Αριθμός 289/2020 ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ – Ανακοπή ερημοδικίας. Επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση. – Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ανακοπή κατά αποφάσεως που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε ανυπαίτιο και απρόβλεπτο γεγονός εξαιρετικής φύσεως, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναμενόταν και ούτε ήταν δυνατόν να προληφθεί ή να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΟλΑΠ 29/1992, ΑΠ 219/2016, ΑΠ 1506/2013). Ειδικότερα, ως ανώτερη βία, στο πεδίο του δικονομικού δικαίου, νοείται κάθε τυχαίο και ανυπαίτιο γεγονός παρακωλυτικό της εμφανίσεως του διαδίκου στο ακροατήριο και της συμμετοχής του στην εκδίκαση της υποθέσεώς του, το οποίο ήταν εξαιρετικό και απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από αυτόν ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως. Τέτοια γεγονότα μπορεί να είναι, πλην άλλων και η, χωρίς οιαδήποτε προειδοποίηση, αλλαγή την τελευταία στιγμή, της αίθουσας του δικαστηρίου που ορίστηκε για τη συζήτηση της υπόθεσης, και στην οποία (αίθουσα) κλήθηκε ο διάδικος να παραστεί και να ασκήσει τα δικαιώματά του, εφόσον τα γεγονότα αυτά υπήρξαν απρόβλεπτα και αναπότρεπτα και επί πλέον συνέβαλαν στην επέλευση της ερημοδικίας. Αν, όμως, έχει έγκαιρα, επισημανθεί η αλλαγή με σχετική ανακοίνωση, η ανώτερη βία αποκλείεται (ΑΠ1 568/2013, ΑΠ 802/1988). Με την έννοια αυτή η ανώτερη βία, αξιολογούμενη στο χώρο του δικονομικού δικαίου, ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, από την οποία διαφοροποιείται μόνον κατά τις συνέπειες: Η δικονομική ανώτερη βία οδηγεί σε επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με αντίστοιχη ανατροπή της κύρωσης που προκάλεσε η παραβίαση συγκεκριμένου δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο η ανώτερη βία λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Επομένως, στο χώρο του δικονομικού δικαίου συνιστά ανώτερη βία η κατάσταση αδυναμίας του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου να ανταποκριθούν σε κάποιο δικονομικό βάρος τους, παρά την εκ μέρους τους καταβολή της οφειλόμενης (εξιδιασμένης) προσοχής και επιμέλειας, με αποτέλεσμα η σχετική διαδικαστική πράξη τους να πάσχει από ακυρότητα ή να είναι απαράδεκτη. Ως προς αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Όμως, η έννοια της ανώτερης βίας του άρθρου 501 ΚΠολΔ είναι έννοια νομική εκ του ουσιαστικού δικαίου, αφού ανήκει σε εκείνες που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας, που ρυθμίζουν την άσκηση και τη διασφάλιση του κατοχυρωμένου – από το άρθρο 20 του Συντάγματος- δικαιώματος ακρόασης του διαδίκου (ΑΠ 219/2016, ΑΠ 91/2015, ΑΠ 633/2011). Η συνδρομή αυτής καθεαυτής της ανώτερης βίας, δηλαδή η εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας από το δικαστήριο της ουσίας, ελέγχεται αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου, για να διαπιστωθεί, αν τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται στο υπόψη δικόγραφο ή αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ως αποδεδειγμένα, δικαιολογούν την κρίση του ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός συνιστά ή όχι ανώτερη βία στο πλαίσιο ορθής ή μη υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στην έννοια αυτή (ΑΠ 1540/2017, ΑΠ 741/2016). – Από το άρθρο 579 παρ. 1 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι, αν η τελεσίδικη απόφαση αναιρεθεί ολικώς, αποβάλλει κάθε ισχύ, θεωρείται ως εντελώς άκυρη και επομένως παύει αυτή να έχει την από το άρθρο 321 και επ. ΚΠολΔ ισχύ δεδικασμένου. Οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και το Εφετείο, στο οποίο παραπέμφθηκε εξ ολοκλήρου η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, ερευνά αυτήν εξ υπαρχής, δεσμευόμενο μόνο από τα όρια που διαγράφονται στην αναιρετική απόφαση (ΚΠολΔ 580 παρ. 4, 581 παρ. 2). – Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 579 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, αν δε αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Από τις αμέσως πιο πάνω διατάξεις προκύπτει, ότι το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση υποβάλλεται και με τις προτάσεις του αναιρεσείοντος που έχουν κατατεθεί έως την παραμονή της συζήτησης, όπως επιβάλλεται και στην περίπτωση της αυτοτελούς αίτησης, για την ταυτότητα του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 13/2004, ΑΠ 1486/2014).