Διαφορά κοινωνικής ασφάλισης. Κατάργηση με το άρθρο 47 παρ. 12 του ν. 2084/1992 του άρθρου 3 του β.δ/ος 649/1968, σύμφωνα με το οποίο οι εργαζόμενοι (ως προσωπικό εδάφους) σε αεροπορικές εταιρίες δικαιούνταν, σε περίπτωση συνταξιοδότησής τους με τις κοινές διατάξεις από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, προσαύξηση του χρόνου ασφάλισης που πραγματοποίησαν σε εναέριες επιχειρήσεις κατά το ήμισυ. Διατήρηση του καθεστώτος αυτού με το άρθρο 7 του ν. 1759/1988 μόνο για το προσωπικό εδάφους της Ολυμπιακής Αεροπορίας Α.Ε. και της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας. Κατά τις κρίσεις του δικαστηρίου, η κατάργηση της ανωτέρω προσαύξησης δεν αντίκειται ούτε στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ούτε στο δικαίωμα της περιουσίας, αφού, αφενός, ο νομοθέτης απολαμβάνει ευρεία ευχέρεια να διαμορφώνει τον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων των ασφαλισμένων, κατά τη ρύθμιση δε των θεμάτων αυτών οι ασφαλιστικές παροχές δεν απαιτείται να βρίσκονται σε σχέση ευθείας ανταποδοτικότητας προς τις εισφορές που έχουν καταβληθεί, περαιτέρω, δε, μεταξύ άλλων, ο χρόνος επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου, καθώς και ο χρόνος αποχωρήσεως από την υπηρεσία και υποβολής του αιτήματος για συνταξιοδότηση αποτελούν αντικειμενικά κριτήρια για τη διαφοροποίηση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος και, αφετέρου, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα συντάξεως ορισμένου ύψους. Ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι οι διατάξεις του άρθρου 47 παρ. 12 του ν. 2084/1992 αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι εισάγουν ανόμοια μεταχείριση μεταξύ εργαζομένων ομοειδών κατηγοριών, χωρίς τη συνδρομή λόγου δημοσίου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, μεταξύ των εργαζομένων ως προσωπικό εδάφους των αεροπορικών εταιρειών με αυτών της Ολυμπιακής Αεροπορίας Α.Ε. και της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι δεν επικαλείται και πάντως δεν αποδεικνύει ότι η ίδια, εργαζόμενη ως προσωπικό εδάφους αεροπορικών εταιριών παρείχε τις υπηρεσίες της κάτω από τις ίδιες συνθήκες υπό τις οποίες εργάζονταν οι απασχολούμενοι ως προσωπικό εδάφους στις ανωτέρω εταιρίες, καθώς και ότι κατέβαλε τις ίδιες ασφαλιστικές εισφορές με τους ανωτέρω εργαζομένους.- Απορρίπτει την προσφυγή.
