υποχρεώσεως προς αποζημίωση εκείνου, ο οποίος προέβη σε εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως (προσωρινώς εκτελεστής ή τελεσίδικης, αντίστοιχα), που εξαφανίστηκε μεταγενέστερα ύστερα από άσκηση ενδίκου μέσου, ενώ στην τρίτη (παράγραφο) η αποζημίωση του οφειλέτη, όταν ακυρώνεται αυτή η ίδια η εκτέλεση ύστερα από άσκηση ανακοπής (άρθρα 933 και 936 ΚΠολΔ). Από τη φύση και την τελολογία των σχετικών ρυθμίσεων προκύπτει ότι η προβλεπόμενη τις δύο πρώτες παραγράφους του ως άνω άρθρου αξίωση αποζημιώσεως, για την εφαρμογή των οποίων απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αμετάκλητη ακύρωση του εκτελεστού τίτλου, με βάση τον οποίο επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση, όχι δε και η αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως – που απαιτείται μόνον για την εφαρμογή της διατάξεως της τρίτης παραγράφου του άρθρου αυτού, για τα οποία αναλυτικά παρακάτω – διαφοροποιείται κατά το βαθμό υπαιτιότητας του επισπεύδοντος την άδικη εκτέλεση, ο βαθμός δε της υπαιτιότητας αυτής κλιμακώνεται ανάλογα με την ωριμότητα του εκτελεστού τίτλου, με βάση τον οποίο επιχειρείται η εκτέλεση, υπό την έννοια ότι όσο ωριμότερος είναι ο εκτελεστός τίτλος, τόσο υψηλότερος οφείλει να είναι ο βαθμός της υπαιτιότητας του επισπεύδοντος. Έτσι, όταν η εκτέλεση επισπεύδεται με οριστική απόφαση, που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, αξιώνεται η συνδρομή γνώσεως ή βαριάς αμέλειας (άρθρο 940 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ενώ όταν αυτή επισπεύδεται με τελεσίδικη απόφαση αξιώνεται δόλος (άρθρο 940 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Και στις δύο πάντως περιπτώσεις ο δόλος ή η βαριά αμέλεια του επισπεύδοντος αναφέρεται όχι στο κύρος ή την ακυρότητα της εκτελεστικής διαδικασίας ή οποιασδήποτε πράξεως της εκτελέσεως ή του εκτελεστού τίτλου του ίδιου, αλλά αποκλειστικά και μόνο στην ύπαρξη του ουσιαστικού δικαιώματος, προς ικανοποίηση του οποίου επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση. Θεωρείται, δηλαδή, άδικη και, συνεπώς, γενεσιουργός υποχρεώσεως αποζημιώσεως, η αναγκαστική εκτέλεση μόνον εφόσον ο επισπεύδων γνώριζε στην περίπτωση εκτελέσεως τελεσίδικης αποφάσεως ή, εφόσον επρόκειτο για εκτέλεση προσωρινώς εκτελεστής αποφάσεως, γνώριζε ή αγνοούσε από βαριά του αμέλεια, ότι η εκτέλεση επισπεύδεται για ανύπαρκτο δικαίωμα και όχι επειδή χρησιμοποίησε αθέμιτα μέσα ή άκυρους εκτελεστούς τίτλους. Όμοια, κατ’ αναλογία, ρύθμιση ισχύει αν, αντί εξαφανίσεως της τελεσίδικης αποφάσεως που εκτελέστηκε ή εκείνης που είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και εκτελέστηκε, ακυρωθεί αμετάκλητα, ύστερα από άσκηση ενδίκου βοηθήματος, διαφορετικού της από το άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπής, εκτελεστός τίτλος, διαφορετικός της αποφάσεως, που εκτελέστηκε, και ειδικότερα αν ακυρωθεί αμετάκλητα διαταγή πληρωμής, που εκτελέστηκε, ύστερα από άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της από τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ ανακοπής. Τούτο δε για τους ακόλουθους λόγους: Οι ανακοπές των άρθρων 632 και 633 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, πριν αντικατασταθούν με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, επιτελούν, κατ’ αρχήν, παρεμφερή λειτουργία με εκείνη των ενδίκων μέσων, δοθέντος ότι βάλλουν κατά της νομιμότητας της διαταγής πληρωμής, όπως ακριβώς τα ένδικα μέσα βάλλουν κατά της νομιμότητας της