ΑΠΟΦΑΣΗ
Satybalova κ.α. κατά Ρωσίας της 30.06.2020 (αρ.προσφ. 79947/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Βασανιστήρια από αστυνομικούς. Πρόσκληση σοβαρών σωματικών βλαβών και θάνατος θύματος. Δικαίωμα στη ζωή. Απαγόρευση βασανιστηρίων. Δικαίωμα στην ελευθερία και ασφάλεια.
Ο συγγενής των προσφευγουσών, επειδή αρνήθηκε να υπακούσει σε εντολές αστυνομικών οργάνων, σύρθηκε βίαια στο αστυνομικό τμήμα, κρατήθηκε παράνομα και ξυλοκοπήθηκε άγρια, με αποτέλεσμα το θάνατο του. Η έρευνα δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι και την έκδοση απόφασης από το ΕΔΔΑ και συνεχίζεται. Δεν έχουν αξιοποιηθεί στοιχεία ούτε έχουν βρεθεί οι υπαίτιοι από την κατάσταση των υπηρετούντων αστυνομικών την ημέρα του συμβάντος. Οι προσφεύγουσες άσκησαν καταγγελία για παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή και για βασανιστήρια.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η εγχώρια έρευνα και οι παρατηρήσεις της κυβέρνησης που υπέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου απέτυχαν να παράσχουν εξηγήσεις ή αιτιολόγηση για τη χρήση βίας από την αστυνομία κατά του Satybalov που οδήγησε στο θάνατό του. Έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2).
Αντιστοίχως το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η διερεύνηση της ποινικής υπόθεσης έχει συνεχιστεί για αρκετά χρόνια χωρίς να επιτευχθούν αποτελέσματα παρά τα πολυάριθμα άμεσα αποδεικτικά στοιχεία που έδειχναν την ταυτότητα των δραστών. Κατά συνέπεια έκρινε παραβίαση του άρθρου 2 όσον αφορά και το διαδικαστικό σκέλος.
Ακολούθως το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η κακομεταχείριση με τα βίαια χτυπήματα σε κεφάλι και στο σώμα από αστυνομικούς που υπέστη ο Satybalov συνιστούσαν βασανιστήρια και από αυτά επήλθε ο θάνατός του. Παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Τέλος το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η προσωρινή κράτηση του Satybalov δεν τεκμηριώθηκε από κάποιο επίσημο έγγραφο της αστυνομίας και έκρινε ότι η κράτηση του θύματος ήταν παράνομη και αυθαίρετη. Ως εκ τούτου έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία και ασφάλεια (άρθρο 5 της ΕΣΔΑ).
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ως αποζημίωση 10.000 ευρώ στη Luiza Satybalova και 8.000 ευρώ στην Taisa Nartayeva και 80.000 ευρώ από κοινού για ψυχική οδύνη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 2 (ουσιαστικό και διαδικαστικό σκέλος),
Άρθρο 3,
Άρθρο 5
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η υπόθεση αφορούσε καταγγελία των εγγυτέρων συγγενών, ότι ο Marat Satybalov, πέθανε ως αποτέλεσμα σοβαρής κακομεταχείρισης από την αστυνομία.
Οι προσφεύγοντες είναι η Madina Satybalova, η Luiza Satybalova και η Taisa Nartayeva που γεννήθηκαν το 1961, 1968 και 1940. Είναι αντίστοιχα η αδελφή, η σύζυγος και η μητέρα του Marat Satybalov, ο οποίος γεννήθηκε το 1974 και ζούν στη Ρωσία.
Ο Satybalov και δύο φίλοι, ο κ. M.Sh. και ο κ. M.G., συνελήφθησαν από την αστυνομία στις 2 Μαΐου 2010 σε φαρμακείο που βρίσκονταν για αγορά παυσίπονων. Οι αστυνομικοί μετέφεραν τους τρεις άντρες στο αυτοκίνητό τους και τους χτύπησαν με την άκρη των πολυβόλων τους. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο τοπικό αστυνομικό τμήμα όπου συνεχίστηκαν οι ξυλοδαρμοί, ενώ ρωτήθηκαν επανειλημμένα γιατί είχαν μακριά γένια.
