Αριθμός 2014/2019
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ (ΠΟΙΝΙΚΗ)
– Ρύπανση περιβάλλοντος.
– Κατά το άρθρο 28 παρ. 1 εδ. α’ και β’ του Ν. 1650/1986 (όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με τους Ν. 3937/2011 και Ν. 4042/2012), με φυλάκιση τριών μηνών έως δύο έτη και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος προκαλεί ρύπανση ή υποβαθμίζει το περιβάλλον με πράξη ή παράλειψη, που αντιβαίνει στις διατάξεις του νόμου αυτού ή των διαταγμάτων και υπουργικών ή νομαρχιακών αποφάσεων που εκδίδονται με εξουσιοδότησή του ή ασκεί δραστηριότητα ή επιχείρηση χωρίς την απαιτούμενη, σύμφωνα με τις διατάξεις του ή τις διατάξεις των διαταγμάτων, υπουργικών ή νομαρχιακών αποφάσεων, άδεια ή έγκριση ή υπερβαίνει τα όρια της άδειας ή έγκρισης που του έχει χορηγηθεί και υποβαθμίζει το περιβάλλον. Κατά την παρ. 2 του άρθρου 28, όταν τα εγκλήματα της παρ. 1 τελούνται από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι ένα έτος. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στα εγκλήματα της παρ. 1, αν από το είδος ή την ποσότητα των ρύπων ή από την έκταση και τη σημασία της υποβάθμισης του περιβάλλοντος δημιουργήθηκε κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή, ενώ, αν επήλθε σωματική βλάβη ή θάνατος ανθρώπου, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη. Επίσης, κατά την παρ. 5 αυτού, οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι εντεταλμένοι ή διευθύνοντες σύμβουλοι ανωνύμων εταιριών, οι διαχειριστές εταιριών περιορισμένης ευθύνης, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου συνεταιρισμών, καθώς και τα πρόσωπα που ασκούν τη διοίκηση ή τη διαχείριση άλλων νομικών προσώπων του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα, έχουν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να μεριμνούν για την τήρηση των διατάξεων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος. Για κάθε πράξη ή παράλειψη του νομικού προσώπου που εμπίπτει στην παρ. 1 του άρθρου αυτού, τα παραπάνω πρόσωπα τιμωρούνται ως αυτουργοί, ανεξάρτητα από την τυχόν ποινική ευθύνη άλλου φυσικού προσώπου, εφόσον από πρόθεση ή από αμέλεια δεν τήρησαν την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση τους να μεριμνούν για την εφαρμογή των διατάξεών του. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 1650/1986, οι βασικοί στόχοι αυτού είναι, μεταξύ άλλων, και η αποτροπή της ρύπανσης και γενικότερα της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, η λήψη όλων των προληπτικών μέτρων, που είναι αναγκαία γι’ αυτόν τον σκοπό και η διασφάλιση της ανθρώπινης υγείας από τις διάφορες μορφές υποβάθμισης του περιβάλλοντος, και ειδικότερα από τη ρύπανση και τις οχλήσεις. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 του Ν. 1650/1986, ως “περιβάλλον” νοείται το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες. Ως “ρύπανση” νοείται η παρουσία στο περιβάλλον ρύπων, δηλαδή κάθε είδους ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων μορφών ενέργειας, σε ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια που μπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, στους ζωντανούς οργανισμούς και στα οικοσυστήματα ή υλικές ζημίες και γενικά να καταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του. Ως “υποβάθμιση” νοείται η πρόκληση από ανθρώπινες δραστηριότητες ρύπανσης ή οποιασδήποτε άλλης μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανόν να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων, στην ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και στις αισθητικές αξίες. “Προστασία του περιβάλλοντος” είναι το σύνολο των ενεργειών, μέτρων και έργων που έχουν