ΑΡΙΘΜΟΣ 207/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Δικαστικά έξοδα. Ένδικα μέσα. Επίδοση σε αντίκλητο. Αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου.
– Κατά το άρθρο 193 ΚΠολΔ, δεν επιτρέπεται προσβολή της αποφάσεως με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υποθέσεως. Ως ουσία της υπόθεσης κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς ασκήσεως ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, στα οποία περιλαμβάνεται κατ’ άρθρο 189 παρ. 1 ΚΠολΔ και η αμοιβή του δικηγόρου, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της αποφάσεως και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υποθέσεως (ΑΠ 1688/2017, ΑΠ 1818/2014, ΑΠ 2193/2013, ΑΠ 1637/2011, ΑΠ 1356/2003) και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υποθέσεως από την προσβολή και μόνο της αποφάσεως για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της υποθέσεως (ΑΠ 617/2008). Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και το έκτακτο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως (ΑΠ 1276/2017).
– Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ` αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Περαιτέρω στο άρθρο 6Α του διατάγματος της 26 Ιουνίου – 10 Ιουλίου 1944 “Περί κώδικος των νόμων, περί δικών του Δημοσίου”, που προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 46 του Ν. 4305/31.10.2014 ορίζονται τα εξής: “1. Η επίδοση από το Ελληνικό Δημόσιο ή οποιοδήποτε Ν.Π.Δ.Δ. κάθε ενδίκου βοηθήματος και ενδίκου μέσου, οποιασδήποτε κλήσης προς συζήτηση υπόθεσης, οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης, προσωρινής διαταγής, για οποιαδήποτε υπόθεση σε οποιονδήποτε βαθμό ή στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης, ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου, δύναται να γίνει: α) στους αντιδίκους του ή τον αντίκλητό τους, β) στον δικηγόρο, ο οποίος τους εκπροσώπησε κατά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης ή έχει υπογράψει το τελευταίο δικόγραφο που αφορά την υπόθεση, στην τελευταία δηλωθείσα, κατά τις κείμενες διατάξεις, διεύθυνσή τους. Ο δικηγόρος στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου θεωρείται αντίκλητος και για κάθε μεταγενέστερη επίδοση, εκτός εάν ο διάδικος, κατά περίπτωση, γνωστοποίησε με δήλωση στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή την έδρα του Ν.Π.Δ.Δ., το διορισμό νέου πληρεξουσίου ή αντικλήτου. Ο δικηγόρος ή ο αντίκλητος οφείλει να παραδίδει αμελλητί το επιδιδόμενο έγγραφο. Επιδόσεις που έχουν διενεργηθεί κατά τα αναφερόμενα στα προηγούμενα εδάφια θεωρούνται νόμιμες και για εκκρεμείς σε οποιοδήποτε στάδιο υποθέσεις. 2. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται ανάλογα και για επιδόσεις που διενεργούνται, κατ’ εφαρμογή κείμενων διατάξεων, από τη Γραμματεία οποιουδήποτε Δικαστηρίου ή τις Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές”. Ως δικηγόρος του διαδίκου, στον οποίο μπορεί εγκύρως να γίνει επίδοση, κατά τη σαφή έννοια της ως άνω διατάξεως, θεωρείται εκείνος ο οποίος εκπροσώπησε τον διάδικο στην τελευταία συζήτηση που εκπροσωπήθηκε αυτός από δικηγόρο ή υπέγραψε το τελευταίο δικόγραφο που κατατέθηκε εγκύρως για λογαριασμό του, υπογεγραμμένο από δικηγόρο, κατά την διαδικαστική πορεία της υποθέσεως, εφόσον ο δικηγόρος αυτός δεν έχει αντικατασταθεί κατά τον αναφερόμενο στην διάταξη αυτή τρόπο (ΑΠ 620/2017, ΑΠ 405/2016).