Αριθμός απόφασης : 5701 /2020
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Ζ΄ ΤΡΙΜΕΛΕΣ Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Δεκεμβρίου 2019, με δικαστές τις: Ευανθία Κουλουρίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ιωάννα Τσιάκα, (εισηγήτρια) και Αικατερίνη Μωυσιάδου, Πρωτοδίκες Δ.Δ. και γραμματέα τη Μελπομένη Βλαχάτη, δικαστική υπάλληλο, γ ι α να δικάσει την προσφυγή με αριθμό και χρονολογία κατάθεσης 3144/17-9-2018, τ η ς […], κατοίκου […], για την οποία παραστάθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος Δόμνα Βουτυρά, κ α τ ά τ ο υ νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νομίμως από τον Διοικητή του και στην προκειμένη περίπτωση από τον Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Θεσσαλονίκης, για τον οποίο παραστάθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος Ζηνοβία Καδηγιαννάκη. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά. Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη. Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα. Σκέφθηκε κατά το Νόμο 1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχ. τα 5960513 και 3176548/17-9-2018 ειδικά γραμμάτια παραβόλου), ζητείται, παραδεκτώς, η ακύρωση της 93/συν.10/24.1.2018 απόφασης της Β΄ Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Ε.Φ.Κ.Α. Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε ένσταση της προσφεύγουσας κατά της 17572/15-9-2015 απόφασης του Διευθυντή του ιδίου ως άνω Υποκαταστήματος. Με την απόφαση αυτή απονεμήθηκε στην προσφεύγουσα σύνταξη λόγω γήρατος, μειωμένη κατά 59/200, το ποσό της οποίας υπολογίστηκε με βάση την 24η ασφαλιστική κλάση, κατόπιν απορρίψεως αίτησής της για προσαύξηση σε ποσοστό 50%, του χρόνου ασφάλισης που είχε πραγματοποιήσει ως προσωπικό εδάφους αεροπορικής επιχείρησης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 του β.δ. 649/1968. 2. Επειδή, στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. … 5. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.». Στο άρθρο 22 παρ. 5 ότι: «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει.». Στο άρθρο 25 παρ. 1 ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους… Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει … να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. …». Με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 22 § 5 του Συντάγματος, ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος την αρχή της κοινωνικής ασφάλισης με γνώμονα την κάλυψη ολόκληρου του εργαζομένου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Ανέθεσε δε την εξειδίκευσή της, ανάλογα με τις περιστάσεις, στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού έχει ευρεία εξουσία για τη ρύθμιση των σχετικών θεμάτων, υποκείμενος μόνο σε περιορισμούς που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (βλ. ΣτΕ 719/2016, 2290/2015 Ολ.), μεταξύ δε αυτών να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (ΣτΕ 734/2016 Ολομ., 3613/2013). Ειδικότερα, ο τρόπος υπολογισμού των συντάξεων των ασφαλισμένων επαφίεται στο νομοθέτη και στην κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, κατά τη ρύθμιση δε των θεμάτων αυτών οι ασφαλιστικές παροχές δεν απαιτείται να βρίσκονται σε σχέση ευθείας ανταποδοτικότητας προς τις εισφορές που έχουν καταβληθεί (βλ. ΣτΕ 600/2015, 4132/2011 7μ). Εκ τούτων παρέπεται περαιτέρω ότι ναι μεν με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος δεν απαγορεύεται η επί το δυσμενέστερον μεταβολή των προϋποθέσεων χορήγησης ασφαλιστικών παροχών, εφόσον, κατά τα εκτεθέντα, προκύπτει αιτιολογημένα ότι η διατηρησιμότητα του ασφαλιστικού κεφαλαίου μόνο με αυτές τις επεμβάσεις μπορεί να διασφαλισθεί, πλην οι επεμβάσεις αυτές απαιτείται να είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού και να μην είναι δυσανάλογες, σε σχέση προς αυτόν (ΣτΕ 3281/2017, πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 2204/2010, 4171-2/2012). Εξάλλου, όπως έχει παγίως κριθεί, η αρχή της ισότητας αποτελεί συνταγματικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων, που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσον και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση. Η παραβίαση της εν λόγω συνταγματικής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτόν έλεγχο, ο οποίος είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή στην, κατ’ εξουσιοδότηση, θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με