Αριθμός 1165/2019
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Πώληση. Έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πωληθέντος αντικειμένου. Φωτοβολταϊκά πάνελς. Υπαναχώρηση. Σύμβαση συμβιβασμού. Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος.
– Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 537, 540 και 543 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση του δίκαιου της πώλησης δυνάμει του Ν. 3043/2002, και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση, προκύπτει, ότι σε περίπτωση που, κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή, υφίσταται έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πωληθέντος αντικειμένου, ο αγοραστής δικαιούται, μεταξύ άλλων, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Ως ιδιότητα δε του πράγματος θεωρείται όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία, από το είδος και τη διάρκεια της, επιδρά κατά την αντίληψη των συναλλαγών στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος, ενώ ως συνομολογημένη νοείται μία ιδιότητα, όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών ότι το πράγμα έχει τη συγκεκριμένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από τον αγοραστή και την οποία ο πωλητής εγγυάται, αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψη της (ΑΠ 402/2018, 499/2017). Ειδικότερα, οι αξιώσεις που απορρέουν για τα μέρη σε περίπτωση υπαναχώρησης από την πώληση ρυθμίζονται από το άρθρ. 547 του ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, ο μεν αγοραστής έχει υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα ελεύθερο από κάθε βάρος που αυτός πρόσθεσε, καθώς και τα ωφελήματα που αποκόμισε από το πράγμα, ο δε πωλητής υποχρεούται να επιστρέψει εντόκως το τίμημα, τα έξοδα της πώλησης, καθώς και όσα ο αγοραστής δαπάνησε για το πράγμα. Το δικαίωμα υπαναχώρησης της πώλησης ενδέχεται να έχει ασκηθεί εξώδικα και αρκεί προς τούτο η άτυπη δήλωση του αγοραστή από την περιέλευση της οποίας στον πωλητή ανατρέπεται αμέσως και αναδρομικά η σύμβαση της πώλησης. Επίσης μπορεί να ασκηθεί και με σχετική αγωγή, η οποία έχει στην περίπτωση αυτή διαπλαστικό χαρακτήρα, και παραδεκτά μπορούν να σωρευθούν σ’ αυτή και οι δευτερογενείς αξιώσεις από την υπαναχώρηση της πώλησης (ΑΠ 663/2016, ΑΠ 1596/2014, ΑΠ733/2001). Εκ τούτων παρέπεται, ότι, σε περίπτωση παροχής πωληθέντος πράγματος χωρίς τις συνομολογημένες ιδιότητες, μετά τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή, ήτοι μετά την παράδοση σ’αυτόν του πράγματος (άρθρο 522 ΑΚ) και τη διαπίστωση της έλλειψης των συμφωνηθεισών ιδιοτήτων, αποκλείεται η εφαρμογή των γενικών διατάξεων για τη μη (ή τη μη προσήκουσα) εκπλήρωση (άρθρα 335 επ., 362 επ. ΑΚ). Τούτο, διότι λείπει ακριβώς η βασική προϋπόθεση εφαρμογής τους, ήτοι η μή ή η μή προσήκουσα εκπλήρωση, καθόσον η παροχή ελαττωματικού πράγματος ή χωρίς τις συνομολογημένες ιδιότητες αποτελεί εκπλήρωση και ένεκα των ελαττωμάτων αυτού ή των ελλείψεων των συνομολογημένων ιδιοτήτων έχουν εφαρμογή πλέον οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 540 και 543 ΑΚ, μέσω των οποίων υλοποιείται η πρωτογενής εκ του άρθρου 534 ΑΚ αξίωση εκπλήρωσης (ΑΠ 710/2017, ΑΠ 420/2016, ΑΠ 1420/2013).