στόχο την πρόληψη της υποβάθμισης του περιβάλλοντος ή την αποκατάσταση, τη διατήρηση και τη βελτίωση του. “Φυσικοί πόροι” είναι κάθε στοιχείο του περιβάλλοντος που χρησιμοποιείται ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο για την ικανοποίηση των αναγκών του και αποτελεί αξία για το κοινωνικό σύνολο. “Απόβλητα” είναι κάθε ποσότητα ρύπων (ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων μορφών ενέργειας) σε οποιαδήποτε φυσική κατάσταση ή αντικειμένων από τα οποία ο κάτοχος τους θέλει ή πρέπει ή υποχρεούται να απαλλαγεί, εφόσον είναι δυνατό να προκαλέσουν ρύπανση. “Ουσίες” είναι χημικά στοιχεία και οι ενώσεις τους, όπως παρουσιάζονται στη φυσική τους κατάσταση ή όπως παράγονται δευτερογενώς. Και “επικίνδυνες ουσίες ή παρασκευάσματα” είναι οι ουσίες ή τα παρασκευάσματα που είναι τοξικές, διαβρωτικές, ερεθιστικές, εκρηκτικές, εύφλεκτες, καρκινογόνες, μεταλλαξιογόνες, ραδιενεργές ή άλλες ουσίες που έχουν την ιδιότητα να επιταχύνουν την καύση, να αλλοιώνουν την φυσική κατάσταση του νερού, του εδάφους ή του αέρα και να προσβάλλουν δυσμενώς τον άνθρωπο και όλα τα άλλα έμβια όντα καθώς και το φυσικό περιβάλλον. Από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 2 και 28 του Ν. 1650/1986 προκύπτει ότι, για να στοιχειοθετηθεί το υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα της ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος, πρέπει να διαπιστωθεί η ύπαρξη “ρύπανσης” ή “υποβάθμισης” του περιβάλλοντος, με την έννοια που προαναφέρθηκε και δεν αρκεί η μη συμμόρφωση στις μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ) ή στους περιβαλλοντικούς όρους (ΕΠΟ), που έχουν εγκριθεί για τη συγκεκριμένη βιομηχανική εγκατάσταση. Επιπλέον, η διακρίβωση της ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος δεν αφήνεται στην αντίληψη του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αλλά προβλέπεται να γίνεται μόνο από ειδικούς, οι οποίοι ορίζονται, διενεργούν ελέγχους και εργαστηριακές εξετάσεις με προδιαγεγραμμένες μεθόδους και διατυπώνουν το πόρισμά τους με βάση τις κείμενες διατάξεις. Περαιτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 6, 7, 11, 25 και 26 του Ν. 1650/1986, καθορίζουν (αλλά και παραπέμπουν για τον καθορισμό σε Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις), τις αρμόδιες αρχές για την διεξαγωγή των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων (στις οποίες περιλαμβάνεται και η Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος ΕΥΕΠ), για τις οριακές τιμές παραμέτρων ποιότητας της ατμόσφαιρας, για τις μεθόδους δειγματοληψίας και ανάλυσής τους, για την προστασία του εδάφους, ιδίως από επικίνδυνα απόβλητα, και για τον Ενιαίο Φορέα Περιβάλλοντος (Ε.Φ.Ο.Π.), ο οποίος, μεταξύ άλλων, καθορίζει σε εθνικό επίπεδο τις οριακές τιμές παραμέτρων ποιότητας περιβάλλοντος και τις οριακές τιμές αποβλήτων και τα κλιμάκια ποιότητας περιβάλλοντος (Κ.Ε.Π.ΠΕ). Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται ότι συνιστούν ρύπανση οι ρύποι εκείνοι, που, κατά το άρθρο 2 του Ν. 1608/1986, εξαιτίας της ποσότητας, της συγκέντρωσης και της διάρκειας τους, είναι δυνατό να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, τη φυσική, διανοητική και κοινωνική ευεξία του ατόμου ή του συνόλου του πληθυσμού ή στους ζωντανούς οργανισμούς και τα οικοσυστήματα ή υλικές ζημιές και γενικά να καταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του. Ενώ, για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, απαιτείται ρύπανση με την προαναφερόμενη έννοια ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων…, όπως ειδικότερα ορίζεται στο άρθρο 2 του Ν. 1650/1986 (ΑΠ 270/2015, ΑΠ 2046/2018).