Αριθμός 1231/2019
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Πώληση πράγματος. Πραγματικά ελαττώματα. Υπαναχώρηση από την πώληση.
– Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 ΑΚ (όπως αντικαταστάθηκε τόσο αυτό όσο και τα επόμενα έως 561 άρθρα με το Ν. 3043/21.08.2002, Φ.Ε.Κ. Α` 192/2002) “ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα”. Πραγματικό ελάττωμα νοείται κάθε ατέλεια του πράγματος, που αφορά την ιδιοσυστασία ή την κατάσταση του πράγματος κατά τον κρίσιμο χρόνο ευθύνης του πωλητή, η οποία (ατέλεια) έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος (ΟλΑΠ 29/1990, ΑΠ 1544/2008). Εξάλλου, ως ιδιότητα του πράγματος θεωρείται όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού, αλλά και οποιαδήποτε σχέση η οποία από το είδος και τη διάρκειά της επιδρά, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος. Τα μέρη είναι κατ’ αρχήν ελεύθερα να αναγάγουν ρητώς οποιαδήποτε χαρακτηριστικά ή ιδιότητες ενός πράγματος σε δεσμευτικό περιεχόμενο της μεταξύ τους συμβάσεως. Η σχετική συμφωνία των μερών μπορεί να έχει θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο, να αναφέρεται δηλαδή στην ανάγκη υπάρξεως ορισμένων ιδιοτήτων ή στην ανάγκη απουσίας ορισμένων χαρακτηριστικών – ελαττωμάτων αντίστοιχα. Έτσι, ως συνομολογημένη νοείται μία ιδιότητα, όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών, ότι το πράγμα έχει τη συμφωνημένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από τον αγοραστή και την οποία ο πωλητής εγγυάται, αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψή της (ΑΠ 575/2013). Συνιστά, δε συνομολόγηση ιδιότητας και η συμφωνία περί έλλειψης ορισμένου πραγματικού ελαττώματος (ΑΠ 1497/2019, ΑΠ 243/2009).
– Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 540 παρ. 1 ΑΚ “Στις περιπτώσεις ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ο αγοραστής δικαιούται κατ` επιλογήν του: 1. να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός εάν μία τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες. 2, να μειώσει το τίμημα. 3. να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα”. Από τα δικαιώματα αυτά η υπαναχώρηση, με την άσκηση της οποίας καταλύεται εξ ολοκλήρου η αρχική σύμβαση της πώλησης και στη θέση της εντάσσεται η αποκαλούμενη σχέση της εκκαθάρισης, συνιστά διαπλαστικό δικαίωμα, αφού με την άσκησή της διαπλάσσεται μία νέα έννομη κατάσταση, κατά την οποία είναι υπόχρεοι να αποδώσουν ο μεν αγοραστής το πράγμα και τα ωφελήματα του πράγματος που αποκόμισε, ο δε πωλητής το τίμημα και τα έξοδα της πώλησης. Ειδικότερα, οι αξιώσεις που απορρέουν για τα μέρη σε περίπτωση υπαναχώρησης από την πώληση ρυθμίζονται από το άρθρ. 547 του ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 3043/2002, ο μεν αγοραστής έχει υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα ελεύθερο από κάθε βάρος που αυτός πρόσθεσε, καθώς και τα ωφελήματα που αποκόμισε από το πράγμα, ο δε πωλητής υποχρεούται να επιστρέψει εντόκως το τίμημα, τα έξοδα της πώλησης, καθώς και όσα ο αγοραστής δαπάνησε για το πράγμα. Το δικαίωμα υπαναχώρησης της πώλησης ενδέχεται να έχει ασκηθεί εξώδικα και αρκεί προς τούτο η άτυπη δήλωση του αγοραστή, από την περιέλευση της οποίας στον πωλητή ανατρέπεται αμέσως και αναδρομικά η σύμβαση της πώλησης, το γεγονός δε αυτό, δηλαδή της εξώδικης υπαναχώρησης από την πώληση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής κατά το άρθρ. 70 ΚΠολΔ. Επίσης μπορεί να ασκηθεί και με σχετική αγωγή, η οποία όμως έχει στην περίπτωση αυτή διαπλαστικό χαρακτήρα, και παραδεκτά μπορούν να σωρευθούν σ` αυτή και οι δευτερογενείς αξιώσεις από την υπαναχώρηση της πώλησης (ΑΠ 560/2017, ΑΠ 663/2016, ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 733/2001). Tα εκ του άρθρου 540 ΑΚ χορηγούμενα στον αγοραστή δικαιώματα και αξιώσεις και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, δεν μπορούν να ασκηθούν σωρευτικά, αλλά ο αγοραστής έχει το εκλεκτικό δικαίωμα να επιλέξει μία από αυτές και να την ασκήσει (ΑΠ 1312/1997), γιατί κατά τη διάταξη του άρθρου 306 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται αναλογικά και επί διαζευκτικής συρροής αξιώσεων, η επιλογή, που θα γίνει μία φορά είναι αμετάκλητη. Ειδικώς, όμως, καθόσον αφορά στην αξίωση διόρθωσης, που συνιστά επί της ουσίας αξίωση μετεκπληρώσεως της σύμβασης, ο αγοραστής εξακολουθεί να έχει δικαίωμα υπαναχώρησης ή μείωσης του τιμήματος, στην περίπτωση που η διόρθωση έλαβε μεν χώρα, το ελάττωμα, όμως, παρέμεινε. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση άσκησης του δικαιώματος αντικατάστασης του πωληθέντος πράγματος. Τούτο σαφώς συνάγεται, τόσο από τη διάταξη του άρθρου 541 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία “Ο αγοραστής μπορεί, αν διαπιστωθεί αργότερα και άλλο ελάττωμα, να ασκήσει εκ νέου ένα από τα δικαιώματα” του άρθρου 540 ΑΚ, όσο και από την τελολογία των οικείων διατάξεων, δεδομένου ότι η αξίωση διόρθωσης ή αντικατάστασης ως αξίωση μετεκπληρώσεως της σύμβασης, παρέχει μία επιπλέον δυνατότητα στον πωλητή, πριν την άσκηση των λοιπών δραστικότερων δικαιωμάτων από μέρους του αγοραστή, να εκπληρώσει προσηκόντως τη σύμβαση, διορθώνοντας το ελάττωμα ή αντικαθιστώντας το ελαττωματικό πράγμα. Όταν, όμως, η διόρθωση αυτή ή η αντικατάσταση αποβαίνει ατελέσφορη ή αποδεικνύεται αδύνατη ή αναποτελεσματική, τότε η στέρηση του αγοραστή από τη δυνατότητα άσκησης των λοιπών δικαιωμάτων του, θα κατέληγε σε μία αντίθετη προς το σκοπό του νόμου, αδυναμία ικανοποίησής του. Έτσι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, μπορεί να ασκήσει το διαπλαστικό δικαίωμα της υπαναχώρησης, με την άσκηση του οποίου, όπως αναφέρθηκε, η σύμβαση της πώλησης ανατρέπεται αναδρομικά και οι συμβαλλόμενοι ενέχονται σε αμοιβαία επιστροφή των ληφθεισών παροχών (ΑΠ 1636/2014, ΑΠ 575/2013).