ΑΡΙΘΜΟΣ 227/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
– Μεταβίβαση ακινήτου με πλειστηριασμό. Άρνηση υποθηκοφύλακα να μεταγράψει. Καταπολέμηση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Απαγόρευση της εκποίησης ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Η απαγόρευση διάθεσης ακινήτου για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος περιλαμβάνει και τη διάθεση με αναγκαστική εκτέλεση.
– Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 1192, 1194 και 1198 ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 1005 παρ. 1 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν το εδάφιο α’ της παραγράφου αυτής αντικατασταθεί με την παράγραφο 7 του άρθρου έβδομου του Ν. 4475/2017 και εφαρμόζεται στην επίδικη περίπτωση), από τη στιγμή που ο υπερθεματιστής καταβάλει το πλειστηρίασμα, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του δίνει περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την κατακύρωση και αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ρητά η αρχή ότι ο πλειστηριασμός αποτελεί νόμιμο τίτλο ως αιτία παράγωγου τρόπου κτήσης της κυριότητας και ότι, επομένως, ο υπερθεματιστής θεωρείται ειδικός διάδοχος του καθ’ ου η εκτέλεση, τον οποίο και διαδέχεται στο δικαίωμα. Ειδικότερα, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα αυτό “δυνάμει σύμβασης”, όπως είναι η εκποίηση από αναγκαστικό πλειστηριασμό, που αποτελεί, όπως προκύπτει από την παραπάνω διάταξη σε συνδυασμό με τα άρθρα 1017 παρ. 2 του ΚΠολΔ, 199, 513, 1192 και 1198 ΑΚ, ιδιόρρυθμη σύμβαση πώλησης, η οποία ενεργείται υπό το κύρος της αρχής και τελειώνεται με την κατακύρωση που αποδέχεται την τελευταία προσφορά του υπερθεματιστή. Αν ο υπερθεματιστής καταβάλει ολόκληρο το οφειλόμενο πλειστηρίασμα, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους υπερημερίας, το φόρο μεταβίβασης και την αναλογία στα έξοδα περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, γεννάται υποχρέωση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού να του χορηγήσει περίληψη ύστερα από αίτησή του. Με την έκδοση και τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης (η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο), η κυριότητα και η νομή του ακινήτου που πλειστηριάστηκε μεθίστανται, χωρίς ιδιαίτερη παράδοση, στον υπερθεματιστή (ΟλΑΠ2/1993, ΑΠ2154/2014, ΑΠ2089/2013, ΑΠ657/2012). Η μη μεταγραφή από τον τελευταίο της περίληψης αυτής, για την οποία (μεταγραφή) ο νόμος δεν τάσσει προθεσμία, ούτε απαγγέλλει για το γεγονός αυτό ακυρότητα, δεν συνεπάγεται την ακυρότητα του πλειστηριασμού, αλλά αναστέλλει μόνο, εωσότου γίνει, την κτήση από τον υπερθεματιστή του δικαιώματος που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση και την άσκηση από τον υπερθεματιστή των περαιτέρω δικαιωμάτων του από τον εκτελεστό αυτόν τίτλο, δηλαδή την περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης (ΑΠ 314/2008). Μάλιστα, η καταβολή του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή επιφέρει, σύμφωνα με το άρθρο 1005 παρ.3 ΚΠολΔ, απόσβεση της υποθήκης ή της προσημείωσης που υπάρχει επάνω στο ακίνητο και ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα, μετά την εν λόγω καταβολή, να ζητήσει την εξάλειψη των βαρών (υποθηκών, προσημειώσεων και κατασχέσεων) που είναι γραμμένα στο ακίνητο. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1192 και 1193 ΑΚ προκύπτει ότι στο γραφείο μεταγραφών της περιφέρειας του ακινήτου μεταγράφονται οι περιοριστικά αναφερόμενες σε αυτά πράξεις, μεταξύ των οποίων και η πιο πάνω περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης. Η μεταγραφή (που δεν είναι δικαιοπραξία αλλά πράξη της δημόσιας αρχής που πραγματοποιεί την αρχή της δημοσιότητας) συνίσταται στην καταχώριση περίληψης της μεταγραπτέας πράξης στο βιβλίο μεταγραφών, κατά χρονολογική σειρά προσκόμισης. Η περίληψη περιέχει τα κύρια γνωρίσματα της πράξης. Η καταχώριση βεβαιώνεται και στο έγγραφο που μεταγράφεται, το οποίο και φυλάσσεται στο γραφείο μεταγραφών. Οι μεταγραπτέες πράξεις μεταγράφονται, εφόσον είναι έγκυρες. Αν είναι άκυρες, δεν παράγουν αποτελέσματα και, κατά συνέπεια, είναι περιττή η μεταγραφή, αφού αυτή δεν είναι ικανή να θεραπεύσει την ακυρότητα. Μόνο με τη μεταγραφή δεν επέρχεται η εμπράγματη μεταβολή. Άκυρη δικαιοπραξία, και αν ακόμη μεταγραφεί, παραμένει άκυρη και, ως εκ τούτου, δεν παράγει τα αποτελέσματά της (άρθρ. 180 ΑΚ). Έτσι, ο μεταγραφοφύλακας μπορεί να αρνηθεί τη μεταγραφή άκυρης (μεταγραπτέας κατ’ αρχήν) πράξης. Η άρνηση της μεταγραφής, πάντως, δικαιολογείται μόνο αν δεν προσκομίζονται τα αναγκαία σε κάθε περίπτωση έγγραφα (βλ. και άρθρο 13 του β.δ. 533/1963 “Περί εκτελέσεως του άρθρου 10 του ν.δ. 4201/1961”, κατά το οποίο σε περίπτωση υλικής ή τοπικής αναρμοδιότητας του υποθηκοφύλακα, σχετικά με τη ζητούμενη καταχώριση ή σημείωση, όπως επίσης όταν δεν έχουν υποβληθεί όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά ή δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του δικαιούχου ή του ακινήτου, καθώς και όταν τα έγγραφα που υποβλήθηκαν δεν δικαιολογούν τη ζητούμενη καταχώριση ή σημείωση, ο υποθηκοφύλακας πρέπει να απορρίψει την αίτηση που του υποβλήθηκε με αιτιολογημένη πράξη που καταχωρίζεται πάνω στην αίτηση και να ειδοποιήσει σχετικώς τον αιτούντα για να του παραδώσει τα συνημμένα έγγραφα) ή αν η ακυρότητα της πράξης είναι τυπικά εμφανής και ο μεταγραφοφύλακας μπορεί να σχηματίσει βεβαιότητα γι’ αυτή χωρίς να μπορεί να επεκταθεί σε ουσιαστικό έλεγχο εγγράφων και να προβεί σε έλεγχο της βασιμότητας του δικαιώματος που μεταβιβάστηκε ή αναγνωρίστηκε (ΑΠ1971/2017, ΑΠ621/2015, ΑΠ1330/2008).
– Σύμφωνα δε με το άρθρ. 791 παρ. 1 του ΚΠολΔ: “όποιος τηρεί δημόσια βιβλία στα οποία καταχωρίζονται πράξεις ή αποφάσεις που έχουν σχέση με τη σύσταση, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου ή εγγράφονται ή εξαλείφονται κατασχέσεις ή εγγράφονται αγωγές ή ανακοπές ή γίνονται σημειώσεις γι’ αυτές, αν αρνείται να ενεργήσει όπως του ζητείται, οφείλει, το αργότερο μέσα στην επόμενη από την υποβολή της αίτησης ημέρα, να σημειώσει περιληπτικά στο σχετικό βιβλίο την άρνησή του και τους λόγους της”, ενώ, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου: “Η εκκρεμότητα που δημιουργείται με την άρνηση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει εκείνος που τηρεί τα βιβλία, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον”. Η προπαρατιθέμενη διάταξη έχει διπλό περιεχόμενο: αφενός μεν, θεσπίζει την ουσιαστικού δικαίου υποχρέωση απάντησης του προσώπου, που τηρεί τα δημόσια βιβλία, στις σχετικές αιτήσεις των ενδιαφερομένων, αφετέρου δε, καθορίζει διαδικασία άρσης κάθε σχετικής εκκρεμότητας. Η διαδικασία μάλιστα αυτή είναι αποκλειστική, καθώς η άρνηση του Υποθηκοφύλακα δεν αποτελεί διοικητική πράξη και, άρα, δεν προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης, ούτε είναι δυνατό ο εξαναγκασμός των προσώπων αυτών σε καταχώριση με διαταγή του Εισαγγελέα. Η διάταξη αναφέρεται σε αμφισβητήσεις ως προς την υποχρέωση εγγραφής στα βιβλία μεταγραφών που τηρούν οι Υποθηκοφύλακες, ενώ ο έλεγχος του Δικαστηρίου, προκειμένου να προβεί στη σχετική διαταγή, αφορά ιδίως το σύννομο της άρνησης.
