ΑΡΙΘΜΟΣ 310/2020 (ΠΟΙΝΙΚΗ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ευθύνη νομίμου εκπροσώπου ανώνυμης εταιρείας. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, όπως ισχύει, τιμωρείται με τις αναφερόμενες στη διάταξη αυτή ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), οι οποίες υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι (20.000) ευρώ, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσης Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόμου τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις αναφερόμενες στην εν λόγω διάταξη ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ` αυτόν (εργατικές), που υπερβαίνουν το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, με σκοπό απόδοσής τους στους κατά την παράγραφο 1 Οργανισμούς, και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του ΑΝ 1846/1951, όπως έχουν τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις ως άνω διατάξεις και το άρθρο 8 παρ. 5 του ίδιου ΑΝ 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα για λογαριασμό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα. Κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951 ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο που έχει ορισθεί κατά τα άνω.
– Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ` αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ` είδος (μάρτυρες, έγγραφα κτλ), χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967 απόφασης πρέπει να περιέχονται σ` αυτήν τα κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο ως άνω αξιόποινων πράξεων, που είναι: α) η απασχόληση με σχέση εξαρτημένης εργασίας σε συγκεκριμένο χρόνο, του ασφαλισμένου προσωπικού στους παραπάνω Οργανισμούς, β) τα χρηματικά ποσά που με βάση τις τακτικές αποδοχές του προσωπικού όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον Ασφαλιστικό Οργανισμό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε και γ) η νομική μορφή της επιχείρησης, δηλαδή αν πρόκειται για προσωπική (ατομική) ή εταιρική επιχείρηση και στη δεύτερη περίπτωση ποία η εταιρική μορφή της επιχείρησης και ποία η ιδιότητα και η θέση του κατηγορουμένου στην τελευταία, ώστε να ανακύπτει υποχρέωση του για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών, μη αρκούντος του χαρακτηρισμού του ως εργοδότη ή ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης, διότι στην τελευταία περίπτωση δημιουργείται ασάφεια ως προς τη νομική υποχρέωση αυτού για την καταβολή των παραπάνω εισφορών και δημιουργείται ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ.
– Επί νομικού προσώπου, φερομένου ως εργοδότη λόγω της άσκησης της επιχείρησης, πρέπει να γίνεται αναφορά των πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει η θέση αυτού στην επιχείρηση αυτή, δεδομένου ότι για την καταβολή των ως άνω εισφορών, μεταξύ άλλων, όταν εργοδότης είναι ανώνυμη εταιρεία, υπόχρεος και ποινικά υπεύθυνος είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος αυτής μέχρι την 11.4.2012, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 115 του Ν. 2238/1994 και 4 παρ. 4 του Ν. 2556/1997 [όπως αντικ. από το άρθρο 69 παρ. 2 του Ν. 2676/1999, ενώ με τη ρύθμιση της παρ. 7 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 4075/11-4-2012, ως αυτουργοί του εγκλήματος της μη απόδοσης ασφαλιστικών εισφορών από τις 12.4.2012 και εφεξής θεωρούνται στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες: α) οι πρόεδροι των Διοικητικών Συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και β) σε περίπτωση που ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς κάποιο από τα προαναφερόμενα καθήκοντα.