Αριθμός 147/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Παράνομη οπλοκατοχή. Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος. Μεταβολή κατηγορίας.
– Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2168/1993 (περί όπλων , πυρομαχικών κλπ) ορίζεται μεταξύ άλλων ότι: Α. Όπλο είναι κάθε μηχάνημα, το οποίο εκ κατασκευής, μετατροπής ή τροποποίησης, με ωστική δύναμη που παράγεται με οποιονδήποτε τρόπο, εκτοξεύει βλήμα, βλαπτικές χημικές ή άλλες ουσίες, ακτίνες ή φλόγες ή αέρια και μπορεί να επιφέρει κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπα ή βλάβη σε πράγματα ή να προκαλέσει πυρκαγιά, όπως και κάθε συσκευή, που μπορεί να προκαλέσει με οποιονδήποτε τρόπο τα ανωτέρω αποτελέσματα. Στην έννοια του όπλου περιλαμβάνεται οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο και ιδίως πολεμικά τυφέκια, πολυβόλα, υποπολυβόλα, πιστόλια, περίστροφα, όπλα κρότου – αερίων, βαρέα όπλα, όπλα πυροβολικού και όπλα ευθυτενούς ή καμπύλης τροχιάς, καθώς επίσης χειροβομβίδες και νάρκες κάθε τύπου , Β…., Γ…., Δ. Πυρομαχικά είναι τα κάθε είδους εφόδια βολής, ανεξαρτήτως εάν φέρουν βολίδα ή όχι, και ιδίως τα φυσίγγια πολεμικών τυφεκίων, αυτόματων όπλων, πολυβόλων, υποπολυβόλων, πιστολιών και περιστρόφων, τα βλήματα βαρέων όπλων και πυροβολικού, καθώς και τα συστήματα που αποτελούνται από εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς μηχανισμούς ή συνδυασμούς αυτών, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως είναι ή να βληθούν με όπλα ευθυτενούς ή καμπύλης τροχιάς. Στην έννοια των πυρομαχικών περιλαμβάνονται και τα ενεργά επί μέρους στοιχεία αυτών (καψύλλια, καψυλλιωμένοι κάλυκες, ειδικού τύπου βολίδες και ιδίως εκρηκτικές, εμπρηστικές ή τροχιοδεικτικές, βραδύκαυστα υλικά κ.λ.π.), τα αβολίδωτα φυσίγγια κρότου – αερίων, καθώς και τα κάθε είδους εφόδια βολής όπλων οποιουδήποτε τύπου, που περιέχουν βλαπτικές χημικές ή άλλες ουσίες ή γόμωση εκρηκτικής ύλης , Ε…, ΣΤ…, Ζ…., Η. Μέρος όπλου είναι κάθε τμήμα ή τεμάχιο ειδικά σχεδιασμένο και απαραίτητο για τη λειτουργία του, μεταξύ των οποίων η κάννη, ο κορμός – βάση, το βυκίο, το κλείστρο ή κινητό ουραίο, η θαλάμη και ο γεμιστήρας (οι περιπτώσεις Α , Δ και Η ισχύουν όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 παρ. 1, 3, και 4, αντίστοιχα, του Ν. 3944/2011). Περαιτέρω, στις διατάξεις των παρακάτω άρθρων του ίδιου νόμου (Ν. 2168/1993) ορίζονται τα ακόλουθα: α) όποιος εισάγει παράνομα στην Ελλάδα όπλα ή άλλα είδη που αναφέρονται μεταξύ άλλων και στις προαναφερόμενες περιπτώσεις τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) έως τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ (αρθρ. 2 παρ. 11α ) και β), απαγορεύεται η κατοχή των προαναφερομένων όπλων και πυρομαχικών , χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής και οι παραβάτες τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών (αρθρ. 7 παρ. 1, 2α και 8α ). Τέλος , σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5α του Ν. 456/1976 (περί φωτοβολίδων και πυροτεχνημάτων ) : ” 1. Η εισαγωγή, κατασκευή, εμπορία, κατοχή και χρήση συσκευών εκτόξευσης κροτίδων απαγορεύεται. 2. α. Η εισαγωγή, κατασκευή και εμπορία συσκευών εκτόξευσης φωτοβολίδων επιτρέπεται μόνον κατόπιν άδειας των αρμόδιων αστυνομικών αρχών, β…., γ….δ. Η κατοχή συσκευών εκτόξευσης φωτοβολίδων, από ιδιώτες που δεν κατέχουν άδεια αγοράς, απαγορεύεται”, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου, οι παραβάτες των προαναφερομένων διατάξεων, τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρις ενός (1) έτους και χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.
– Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1, 174 παρ. 2 και 321 παρ. 1 στοιχ. δ και 4 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει. Τα στοιχεία δε της πράξεως πρέπει να είναι τόσα, ώστε ο κατηγορούμενος να λάβει σαφή και λεπτομερή γνώση της κατηγορίας που του αποδίδεται, για να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί, τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος εφέσεως, καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠΔ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις δε του άρθρου 141 του ΚΠΔ προκύπτει ότι τα πρακτικά της ποινικής δίκης αποδεικνύουν, μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά, όλα όσα καταχωρούνται σ’ αυτά, μεταξύ των οποίων και οι ισχυρισμοί, δηλώσεις, προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων, καθώς και οι αποφάσεις του δικαστηρίου και οι διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Επομένως, αιτήσεις, δηλώσεις ή ισχυρισμοί του κατηγορουμένου που δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, τα οποία δεν διορθώθηκαν κατά τούτο, ούτε προσβάλλονται ως πλαστά, θεωρούνται ότι δεν έγιναν.
– Μεταβολή κατηγορίας, που συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα καταδικαστικής απόφασης δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, επειδή δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την ποινική δίωξη (άρθρα 27, 43 και 171 παρ. 1 περ. β ΚΠΔ) και παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 3 περ. α και β της ΕΣΔΑ, θεμελιώνει δε λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ., υπάρχει όταν με τη σχετική απόφαση ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε πράξη ουσιωδώς διαφορετική κατά τόπο, χρόνο και ιστορικές περιστάσεις από εκείνη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο, και όχι από εκείνη που δέχτηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, η οποία με την τυπική παραδοχή της έφεσης ατονεί και κάθε ακυρότητά της καλύπτεται από την απόφαση της ουσίας του εφετείου, το οποίο επανεξετάζει την υπόθεση σε νομική και ουσιαστική βάση, δεσμευόμενο μόνο να μην εκδώσει επιβλαβέστερη απόφαση για τον εκκαλούντα κατηγορούμενο. Αντίθετα, δεν υπάρχει ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας, όταν, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 371 παρ. 3 ΚΠΔ, με την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προσδιορίζονται με περισσότερη ακρίβεια και σαφήνεια, βάσει των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν κατά την αποδεικτική διαδικασία ενώπιον αυτού, τα στοιχεία που συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση της εγκληματικής πράξης, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη ή όταν διορθώνονται ή συμπληρώνονται και βελτιώνονται κάποια ιστορικά στοιχεία, χωρίς να μεταβάλλεται ουσιωδώς η ταυτότητα της σχετικής πράξης ή όταν απλώς δίδεται ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός σ’ αυτή από το δικάζον δικαστήριο, το οποίο οφείλει, κατά την άσκηση της εξουσίας του, να εξετάζει την πράξη υπό όλες τις μορφές που καλύπτει το δεδικασμένο της απόφασής του και να προβαίνει στον ορθό χαρακτηρισμό αυτής. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν αποδίδεται στον κατηγορούμενο νέα και διαφορετική πράξη από εκείνη που έχει αποδοθεί σ αυτόν με την άσκηση της ποινικής δίωξης, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζεται, η διάταξη για άσκηση ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα, ούτε βλάπτονται, ούτε εμποδίζονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου να πληροφορηθεί τη φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας και να έχει τη χρονική δυνατότητα για προετοιμασία της υπεράσπισής του (ΑΠ 1294/2017, ΑΠ 912/2016).