ΑΡΙΘΜΟΣ 791/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
– Εκχώρηση. Αναγγελία εκχώρησης απαιτήσεων κατά των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Ο εκδοχέας γίνεται, από και δια της αναγγελίας της εκχώρησης, κύριος της εκχωρηθείσας απαίτησης. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Κατά ποιών απευθύνεται η αναίρεση.
– Από τις διατάξεις των άρθρων 455, 460, 461 και 462 ΑΚ συνάγεται ,ότι η σύμβαση εκχώρησης έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της απαίτησης από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, που, μετά την αναγγελία, καθίσταται ο μόνος δικαιούχος αυτής, ο οποίος νομιμοποιείται πλέον να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη και όχι ο εκχωρητής, ο οποίος έχει αποξενωθεί από την απαίτηση (ΑΠ 1093/2017, ΑΠ 1725/2014).
– Ειδικώς, για την αναγγελία εκχώρησης απαιτήσεων κατά των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, το ΝΔ 496/1974 (“περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου”, Α1 204), ορίζει στο άρθρο 53 παρ. 1 και 2 ότι “1. Δια πάσαν κατάσχεσιν χρηματικής απαιτήσεως εις χείρας του ΝΠ (νομικού προσώπου) ως τρίτου, το κατασχετήριο και η αναγγελία επί εκχωρήσεως χρηματικής απαιτήσεως κατά του ΝΠ κοινοποιούνται εις την (1) αρμοδίαν δια την πληρωμήν υπηρεσίαν του ΝΠ και εις τον (2) αρμόδιον διά την αναγνώριση της δαπάνης όργανον αυτού. Το κατασχετήριον κοινοποιείται εις (3) το Δημόσιον Ταμείον εις ό υπάγονται φορολογικώς ο καθ’ ού η κατάσχεσις και εις την (4) αρμοδίαν δια την εκκαθάρισιν και εντολήν πληρωμής της δαπάνης, Υπηρεσίαν εντός δέκα πέντε ημερών από της επιδόσεώς του εις αρμοδίαν δια την πληρωμήν Υπηρεσίαν. 2. Πάσα κατάσχεσις ή εκχώρησις, δια την οποίαν δεν ετηρήθησαν αι ως άνω διατάξεις, είναι άκυρος”.Το ίδιο ν.δ.δε, ορίζει στο άρθρο 12 παρ. 1 ότι “το διοικούν το ν.π.δ.δ. συλλογικόν όργανον, ως κύριος διατάκτης αυτού, διαθέτει τας αναγραφομένας εν τω προϋπολογισμώ πιστώσεις, ας δύναται να μεταβιβάζει δι’ επιτροπικών ενταλμάτων εις έτερα όργανα εγκρίσεως δαπανών (δευτερεύοντας διατάκτας)” και στο άρθρο 13 παρ. 1 εδ. α’ ότι “τα έξοδα των νομικών προσώπων αναγνωρίζονται. και εκκαθαρίζονται υπό αρμοδίων οργάνων, βάσει των υπό των κειμένων διατάξεων προβλεπομένων δι’ έκαστον Ν.Π. ή είδος δαπάνης δικαιολογητικών, των αποδεικνυόντων την κατ’ αυτήν απαίτησιν, δυναμένων να συμπληρωθούν και δι’ ετέρων στοιχείων, καθοριζόμενων δι’ αποφάσεως του διοικούντος ταύτα οργάνου”. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι προκειμένου για εκχώρηση χρηματικής απαίτησης τρίτου κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, απαιτείται, για το έγκυρο αυτής, να κοινοποιηθεί η σχετική αναγγελία στην αρμόδια για την πληρωμή ειδική υπηρεσιακή μονάδα (ταμειακή/οικονομική υπηρεσία) του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου καθώς και (σωρευτικώς) στο αρμόδιο για την αναγνώριση της δαπάνης όργανο αυτού. Στην περίπτωση που δεν γίνουν αυτές οι κοινοποιήσεις (σωρευτικώς), δεν επέρχεται το μεταβιβαστικό της απαίτησης αποτέλεσμα της σύμβασης εκχώρησης έναντι του οφειλέτη νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δεδομένου ότι ρητά προβλέπεται με την τελευταία παράγραφο του άρθρου 53 του ΝΔ 496/1974 ότι η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο γενόμενη αναγγελία είναι άκυρη. Η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη ως προς το τελευταίο (ΑΠ 422/2018, ΑΠ 1028/2018, ΑΠ 872/2014, ΑΠ 480/2006).
– Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 περ. Β και Γ της Απόφασης Ε5/1585/27.3.1984 του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Β 191) “Εσωτερική διάρθρωση, οργάνωση και λειτουργία των ΤΕΙ”, που εκδόθηκε κατ” εξουσιοδότηση του άρθρου 36 παρ. 5 του Ν. 1404/1983,(όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 81 παρ. 4 του Ν.4009/2011) οι οποίες ορίζουν ότι στο Συμβούλιο του ΤΕΙ συμμετέχει και ο Πρόεδρος αυτού, ότι το Συμβούλιο αποφασίζει για την πληρωμή όλων των δαπανών του Ιδρύματος ύψους πάνω από 400.000 δραχμές, ότι ο Πρόεδρος προΐσταται του ΤΕΙ και το εκπροσωπεί δικαστικά και εξώδικα, το διοικεί δε μαζί με το συμβούλιο, του οποίου το έργο παρακολουθεί και συντονίζει, ότι υπογράφει μεταξύ άλλων και τις συναπτόμενες συμβάσεις προμήθειας υλικών και εξοπλισμού του ΤΕΙ, τους τίτλους είσπραξης χρημάτων, όπως και κάθε άλλο έγγραφο που σχετίζεται με την εκτέλεση του προϋπολογισμού του ΤΕΙ, καθώς και ότι λαμβάνει γνώση της εισερχόμενης και εξερχόμενης αλληλογραφίας του ΤΕΙ και χαρακτηρίζει τυχόν έγγραφα, τα οποία απαιτούν σύντομη ή άμεση απάντηση, συνάγεται , ότι στο Συμβούλιο του ΤΕΙ, του οποίου προΐσταται ο Πρόεδρος αυτού, ανήκει η αρμοδιότητα τόσο της αναγνώρισης όσο και της πληρωμής των δαπανών του Ιδρύματος. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σαφώς προκύπτει, ότι για το έγκυρο της αναγγελίας εκχώρησης απαίτησης τρίτου κατά ΤΕΙ, σύμφωνα με το άρθρο 53 του ν.δ/τος 496/1974,στο αρμόδιο για την αναγνώριση της δαπάνης όργανο, ήτοι στο Συμβούλιο αυτού, αρκεί η κοινοποίηση αυτής με επίδοση του σχετικού εγγράφου στον Πρόεδρο του ΤΕΙ, ο οποίος εκτός της ιδιότητάς του ως Προέδρου του Συμβουλίου, οφείλει να λαμβάνει γνώση των εισερχόμενων εγγράφων και αφού τα χαρακτηρίσει, να τα προωθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες ή όργανα του Ιδρύματος για τις περαιτέρω νόμιμες ενέργειες(ΣΤΕ2870/2013).
– Από τις διατάξεις των άρθρων 448, 455, 458, 460, 462 και 463 ΑΚ, σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 200 και 288 του ιδίου Κώδικα, σαφώς συνάγεται, ότι ο εκδοχέας γίνεται, από και δια της αναγγελίας της εκχώρησης, κύριος της εκχωρηθείσας απαίτησης, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνδέονται αναπόσπαστα με τη φύση της απαίτησης, χωρίς βελτίωση ή χειροτέρευση της προηγούμενης νομικής θέσης του οφειλέτη και ότι ο τελευταίος μπορεί να αντιτάξει κατά του εκδοχέα όλες τις ουσιαστικές ενστάσεις που του ανήκουν από την απαίτηση κατά του εκχωρητή, εφόσον δεν συναρτώνται στενά με το πρόσωπο του τελευταίου (μη προσωποπαγείς) και εφόσον η γέννεση τους εντάσσεται σε χρόνο πριν από εκείνο της αναγγελίας. Προκειμένου, όμως, για ενστάσεις που απορρέουν από την άσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος του οφειλέτη (υπαναχώρησης, καταγγελίας κλπ), εάν η άσκηση του δικαιώματος αυτού έχει γίνει κατά του εκχωρητή πριν από την αναγγελία, εγκύρως η προς τούτο ένσταση προτείνεται κατά του εκδοχέα, εάν όμως ασκηθεί το πρώτον μετά την αναγγελία, η άσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος και, επομένως, η προβολή της σχετικής ένστασης θα γίνει μόνο κατά του εκχωρητή, δεδομένου ότι τα δικαιώματα αυτά καλύπτουν την όλη ενοχική σχέση ως σύνολο και όχι μεμονωμένα την εκχωρηθείσα απαίτηση (ΑΠ 1431/2015, ΑΠ 1147/2011).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, εξάλλου, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 11/2017). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παραβίαση (ΑΠ 24/2015).
– Από το συνδυασμό των άρθρων 68, 556 και 558 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αίτηση αναίρεσης απευθύνεται κατά του νικήσαντος αντιδίκου του αναιρεσείοντος όχι δε και κατά του ομοδίκου του, ως προς τον οποίο είναι απαράδεκτη, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, εφόσον η απόφαση δεν περιέχει διάταξη υπέρ αυτού, η οποία να βλάπτει τον αναιρεσείοντα (ΟλΑΠ 24/1997).