δικαστικής αποφάσεως, προσέτι δε και από την άποψη των επερχομένων αποτελεσμάτων, η ευδοκίμηση των ανωτέρω ανακοπών εξαφανίζει τον εκτελεστό τίτλο της διαταγής πληρωμής, όπως ακριβώς και η ευδοκίμηση των ενδίκων μέσων εξαφανίζει τη δικαστική απόφαση. Σε περίπτωση δε υπάρξεως τελεσίδικης δικαιοδοτικής κρίσεως περί του κύρους της διαταγής πληρωμής, αυτή (τελεσίδικη απόφαση) παράγει και αναπτύσσει πλήρες δεδικασμένο ως προς την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, κατ’ άρθρο 331 ΚΠολΔ, και την οπλίζει με ωριμότητα και δύναμη ισοσθενή προς εκείνη της τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως, προς την οποία και εξομειώνεται πλήρως, ενόψει και του ότι το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόμον να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπεια αυτών που την προσδίδει διάταξη νόμου. Συντρέχει, συνεπώς, περίπτωση ανάλογης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 940 παρ. 2 του ΚΠολΔ και στην περίπτωση της μεταγενέστερης ακυρώσεως διαταγής πληρωμής, που έχει αποκτήσει τα προσόντα τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως, εφόσον η τοιαύτη αναλογική εφαρμογή είναι επιτρεπτή και στο αστικό δικονομικό δίκαιο, λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη ότι κρίσιμο, εν προκειμένω, στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι η σχετική εκτέλεση αφετηριάστηκε με την τελεσίδικη κρίση περί του κύρους της διαταγής πληρωμής και αυτή ακριβώς η τελεσίδικη κρίση ανατράπηκε μετά την ολοκλήρωση της εκτελέσεως. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, όμοια, κατ’ αναλογία, ρύθμιση ισχύει και για την αξίωση αποζημιώσεως από εκτέλεση διαταγής πληρωμής, η οποία, κατά τον κρίσιμο χρόνο, τελούσε υπό καθεστώς προσωρινής ισχύος, με την έννοια ότι δεν είχε αποκτήσει τα προσόντα τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως, πλην όμως μετέπειτα ακυρώθηκε αμετακλήτως. Τούτο δε διότι, η έκδοση της διαταγής πληρωμής προϋποθέτει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 625-629 του ΚΠολΔ, αφενός μεν την υποβολή αιτήσεως εκ μέρους του έχοντος χρηματική απαίτηση ή απαίτηση παροχής χρεογράφων δανειστή σε βάρος του οφειλέτη του, η οποία (απαίτηση) θα πρέπει να αποδεικνύεται εγγράφως, κατ’ άρθρο 623 ΚΠολΔ, και να πληροί τις προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου 624 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, αφετέρου δε την αποδοχή της αιτήσεως από τον αρμόδιο δικαστή, κατ’ άρθρο 629 ΚΠολΔ, “κατά το μέρος που κατά την κρίση του είναι νομικά και πραγματικά βάσιμη”. Επομένως, η διαταγή πληρωμής, ναι μεν δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, ωστόσο ενσωματώνει “οιονεί επί της ουσίας” δικαιοδοτική κρίση περί της συνδρομής των προϋποθέσεων εκδόσεώς της (ύπαρξη ληξιπρόθεσμης, μη εξαρτώμενης από όρο ή αντιπαροχή, βέβαιης και εκκαθαρισμένης απαιτήσεως, καθώς και έγγραφη απόδειξη των ανωτέρω απαραίτητων στοιχείων), τις οποίες καθ’ ολοκληρίαν ελέγχει ο αρμόδιος δικαστής, και μόνον, εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν, προχωρεί στην παραδοχή της αιτήσεως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 629 ΚΠολΔ. Για το λόγο αυτό, εξ άλλου, η διαταγή πληρωμής, καταρχήν, αναπτύσσει, ήδη από την στιγμή της εκδόσεώς της, κατ’ άρθρο 630 Α εδ. α’ και β’ του ΚΠολΔ, πλήρη εκτελεστότητα, αποτελώντας εκτελεστό τίτλο, κατ’ άρθρο 631 ΚΠολΔ, δυνάμενο να αποτελέσει τη βάση έγκυρης διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως. Προσέτι, τόσον