– Με το άρθρο 7 του Ν. 3691/2008, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3932/2011, συστάθηκε η “Αρχή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης” που απολαμβάνει διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, τη λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη και καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Με το άρθρο 7Α του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, υπό κοινό Πρόεδρο. Ειδικότερα, η Α’ Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών “…συγκεντρώνει, διερευνά και αξιολογεί τις αναφορές υπόπτων ή ασυνήθων συναλλαγών που υποβάλλουν στην Αρχή τα υπόχρεα πρόσωπα, καθώς και τις πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρχή από άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς ή περιέρχονται σε αυτήν από τα μέσα ενημέρωσης, το διαδίκτυο ή οποιαδήποτε άλλη πηγή και αφορούν επιχειρηματικές, επαγγελματικές ή συναλλακτικές δραστηριότητες που ενδεχομένως σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας… Σε επείγουσες περιπτώσεις ο Πρόεδρος διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχόμενων φυσικών ή νομικών προσώπων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 48 παράγραφος 5…”. Εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του νόμου αυτού καταγράφονται αναλυτικά οι εγκληματικές δραστηριότητες – “βασικά αδικήματα”, η τέλεση των οποίων στοιχειοθετεί το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από τις εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος). Ο ίδιος Ν. 3691/2008 στο άρθρο 46 παρ.1 (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο) προέβλεπε ότι “Τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν προϊόν βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 ή που αποκτήθηκαν αμέσως ή εμμέσως από προϊόν τέτοιων αδικημάτων ή τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν προς τέλεση αυτών των αδικημάτων, κατάσχονται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεως τους στον ιδιοκτήτη κατά την παρ.2 του άρθρου 310 και του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 373 ΚΠΔ, δημεύονται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν τα περιουσιακά στοιχεία ή μέσα ανήκουν σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει του βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 κατά το χρόνο κτήσεως αυτών. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και σε περίπτωση απόπειρας των ανωτέρω αδικημάτων”, ενώ στο άρθρο 48 προέβλεπε ότι “1. Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2 μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 46 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, η απαγόρευση της κίνησης των λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στο διευθυντικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού που αναφέρεται στην παρ.1 του άρθρου 44 ή στον διευθυντή του υποκαταστήματος του τόπου όπου εδρεύει ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή κοινής θυρίδας επιδίδεται και στον τρίτο. 2… 3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να διατάξει την απαγόρευση εκποιήσεως ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφών, ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου αυτής. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στο βιβλίο του υποθηκοφυλακείου μετά την εγγραφή της πιο πάνω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου. 4. Ο κατηγορούμενος, ο ύποπτος τέλεσης αξιόποινης πράξης των αδικημάτων των άρθρων 2 και 3 και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι μέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος… 5. Όταν διεξάγεται έρευνα από την Α’ Μονάδα της Αρχής, η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθεί σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3. Τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία, μαζί με αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης, διαβιβάζονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 4…”. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 46 και 48 του Ν. 3691/2008 (που επαναλαμβάνουν ρυθμίσεις που ίσχυαν και υπό το καθεστώς του προηγούμενου Ν. 2331/1995 με ορισμένες διαφοροποιήσεις) προκύπτει ότι η προβλεπόμενη σ’ αυτές δήμευση περιουσιακών στοιχείων αποτελεί ιδιόμορφο αποκαταστατικό μέτρο και φέρει το χαρακτήρα παρεπόμενης ποινής. Εξάλλου, από το σύνολο των διατάξεων του Ν. 3691/2008, σκοπός των οποίων, κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 1, είναι η λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη και καταπολέμηση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, προκύπτει ότι η απαγόρευση της εκποίησης ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου, που επιβάλλεται με διάταξη του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου ή του προέδρου της Αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας…, αποσκοπεί στο να εμποδίσει οποιαδήποτε διάθεση του συγκεκριμένου ακινήτου, είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, είτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ακόμη και το Ελληνικό Δημόσιο, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, έτσι ώστε -εκτός από την εξυπηρέτηση των σκοπών της ανάκρισης- να εξασφαλιστεί ότι, σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης, θα είναι δυνατή η δήμευση του ακινήτου είτε ως παρεπόμενη ποινή (άρθρο 46 παρ. 1) είτε ως μέτρο ασφαλείας (άρθρο 46 παρ.3). Ο χαρακτήρας αυτός της δέσμευσης ως μέτρου εξασφαλιστικού της δήμευσης, ο οποίος εξυπηρετεί, όπως προεκτέθηκε, τον ευρύτερου δημόσιου συμφέροντος σκοπό της πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθιστά μη νόμιμη έναντι του Ελληνικού Δημοσίου οποιαδήποτε πράξη εκποίησης του δεσμευμένου ακινήτου μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, δηλαδή μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου ή την ανάκληση για οποιονδήποτε λόγο της διάταξης με την οποία επιβλήθηκε η δέσμευση. Μέχρι τότε, άλλωστε, δεν έχει κριθεί αμετάκλητα αν το δεσμευμένο ακίνητο θα αποδοθεί στον κατηγορούμενο (εφόσον κριθεί ότι δεν τέλεσε την πράξη) ή αν θα δημευτεί υπέρ του Δημοσίου (εφόσον επιβληθεί δήμευση είτε ως παρεπόμενη ποινή είτε ως μέτρο ασφάλειας). Να σημειωθεί ότι ο ν. 3691/2008 (άρθρα 1 έως και 54 αυτού) καταργήθηκε με το άρθρο 54 παρ. 2 Ν. 4557/2018 “Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας…(ενσωμάτωση της οδηγίας 2015/849/ΕΕ)” που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 139/Δ/30-7-2018 και στο άρθρο 53 παρ. 2 έως και 4 του νόμου τούτου ορίζεται ότι: “2. Οι κανονιστικές πράξεις που εκδόθηκαν κατ` εξουσιοδότηση των νόμων 2331/1995 (Α’ 173) και 3691/2008 (Α’ 166) παραμένουν σε ισχύ μέχρι την τροποποίηση ή κατάργησή τους, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος. 3. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης του άρθρου 7 του Ν. 3691/2008, νοείται η Αρχή. 4. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά στα άρθρα 1 έως 54 του Ν. 3691/2008, νοούνται οι, κατά περιεχόμενο, αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος” με την περαιτέρω επισήμανση ότι το αντίστοιχο του προπαρατιθέμενου άρθρου 48 του ν. 3691/2018 είναι το άρθρο 42 (κατά τα άρθρα 58 και 59 της Οδηγίας 2015/849) του νέου νόμου [όπως στην παράγραφο 5 του άρθρου αυτού προστέθηκε τελευταίο εδάφιο, με το άρθρο 9 παρ. 2 Ν. 4637/2019 (ΦΕΚ 180/Α/18-11-2019), αναφορικά με τα χρονικά όρια των μέτρων δέσμευσης], που επαναλαμβάνει αντίστοιχες ρυθμίσεις στο ίδιο αντικείμενο που καθόριζε το άρθρο 48 με ελάχιστες διαφοροποιήσεις.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδάφ. α’ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται “αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών…”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ 1 ΚΠολΔ.