Τέσσερις άλλοι φίλοι, που είχαν πάει στο αστυνομικό τμήμα αναζητώντας τους, υπέστησαν επίσης ξυλοδαρμούς. Αποφυλακίστηκαν όταν ένας συγγενής ο οποίος ήταν αστυνομικός παρενέβη για λογαριασμό τους.
Οι ανωτέρω τρεις κρατήθηκαν μια νύχτα στο αστυνομικό τμήμα, και αποφυλακίστηκαν την επόμενη ημέρα αφ’ ότου παρουσιάστηκαν ενώπιον εισαγγελέα και τους επιβλήθηκε πρόστιμο για διοικητικό αδίκημα, λόγω της άρνησης τους να υπακούσουν στις νόμιμες εντολές της αστυνομίας.
Οι προσφεύγουσες παρατήρησαν ότι και οι τρεις άντρες έφεραν τραύματα κατά την αποφυλάκισή τους. Ο Satybalov ειδικότερα δεν μπορούσε να σηκωθεί, το σώμα του ήταν καλυμμένο από γρατζουνιές και μώλωπες και μέρος της γενειάδας του είχε τραβηχτεί.
Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και η οικογένειά του τον μετέφερε στο νοσοκομείο όπου πέθανε στις 7 Μαΐου 2010 λόγω εκτεταμένης εσωτερικής αιμορραγίας.
Η μητέρα του Satybalov προσέφυγε αμέσως στον Εισαγγελέα του Νταγκεστάν, ζητώντας την δίωξη των υπευθύνων για την κακομεταχείριση και το θάνατο του γιου της. Οι φίλοι του Satybalov έδωσαν κατάθεση, περιγράφοντας λεπτομερώς τους ξυλοδαρμούς που είχαν υποστεί όλοι τους. Εσωτερική αστυνομική έρευνα επιβεβαίωσε τη χρήση βίας κατά του Satybalov και συνέστησε τη λήψη πειθαρχικών μέτρων κατά ορισμένων αστυνομικών. Διαπίστωσε επίσης ότι οι αστυνομικοί που εμπλέκονται στο περιστατικό είχαν δώσει ψευδείς πληροφορίες όταν ερωτήθηκαν για την κράτηση του Satybalov.
Ωστόσο, η έρευνα ανεστάλη πέντε φορές μεταξύ του 2010 και του 2015 λόγω αδυναμίας αναγνώρισης εκείνων που ήταν υπεύθυνοι για την κακομεταχείριση, και συνεχίζεται ακόμα μέχρι τουλάχιστον την έκδοση της απόφασης από το ΕΔΔΑ. Τα εποπτικά όργανα έχουν επανειλημμένα διατάξει λήψη επειγόντων μέτρων, όπως η εξέταση του τόπου εγκλήματος και τον εντοπισμό των αστυνομικών που ήταν σε υπηρεσία την ημέρα του συμβάντος, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Βασιζόμενες ιδίως στο άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) και στο άρθρο 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης), οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι ο συγγενής τους είχε πεθάνει ως αποτέλεσμα σοβαρής κακομεταχείρισης από την αστυνομία και ότι οι εγχώριες αρχές δεν κατάφεραν να ερευνήσουν αποτελεσματικά τους ισχυρισμούς τους. Στηριζόμενες επίσης στο άρθρο 5 (δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια), ισχυρίστηκαν ότι η κράτησή του στο αστυνομικό τμήμα μεταξύ 2 και 3 Μαΐου 2010 ήταν παράνομη και αυθαίρετη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
α) ουσιαστική πτυχή του Άρθρου 2 της Σύμβασης
Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ούτε η Κυβέρνηση αμφισβήτησε τις περιστάσεις της κακομεταχείρισης του Satybalov, όπως παρουσιάστηκαν από τις προσφεύγουσες, ούτε τον ισχυρισμό των τελευταίων ότι είχε αποβιώσει ως αποτέλεσμα των τραυματισμών που προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της κακομεταχείρισης. Ως εκ τούτου, είχε αποδειχθεί ότι ως αποτέλεσμα των ξυλοδαρμών στις 2 Μαΐου 2010 από τους αστυνομικούς, ο Satybalov υπέστη πολλούς τραυματισμούς, όπως διάτρηση στου πνεύμονες, σπάσιμο πλευρών και βλάβη στην καρδιά, στα νεφρά και στις αρτηρίες του, γεγονός που οδήγησε στο θάνατό του στις 7 Μαΐου 2010.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι όταν ένα άτομο έχει τεθεί υπό κράτηση στην αστυνομία σε καλή υγεία και διαπιστωθεί ότι τραυματίσθηκε κατά την αποφυλάκιση, εναπόκειται στο κράτος να παράσχει μια εύλογη εξήγηση για το πώς προκλήθηκαν οι τραυματισμοί. Η υποχρέωση των αρχών να λογοδοτήσουν για τη μεταχείριση ενός ατόμου υπό κράτηση είναι ιδιαίτερα αυστηρή όταν αποβιώσει αυτό το άτομο. Δεδομένου ότι η εγχώρια έρευνα ή η κυβέρνηση στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου απέτυχαν να παράσχουν καμία εξήγηση ή αιτιολόγηση για τη χρήση βίας από την αστυνομία κατά του Satybalov που οδήγησε στο θάνατό του, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο θάνατος του μπορεί να αποδοθεί στο κράτος. Λαμβάνοντας υπόψη την απόρριψη της προκαταρκτικής ένστασης για μη εξάντληση των εγχώριων ένδικων μέσων στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας, όπως προέβαλε η κυβέρνηση, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε συνεπώς παραβίαση της ουσιαστικής πτυχής του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 της Σύμβασης).
β) διαδικαστική πτυχή του Άρθρου 2 της Σύμβασης
Η υποχρέωση διεξαγωγής αποτελεσματικής έρευνας για καταγγελίες περί παραβίασης των άρθρων 2 και 3 που υφίστανται πολίτες από κρατικούς υπαλλήλους έχει παγιοποιηθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου.
Αρχικά, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η διερεύνηση της ποινικής υπόθεσης έχει συνεχιστεί για αρκετά χρόνια χωρίς να επιτευχθούν αποτελέσματα, παρά τα πολυάριθμα άμεσα αποδεικτικά στοιχεία που επιδείκνυαν την ταυτότητα των δραστών. Τα έγγραφα που υποβλήθηκαν έδειχναν ότι η έρευνα είχε επικριθεί από τα εποπτικά όργανα, τα οποία έχουν διατάξει τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα.
Επιπλέον, όσον αφορά την προκαταρκτική ένσταση της κυβέρνησης που εντάχθηκε στην ουσία της καταγγελίας, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι από τα υποβληθέντα έγγραφα φαίνεται ότι παρά τα επανειλημμένα αιτήματα, οι προσφεύγουσες δεν ενημερώθηκαν δεόντως για τις αναστολές και άλλα σημαντικά μέτρα που έλαβαν οι ανακριτικές αρχές στην ποινική υπόθεση. Λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που καθιερώθηκαν από τη νομολογία και δεδομένης της συστηματικής και σαφούς παράλειψης των ανακριτικών υπαλλήλων να συμμορφωθούν με τις εντολές που εξέδωσαν οι προϊστάμενοί τους, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κάθε περαιτέρω προσφυγή εκ μέρους των προσφευγουσών ενώπιον δικαστηρίου κατά των ίδιων παραλείψεων φαίνεται άνευ αντικειμένου.
Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 της Σύμβασης) στο πλαίσιο του διαδικαστικού του σκέλους.
