ΑΡΙΘΜΟΣ 374/2020 (ΠΟΙΝΙΚΗ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ- Ακάλυπτη επιταγή. Στοιχεία εγκλήματος. Δικαίωμα υποβολής έγκλησης. Μνεία “αξία εις κάλυψιν», “προς είσπραξιν», “κατά πληρεξουσιότητα”. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Έλλειψη ακροάσεως. Υπέρβαση εξουσίας. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.- Με το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 “περί επιταγής», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 1 ΝΔ 1325/1972, ορίζεται ότι “ο εκδίδων επιταγήν μη πληρωθείσαν επί πληρωτού παρ’ ω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνον της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής ταύτης, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών». Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το “εν γνώσει” της προηγούμενης του Ν. 1325/1972 ρυθμίσεως, προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, στην οικεία θέση υπογραφής του εκδότη, αδιαφόρως αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρείας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρείας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, περίπτωση που συντρέχει, όταν αυτή εμφανισθεί στην πληρώτρια Τράπεζα εντός οκτώ (8) ημερών από της επομένης της εκδόσεώς της (άρθρ. 29 σε συνδ. με άρθρ. 56 του άνω νόμου “περί επιταγής») και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής, υποκειμενικά δε γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της εκδόσεως επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Ειδικότερα, με τη νέα ρύθμιση, αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) δόλος και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τελέσεως της πράξεως. Έτσι, για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού δεν απαιτείται ο εκδότης να τελεί “εν γνώσει” της ανυπαρξίας διαθέσιμων κεφαλαίων, αλλά αρκεί προς τούτο, ότι αυτός θεωρεί την έλλειψη πιθανή και την αποδέχεται. Όταν, συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, διαλαμβάνεται ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία, που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 79 παρ. 1 Ν. 5960/1933, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις και το σκοπό της διατάξεως του άνω άρθρου, σαφώς προκύπτει, ότι δράστης (αυτουργός) του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι μόνο ο “εκδίδων” επιταγή χωρίς αντίκρισμα, δηλαδή αυτός που πραγματοποιεί την επί του τίτλου δήλωση βουλήσεως (υπογράφει το έγγραφο της επιταγής) και θέτει αυτό σε κυκλοφορία, ανεξάρτητα από το πρόσωπο, για το οποίο επέρχονται οι έννομες συνέπειες, που απορρέουν από αυτή. Ακόμη, κατά το εδάφ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 79 του ίδιου Ν. 5960/1933, όπως η παρ. 5 είχε προστεθεί με την παρ. 1 εδ. α’ άρθρ. 4 Ν. 2408/1996, τροποποιηθεί με το άρθρ. 22 Ν. 2721/1999 και αντικατασταθεί με το άρθρ. 15 παρ. 3 Ν. 3472/2006, “η ποινική δίωξη ασκείται με έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε ή του εξ αναγωγής υποχρέου, ο οποίος την εξόφλησε και έγινε κομιστής της». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι δικαίωμα εγκλήσεως για έκδοση ακάλυπτης επιταγής έχει οποιοσδήποτε κομιστής της επιταγής, ως αμέσως από την αξιόποινη πράξη παθών, δηλαδή όχι μόνον ο τελευταίος κομιστής, ο οποίος εμφάνισε στην πληρώτρια Τράπεζα τη μη πληρωθείσα επιταγή, αλλά και ο οπισθογράφος, ο οποίος κατέστη κομιστής έχοντας πληρώσει αναγωγικώς την επιταγή μετά την εμφάνισή της (ΟλΑΠ23/2007,24/2007,29/2007). Ως εκ τούτου, επί εκδότη νομικού προσώπου, το φυσικό πρόσωπο, που εκδίδει με την υπογραφή του επί του τίτλου την ακάλυπτη επιταγή στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας που εκπροσωπεί, υπέχει ατομική ποινική ευθύνη για την έκδοση και τη μη πληρωμή της επιταγής αυτής από το λογαριασμό της εταιρείας. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 23 του Ν. 5960/1993, σύμφωνα με την οποία “οσάκις η οπισθογράφησις περιέχει την μνείαν “αξία εις κάλυψιν», “προς είσπραξιν», “κατά πληρεξουσιότητα” ή πάσαν άλλην μνείαν ενέχουσαν απλήν εντολήν, ο κομιστής δύναται να ασκήσει πάντα τα εκ της επιταγής απορρέοντα δικαιώματα, αλλά δεν δύναται να οπισθογραφήσει αυτήν ειμή λόγω πληρεξουσιότητος», συνάγεται ότι η λόγω πληρεξουσιότητας οπισθογράφηση δεν επάγεται μεταβιβαστικά ή εγγυητικά αποτελέσματα, ούτε η κυριότητα της επιταγής μεταβιβάζεται ούτε ο οπισθογράφος ευθύνεται. Απλώς ο δυνάμει οπισθογραφήσεως λόγω πληρεξουσιότητας κομιστής μπορεί να ασκήσει τα από την επιταγή απορρέοντα δικαιώματα επ’ ονόματι και για λογαριασμό του οπισθογράφου, ο οποίος παραμένει νόμιμος κομιστής της επιταγής και συνεπώς αυτός δικαιούται να υποβάλει την έγκληση. Και ναι μεν η λόγω πληρεξουσιότητας οπισθογράφηση στην τυπική μορφή της απαιτεί να σημειώνεται επί του τίτλου μία από τις παραπάνω λέξεις, όμως, δεν αποκλείεται και η συγκαλυμμένη λόγω πληρεξουσιότητας οπισθογράφηση, η οποία γίνεται, χωρίς την τήρηση του τύπου, επί τη βάσει ιδιαίτερης συμφωνίας μεταξύ του οπισθογράφου και του κομιστή, αν αποδειχθεί δε η συμφωνία αυτή, ο οπισθογράφος εξακολουθεί να παραμένει δικαιούχος των από την επιταγή δικαιωμάτων και, επομένως, αυτός δικαιούται να υποβάλλει την έγκληση για την από τον εκδότη έκδοση ακάλυπτης επιταγής.- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ειδικά δε, επί καταδίκης για το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (άρθρο 79 παρ. 1 Ν. 5960/1933) θα πρέπει να προσδιορίζονται: α) ο χρόνος εκδόσεως της επιταγής, β) η ημερομηνία εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή στην Τράπεζα και γ) οι αποδείξεις, σκέψεις και συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα. Ακόμη, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 (ήδη 171 παρ.2) και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή στη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους (ΟλΑΠ2/2005). Ενώ, αν το δικαστήριο δεν απαντήσει στον προβληθέντα παραδεκτώς αυτοτελή ισχυρισμό, θεμελιώνεται λόγος αναίρεσης για έλλειψη ακροάσεως (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του προϊσχύσαντος ΚΠΔ) και ήδη για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρ.510 παρ. 1 στοιχ. Α’σε συνδ. με άρθρ. 171 παρ. 2 νέου ΚΠΔ.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του μετά την ισχύ από 1.7.2019 με το Ν. 4620/2019 νέου ΚΠΔ (Η’ προϊσχύοντος ΚΠΔ), λόγο αναίρεσης αποτελεί η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει, όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και η οποία διακρίνεται σε θετική και αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει, όταν το Δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική, όταν παρέλειψε να αποφανθεί για ζήτημα που είχε υποχρέωση να αποφασίσει, στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Περίπτωση θετικής υπερβάσεως εξουσίας υπάρχει και όταν το Δικαστήριο απορρίπτει, παρά τον νόμο, ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής και απαραδέκτου της εναντίον του κατηγορουμένου ποινικής διώξεως, λόγω της υποβολής της εγκλήσεως από πρόσωπο που δεν εδικαιούτο προς τούτο.