– Κατά το άρθρο 871 εδ. α Α.Κ. “με τη σύμβαση του συμβιβασμού, οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μια φιλονικία τους ή μια αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση”. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι προϋπόθεση του συμβιβασμού είναι, πλήν άλλων, και η συμφωνία των ενδιαφερομένων για τον τερματισμό της μεταξύ των φιλονικίας η αβεβαιότητος ως προς κάποια έννομη σχέση, με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Φιλονικία είναι η αμφισβήτηση των συμβαλλομένων σχετικά με τη γένεση, το αντικείμενο, την ύπαρξη, την έκταση, τα πρόσωπα και τις έννομες συνέπειες εννόμου σχέσεώς των, υπάρχει δε, όταν ο ένας ή και οι δύο συμβαλλόμενοι αμφισβητούν την βασιμότητα των απαιτήσεων του άλλου, ακόμη και αν αυτό γίνεται από απλή κακοβουλία, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν αμφιβολία σχετικά με τις απαιτήσεις αυτές. Οι αμοιβαίες υποχωρήσεις των συμβαλλομένων θεωρούνται κατά την κοινή αντίληψη και μπορεί να είναι νομικής ή πραγματικής φύσης. Για τη σύναψη της σύμβασης συμβιβασμού απαιτείται πρόταση παρ’ ενός των συμβαλλομένων μερών με περιεχόμενο την, δι’ αμοιβαίων υποχωρήσεων, διάλυση της έριδας ή αβεβαιότητας και αποδοχή αυτής από το έτερο μέρος. Οι σχετικές δηλώσεις βούλησης και οι πράξεις των μερών που περιέχονται στην πρόταση και την αποδοχή, αποτελούν πραγματικά περιστατικά, η συνδρομή των οποίων κρίνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, η κρίση όμως για το αν τα συγκεκριμένα περιστατικά επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι καταρτίστηκε σύμβαση συμβιβασμού, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου και συνεπώς σε περίπτωση σφάλματος ως προς τον ορθό χαρακτηρισμό τους, ιδρύεται λόγος αναίρεσης για παραβίαση της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 871 ΑΚ (ΟλΑΠ 578/1980). Ο συμβιβασμός ενδέχεται να έχει αναγνωριστικό απλώς χαρακτήρα της υφιστάμενης ήδη παλαιάς ενοχής, οπότε αυτή διατηρεί τη φύση και τις ασφάλειές της, ενδέχεται όμως να έχει δημιουργικό ή ανανεωτικό χαρακτήρα, εφόσον πάντως από το περιεχόμενο της σχετικής σύμβασης, συνάγεται σαφώς σκοπός ανανέωσης, δηλαδή κατάργηση της υφισταμένης ενοχής και αντικατάστασή της με τη συνιστωμένη με το συμβιβασμό νέα ενοχή (ΑΠ 1738/2017, ΑΠ 598/2017, ΑΠ 1663/2013).
– Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, που έχει έντονο το χαρακτήρα κανόνα δημόσιας τάξης, όπως αναφέρεται και στο άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, “η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που εφαρμόζεται σε όλα τα δικαιώματα του ιδιωτικού δικαίου, είτε πηγάζουν άμεσα από το νόμο είτε από δικαιοπραξία, είτε προέρχονται από κανόνες ενδοτικού δικαίου είτε από κανόνες δημόσιας τάξης, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο.
Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με τη δική του (υπόχρεου), και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΑΠ 529/2017).
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 540 και 547 ΑΚ προκύπτει ότι, όταν συντρέχουν οι όροι υπαναχώρησης από την πώληση, λόγω έλλειψης συμφωνηθεισών ιδιοτήτων του πωληθέντος πράγματος, η προσφορά του αγοραστή προς επιστροφή του πράγματος, δεν είναι στοιχείο της αξίωσης αυτού προς απόδοση του τιμήματος, που καταβλήθηκε και συνακόλουθα της βάσης της αγωγής του, αλλ’ απλώς ο πωλητής δικαιούται, ως εναγόμενος, ν’ αρνηθεί την εκπλήρωση της οφειλόμενης από αυτόν παροχής, προβάλλοντας προς τούτο την αναλογικώς στην προκειμένη περίπτωση εφαρμοζόμενη ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, κατά το άρθρο 374 ΑΚ (ΑΠ 243/2009, ΑΚ 1720/1999).