Αριθμός 236/2020ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ – Αναγκαστική εκτέλεση. Ανακοπή τρίτου και διεκδικητική αγωγή.- Kατά το άρθρο 904 ΚΠολΔ, “αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να γίνει βάσει εκτελεστού τίτλου. Εκτελεστοί τίτλοι είναι (πλην άλλων) οι τελεσίδικες αποφάσεις κάθε ελληνικού δικαστηρίου και οι διαταγές πληρωμής που εκδίδουν έλληνες δικαστές”. Επίσης, κατά το άρθρο 918 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, “αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να γίνει μόνο βάσει αντιγράφου του εκτελεστού τίτλου που έχει τον εκτελεστήριο τύπο (απόγραφο)”, κατά το άρθρο 919 του Κώδικα αυτού, “η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται: 1) όταν πρόκειται για δικαστικές αποφάσεις, υπέρ και κατά των προσώπων, έναντι των οποίων ισχύει το δεδικασμένο και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του επιδίκου πράγματος κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος της, 2) όταν πρόκειται για όλους τους άλλους εκτελεστούς τίτλους, υπέρ των δικαιούχων και κατά των υποχρέων που αναφέρονται σ’ αυτούς, υπέρ και κατά των προσώπων που αναφέρονται στα άρθρα 325 έως 327, καθώς και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του πράματος μετά τη σύνταξη του εγγράφου ή την έκδοση του τίτλου”, κατά το άρθρο 924 του ίδιου Κώδικα, “η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση…”, κατά το άρθρο 933 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, “αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον και αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση ασκούνται μόνο με ανακοπή…”, κατά το άρθρο 936 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, “τρίτος έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, αν προσβάλλεται δικαίωμά του επάνω στο αντικείμενο της εκτέλεσης, το οποίο δικαιούται να αντιτάξει σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και, ιδίως: α) δικαίωμα εμπράγματο που αποκλείει ή περιορίζει το δικαίωμα εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, β) απαγόρευση διάθεσης που έχει ταχθεί υπέρ αυτού και συνεπάγεται σύμφωνα με το νόμο την ακυρότητα της διάθεσης. Έχει επίσης δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή και ο νομέας, εκτός αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση αποδείξει πως εκείνος κατά του οπίου στρέφεται έχει επάνω στο αντικείμενο που έχει κατασχεθεί εμπράγματο δικαίωμα επικρατέστερο από τη νομή” και κατά το άρθρο 1020 του ίδιου Κώδικα, “αγωγή διεκδίκησης του πράγματος που πλειστηριάστηκε πρέπει να ασκηθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία, για κινητά ενός έτους από τότε που παραδόθηκαν στον υπερθεματιστή και για ακίνητα πέντε ετών από τότε που μεταγράφηκε η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης νομιμοποιείται να ασκήσει εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, εκείνος, δηλαδή, στον οποίο επιδόθηκε αντίγραφο του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση (άρθρο 924 παρ. 1 ΚΠολΔ), είτε αυτός είναι οφειλέτης εκείνου που επισπεύδει την εκτελεστική διαδικασία, οπότε νόμιμα στρέφεται εναντίον του η εκτέλεση (άρθρο 919 ΚΠολΔ), είτε δεν είναι οφειλέτης του επισπεύδοντος, οπότε παράνομα στρέφεται εναντίον του η εκτέλεση με την κατά τα παραπάνω επίδοση σε αυτόν αντιγράφου του απογράφου. Αν, όμως, στο πρόσωπο του τελευταίου, πλην του ότι δεν είναι οφειλέτης του επισπεύδοντος, συντρέχουν και οι προϋποθέσεις του άρθρου 936 παρ. 1 ΚΠολΔ, ήτοι έχει στο αντικείμενο της εκτέλεσης δικαίωμα που μπορεί να αντιτάξει κατά του οφειλέτη του επισπεύδοντος κατά του οποίου έχει στραφεί ή έπρεπε να είχε στραφεί η εκτέλεση και το οποίο δικαίωμα προσβάλλεται με την εκτέλεση, τότε νομιμοποιείται αυτός, να ασκήσει, πλην της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, με την οποία θα προβάλλει έλλειψη απαίτησης του επισπεύδοντος εναντίον του και, συνεπώς, παθητικής νομιμοποίησής του και την ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ για την ακύρωση της εκτέλεσης, ενώ μετά την ολοκλήρωση του πλειστηριασμού, τη μεταγραφή της κατακυρωτικής έκθεσης και την εγκατάσταση του υπερθεματιστή στη νομή του εκπλειστηριασθέντος πράγματος, νομιμοποιείται να ασκήσει, αντί της ανακοπής του άρθρου 936 ΚΠολΔ, την αγωγή του κοινού δικαίου, όπως εκείνη του άρθρου 1094 ΑΚ, εντός, όμως, της προθεσμίας του άρθρου 1020 ΚΠολΔ. Η άσκηση και των δύο παραπάνω ενδίκων βοηθημάτων (της ανακοπής του άρθρου 933 αφενός και της ανακοπής του άρθρου 936 ή της αγωγής του κοινού δικαίου αφετέρου), ενόψει των ανωτέρω διαφορετικών προϋποθέσεων καθεμιάς των δύο αξιώσεων και του αντικειμένου των δύο δικών, αφενός μεν δεν εγκυμονεί κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και δημιουργίας αντιφατικού δεδικασμένου, αφετέρου δε προάγει την ασφάλεια δικαίου και τη σταθερότητα των συναλλαγών, αφού, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, επιτρέπει την αποτελεσματικότερη προστασία εκείνου, που, ακριβώς, δικαιούται την προστασία αυτή και αποτρέπει τη φαλκίδευση του δικαιώματός του στο αντικείμενο της αναγκαστικής εκτέλεσης, με την προσχηματική και μεθοδευμένη (ενώ, δηλαδή, δεν είναι οφειλέτης του επισπεύδοντος) απεύθυνση της αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του ή και εναντίον του.