Αριθμός 725/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Μήνυση λόγω διάπραξης ποινικού αδικήματος. Καταχρηστική καταγγελία.
– Κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955 η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου θεωρείται έγκυρη εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν είναι έγκυρη η καταγγελία αν δεν καταβληθεί ολόκληρη η οφειλόμενη αποζημίωση στον απολυόμενο μισθωτό. Εξάλλου κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του ΒΔ της 16/18 Ιουλίου 1920 και 5 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 μπορεί ο εργοδότης να καταγγείλει χωρίς προμήνυση τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου αν κατά του μισθωτού υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη η οποία διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ’ αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Απαραίτητη προϋπόθεση για το κύρος της ως άνω καταγγελίας είναι η υποβολή της μηνύσεως ή η απαγγελία της κατηγορίας να έχει ήδη γίνει πριν από την καταγγελία. Η αξιόποινη πράξη για την οποία υποβλήθηκε μήνυση πρέπει να έχει σχέση με την εκτέλεση της υπηρεσίας, διότι αν είναι άσχετη και απαγγέλθηκε κατά του εργαζόμενου κατηγορία, πρέπει να έχει το χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Εάν επακολουθήσει απαλλαγή με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, το κύρος της καταγγελίας κατ’ αρχήν δεν επηρεάζεται, αλλά ο εργαζόμενος αποκτά δικαίωμα να απαιτήσει την αποζημίωση για τη λύση της συμβάσεως. Και μόνο εάν ο εργοδότης παραλείψει την καταβολή της αποζημίωσης μέσα σε εύλογο χρόνο από την προς αυτόν κοινοποίηση του απαλλακτικού βουλεύματος ή της δικαστικής αποφάσεως, επέρχεται εκ των υστέρων ακυρότητα της καταγγελίας και αυτός καθίσταται υπερήμερος ως εργοδότης. Η καταγγελία της αορίστου χρόνου εργασιακής σύμβασης για τον πιο πάνω λόγο της αξιόποινης συμπεριφοράς του μισθωτού δεν υπόκειται στις διατυπώσεις του Ν. 3198/1955 ούτε προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 281 Α.Κ. εκτός αν στην πραγματικότητα η καταγγελία της παραπάνω εργασιακής σύμβασης έγινε για λόγους που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 281 Α.Κ. (όπως όταν η μήνυση υποβλήθηκε επίτηδες παρά το αβάσιμο της κατηγορίας και ήταν έτσι ψευδής και προσχηματική και έγινε από εκδίκηση ή εχθρότητα προς το μισθωτό ή για καταστρατήγηση των νομίμων δικαιωμάτων του), οπότε η απόλυση είναι άκυρη από τον ανεξάρτητο αυτό λόγο (ΑΠ 1230/2018, ΑΠ 930/2017, ΑΠ 444/2016, ΑΠ 991/2015, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 965/2013).
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 174, 180, 281, 288, 349, 350, 361, 648, 652, 656, 669 ΑΚ και 7 εδ. α` του Ν. 2112/ 1920, συνάγεται ότι η καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και γι` αυτό δεν είναι απαραίτητο να δικαιολογείται από τον καταγγέλλοντα. Αποτελεί, όμως, άσκηση δικαιώματος και, κατά συνέπεια, είναι απαγορευμένη, όταν γίνεται καταχρηστικά, δηλαδή υπό περιστάσεις, οι οποίες στοιχειοθετούν προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Σε μία τέτοια περίπτωση, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε, οπότε ο εργοδότης, αρνούμενος να δεχθεί τις υπηρεσίες του εργαζομένου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην καταβολή του μισθού προς αυτόν. Η καταγγελία είναι καταχρηστική και όταν γίνεται εκ λόγων εκδίκησης ή εχθρότητας, συνεπεία προηγούμενης συμπεριφοράς του εργαζομένου νόμιμης μεν, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη (ΑΠ 315/2014). Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια εμφανής ή αληθής αιτία, διότι, λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, δεν είναι ο εργοδότης, εκείνος που πρέπει να τη δικαιολογήσει. Ο εργαζόμενος, επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και, εκ του λόγου αυτού, καθίσταται απαγορευμένη. Και αντιστρόφως, δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως αληθινό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζομένου ή την από πλευράς εκείνου παραβίαση των συμβατικών του υποχρεώσεων (ΑΠ 179/2016), διότι, τότε, κλονίζεται η σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει την καλή λειτουργία της σύμβασης. Αλλά και όταν, ακόμη, αυτό δεν συμβαίνει, η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή εκείνη που δεν γίνεται για σοβαρούς λόγους, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης του εργοδότη, δεν είναι άνευ ετέρου καταχρηστική, διότι, εάν ετίθετο τέτοια προϋπόθεση, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, από αναιτιώδης δικαιοπραξία, θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 258/2019, ΑΠ 1672/2018, ΑΠ 1584/2018, ΑΠ 729/2018, ΑΠ 166/2018, ΑΠ 244/2017, ΑΠ 769/2016).