Αριθμός 331/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Αξίωση μισθωτού για προαγωγή του (μισθολογική ή βαθμολογική). Ισχυρισμός του εργοδότη της απλής υπεροχής ενός ή περισσοτέρων συναδέλφων του ενάγοντος. Μη λήψη υπόψη πραγμάτων.
– Η αξίωση του ενάγοντος μισθωτού για προαγωγή του (μισθολογική ή βαθμολογική) στην περίπτωση παραλείψεως αυτής, ελέγχεται από τα δικαστήρια ανάλογα με τη φύση του κανονισμού ή οργανισμού προσωπικού του εναγομένου εργοδότη. Ειδικότερα στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με ισχύ νόμου, η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου από τα αρμόδια όργανα του εργοδότη ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ για κατάχρηση δικαιώματος, η οποία υφίσταται όταν κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστεως παραλείφθηκε η προαγωγή εργαζομένου που καταφανώς υπερείχε κατά τα προβλεπόμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι άλλου συναδέλφου του, του οποίου καταχρηστικώς προκρίθηκε η προαγωγή. Στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με συμβατική ισχύ, η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τις διατάξεις των άρθρων 201 και 207 ΑΚ. Στις περιπτώσεις δηλαδή αυτές η προαγωγή τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της συνδρομής των προς προαγωγή όρων και δη της συνδρομής στο πρόσωπο του εργαζομένου των συμβατικώς προβλεπόμενων στον κανονισμό ή οργανισμό προϋποθέσεων και προσόντων προς προαγωγή. Αν επομένως ο εργοδότης ή τα όργανα του που ορίζονται στον κανονισμό ή οργανισμό παρέλειψαν αντίθετα προς την καλή πίστη να προαγάγουν ορισμένο εργαζόμενο μολονότι αυτός συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις και τα αναγκαία τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, η αίρεση λογίζεται ότι έχει πληρωθεί. Είναι δε αντίθετη προς την καλή πίστη η παράλειψη προαγωγής ορισμένου υποψηφίου αν αυτός υπερείχε καταφανώς έναντι έστω και ενός προκριθέντος συναδέλφου του. Από αυτά καθίσταται φανερό ότι είτε εφαρμοσθεί το άρθρο 281 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού προσωπικού με ισχύ νόμου) είτε εφαρμοσθεί το άρθρο 207 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού με συμβατική ισχύ), ο έλεγχος της παραλείψεως προαγωγής γίνεται με το ίδιο νομικό κριτήριο της αντιθέσεως ή μη αυτής προς τις αρχές της καλής πίστεως και ειδικότερα με το κριτήριο της καταφανούς ή όχι υπεροχής του παραλειφθέντος ως προς τα υπηρεσιακά προσόντα έναντι προαχθέντος συναδέλφου του (ΟλΑΠ 32/2002, ΑΠ 256/2016).
– Από τις διατάξεις των άρθρων 281, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι ο εργοδότης, εναγόμενος από μισθωτό του για παράλειψη της προαγωγής του κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ ή εκείνων των άρθρων 201 και 207 ΑΚ, έχει το δικαίωμα να προβάλει προς άμυνα κατά της αγωγής διακωλυτική ένσταση κατά της αξιώσεως του μισθωτού προς προαγωγή, η οποία ένσταση θεμελιώνεται στον ισχυρισμό της απλής υπεροχής ενός ή περισσοτέρων συναδέλφων του ενάγοντος, οι οποίοι θα είχαν προαχθεί αντ’ αυτού, αν δεν είχαν προαχθεί κατά παράλειψή του οι αναφερόμενοι στην αγωγή. Η ένσταση αυτή δεν συνιστά δόλια συμπεριφορά του εργοδότη ούτε αντίκειται στις αρχές της καλής πίστεως, σε περίπτωση δε ευδοκιμήσεως της επιφέρει απλώς τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραλείψεως της προαγωγής του ενάγοντος και της προαγωγής των προτεινομένων από αυτόν προς σύγκριση με την αγωγή του (ΑΠ 215/2017, ΑΠ 287/2015).
– Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεως τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως (ΟλΑΠ 25/2003).