γ) Άρθρο 3
Για να καθοριστεί εάν μια συγκεκριμένη μορφή κακομεταχείρισης πρέπει να χαρακτηριστεί ως βασανιστήριο, πρέπει να εξεταστεί η διάκριση, που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, μεταξύ αυτής της έννοιας και αυτής της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης. Επομένως, πρέπει να διεξαχθεί αξιολόγηση του βαθμού σοβαρότητας της κακομεταχείρισης. Αυτή η εκτίμηση εξαρτάται από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, όπως η διάρκεια της κακομεταχείρισης, τα σωματικά και/ή ψυχικά αποτελέσματά της και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το φύλο, η ηλικία και η κατάσταση της υγείας του θύματος. Τα βασανιστήρια καθορίζονται από την εσκεμμένη πρόκληση σοβαρού πόνου ή ταλαιπωρίας με σκοπό, μεταξύ άλλων, την επιβολή τιμωρίας ή τον εκφοβισμό. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα κριτήρια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η κακομεταχείριση την οποία υπέστη ο κ. Satybalov μεταξύ 2 και 3 Μαΐου 2010 και η οποία οδήγησε στον επακόλουθο θάνατό του στις 7 Μαΐου 2010 ισοδυναμούσε με βασανιστήρια.
Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση της ουσιαστικής πτυχής του άρθρου 3 της Σύμβασης.
δ) άρθρο 5
Οι προσφεύγουσες παραπονέθηκαν ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του Satybalov στην ελευθερία και ασφάλεια. Συγκεκριμένα, δήλωσαν ότι η κράτησή του στο αστυνομικό τμήμα μεταξύ 2 και 3 Μαΐου 2010 παραβίασε τις εγγυήσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 5 της Σύμβασης.
Το δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια είναι ύψιστης σημασίας σε μια «δημοκρατική κοινωνία» κατά την έννοια της Σύμβασης. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η αδικαιολόγητη κράτηση ενός ατόμου αποτελεί πλήρη άρνηση των θεμελιωδώς σημαντικών εγγυήσεων που περιέχονται στο άρθρο 5 της Σύμβασης και αποκαλύπτει τη σοβαρότερη παραβίαση αυτής της διάταξης. Η απουσία εγγράφων για τον τόπο κράτησης, το όνομα του κρατούμενου, τους λόγους της κράτησης και το όνομα του αστυνομικού που την αποφάσισε, πρέπει να θεωρούνται ασύμβατα, μεταξύ άλλων, με τον ίδιο τον σκοπό του άρθρου 5 της Σύμβασης. Είναι επίσης ασυμβίβαστο με την απαίτηση νομιμότητας βάσει της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου της 3ης Μαΐου 2010, η κράτηση του Satybalov στο ROVD και το επακόλουθο πρόστιμο που επιβλήθηκε προέκυψαν ως αποτέλεσμα της άρνησής του να υπακούσει σε νόμιμες εντολές της αστυνομίας. Ωστόσο, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της εσωτερικής έρευνας της 27ης Ιουνίου 2010, η οποία διεξήχθη για τις ενέργειες των αστυνομικών μετά το περιστατικό, οι λόγοι που προέβαλαν οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί για την κράτηση του Satybalov είχαν χαρακτηριστεί ως «έλλειψη ειλικρίνειας, αδίστακτοι και … ψευδείς πληροφορίες ». Η εσωτερική αστυνομική έρευνα έδειξε συνεπώς ότι οι λόγοι της κράτησης του κ. Satybalov δεν είχαν τεκμηριωθεί.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και τη διαπίστωσή του σχετικά με το άρθρο 2, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 της Σύμβασης λόγω της κράτησης του Satybalov στο αστυνομικό τμήμα μεταξύ 2 και 3 Μαΐου 2010.
ε) Άρθρο 13
Λαμβάνοντας υπόψη τις διαπιστώσεις σχετικά με το άρθρο 2 της Σύμβασης στο πλαίσιο του διαδικαστικού της σκέλους, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσά: 10.000 ευρώ στη Luiza Satybalova και 8.000 ευρώ στην Taisa Nartayeva ως αποζημίωση, 80.000 ευρώ από κοινού στις προσφεύγουσες για ψυχική οδύνη και 2.500 ευρώ από κοινού για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).