η προσωρινά εκτελεστή απόφαση, όσο και η διαταγή πληρωμής εκτελούνται αμέσως κατά ομοιόμορφο τρόπο και μόνον αν ζητηθεί η αναστολή εκτελέσεώς τους κάτω από τις διαγραφόμενες από τα άρθρα 632 παρ. 2 και 912 του ΚΠολΔ, αντίστοιχα, προϋποθέσεις, εμποδίζεται αυτή μέχρι να τελεσιδικήσουν. Τούτο σημαίνει ότι σε αντίθεση με τους άλλους εκτελεστούς τίτλους η διαταγή πληρωμής και η προσωρινά εκτελεστή δικαστική απόφαση διέρχονται από τα ίδια στάδια προσωρινής ισχύος. Η πρώτη διατηρεί την προσωρινή ισχύ της μέχρι την πάροδο των προθεσμιών ασκήσεως ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ ή την τελεσίδικη απόρριψη της τυχόν ασκηθείσας ανακοπής, ενώ η δεύτερη (προσωρινά εκτελεστή απόφαση) μέχρι την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως ή την τελεσίδικη απόρριψη αυτής. Έκτοτε, η μεν διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου η δε δικαστική απόφαση κέκτηται δεδικασμένο. Από τα προεκτεθέντα, προσέτι δε και από το ότι η διαταγή πληρωμής επιφέρει στο στάδιο της αναγκαστικής εκτελέσεως συνέπειες ισοδύναμες με την προσωρινή εκτελεστότητα, αλλά και από το γεγονός ότι μετά το Ν. 4335/2015 στο πεδίο της αναγκαστικής εκτελέσεως η ισοσθένεια διαταγής πληρωμής και οριστικής δικαστικής αποφάσεως, εκδηλώνεται τόσον στη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. β’ του ΚΠολΔ, κατά την οποία “σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης”, όσο και στη διάταξη του άρθρου 724 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με την οποία “(ο) δανειστής μπορεί με βάση οριστική απόφαση, καθώς και με διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση ή ορίζεται ότι πρέπει να καταβληθεί με τη διαταγή πληρωμής”, προκύπτει ότι και στην περίπτωση αξιώσεως αποζημιώσεως από την εκτέλεση διαταγής πληρωμής, η οποία όταν εκτελέστηκε δεν ήταν τελεσίδικη, πλην όμως μετέπειτα ακυρώθηκε αμετακλήτως, μετά από άσκηση ανακοπής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ εφαρμοστέα τυγχάνει, επίσης κατ’ αναλογία, η ρύθμιση του άρθρου 940 παρ. 1 του ΚΠολΔ Περαιτέρω, με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 του ΚΠολΔ ρυθμίζεται, όπως προαναφέρθηκε, το ζήτημα της αποζημιώσεως του οφειλέτη, όταν ακυρώνεται η ίδια η εκτέλεση ύστερα από άσκηση ανακοπής, παρέχεται δε και στην περίπτωση αυτή γνήσια ουσιαστικού δικαίου αξίωση αποζημιώσεως στον θιγέντα, στηριζόμενη σε ειδική μορφή αδικοπραξίας, τα στοιχεία της οποίας ορίζονται σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 ή 919 του Α.Κ. Προϋποθέσεις, επομένως, της εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 940 παρ. 3 του ΚΠολΔ είναι: α) επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως, ανεξαρτήτως του είδους του τίτλου, βάσει του οποίου επισπεύδεται αυτή, β) αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως μετά από άσκηση ανακοπής των άρθρων 933 και 936 του ΚΠολΔ, γ) συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 914 ή 919 του Α.Κ., δ) ζημία του καθ’ ου η εκτέλεση θετική ή αποθετική ή και μη περιουσιακή (ηθική βλάβη) και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και της παράνομης εκτελέσεως. Η διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 του ΚΠολΔ εφαρμόζεται και στην περίπτωση αμετάκλητης ακυρώσεως όχι μόνον του συνόλου των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλά και επί μέρους πράξεων, οπότε μπορεί να ζητηθεί η αποκατάσταση των ζημιών που συνδέονται αιτιωδώς με τις πράξεις αυτές.