μία εκάστη από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Η επιλεγομένη, όμως, ρύθμιση πρέπει να κινείται εντός των ορίων, που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση, είτε με την μορφή της εισαγωγής ενός καθαρώς χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με την μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως ή της αφαιρέσεως δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από τον προϋφιστάμενο ή από τον συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσον και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων, που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (βλ. ΣτΕ 3405/2015 Ολομ, 3010/2014 Ολομ, 2396/2004 Ολομ, 2180/2004 Ολομ, 1253/2003 Ολομ, 1252/2003 Ολομ, 526/2019, 1584/2018, 1709/2017). Εξάλλου, η, κατά τα ανωτέρω, δέσμευση του νομοθέτη, κοινού ή κανονιστικού, υφίσταται και κατά την εκδήλωση της, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων και επιβάλλει την συμμετοχή αυτών με ίσους όρους στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών της κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ. ΣτΕ 2180/2014 Ολομ, 1286/2012 Ολομ, 3923/2010 Ολομ, 3231/2008 Ολομ, 526/2019, 1584/2018, 2022/2017, 1709/2017). Υπό το ισχύσαν δε στην Ελλάδα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης σε περισσοτέρους του ενός ασφαλιστικούς φορείς, η παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας κατά την ρύθμιση των ασφαλιστικών παροχών προϋποθέτει άνιση μεταχείριση ομοειδών κατηγοριών ασφαλισμένων εντός του ιδίου ασφαλιστικού οργανισμού (βλπ. ΣτΕ 526 / 2019,1584 / 2018, 1709 / 2017 ). Από την συνταγματικώς κατοχυρωμένη, όμως, αρχή της ισότητας, δεν κωλύονται ο κοινός νομοθέτης και η, κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση να μεταβάλουν για το μέλλον το σύστημα συνταξιοδοτήσεως κατηγοριών ασφαλισμένων, αποτελούν δε παράγοντες αρκούντως αντικειμενικούς, που δικαιολογούν την διαφορετική μεταχείριση των συνταξιούχων, σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής, μεταξύ άλλων, ο χρόνος επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου, καθώς και ο χρόνος αποχωρήσεως από την υπηρεσία και υποβολής του αιτήματος για συνταξιοδότηση ( βλ. ΣτΕ 3487/2008 Ολομ, 526/2019, 1584/2018, 195/2018, 192/2018, 190 / 2018, 189 / 2018, 18 / 2018, 2022 / 2017, 1709 / 2017, 719 / 2016, 600/2015, 4733/2014). 3. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημοσίας ωφελείας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορεί να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλομένου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλομένου κράτους. Ενόψει των ανωτέρω, περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, αποτελούν και οι έναντι των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως αξιώσεις για τη χορήγηση προβλεπομένων από τη νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, τόσο στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είχε καταβάλλει στο παρελθόν υποχρεωτικώς εισφορές, όσο και στην περίπτωση που η χορήγηση της συγκεκριμένης παροχής δεν εξαρτάται από την προηγούμενη καταβολή εισφορών, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται, κατά περίπτωση, από το εθνικό δίκαιο (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Vesna Hasani κατά Κροατίας, της 30.9.2010, Andrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, Νο 55707/00, σκέψη 77, Stec και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Νο 65731/01 και 65900/01, σκέψη 54, Jankovic κατά Κροατίας, της 12.10.2000, Νο 43440/98, Kjartan Asmundsson κατά Ισλανδίας, της 12.10.2004, No 60669/00, σκέψη 39, Domalewski κατά Πολωνίας, της 15.6.1999, Νο 34610/97). Πάντως, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα συντάξεως ορισμένου ύψους (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 25.10.2011, Valkov και λοιποί κατά Βουλγαρίας, σκέψη 84, βλ. απόφαση επί του παραδεκτού της 8.10.2013, Da Conceiçao Mateus και Santos Januario κατά Πορτογαλίας, σκέψη 18, απόφαση της 8.10.2013, Pejcic κατά Σερβίας, σκέψη 54) (Σ.τ.Ε. 3281/2017 7μ., 1554/2018 7μ., 2429/2018 7μ.). 4. Επειδή, εξάλλου, η εκ της αρχής του Κράτους δικαίου ευθέως συναγόμενη αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου δεν απαγορεύει στον κοινό νομοθέτη να ρυθμίζει με διαφορετικό τρόπο τις διάφορες έννομες σχέσεις (Σ.τ.Ε. 2489/2004), ακόμη και εκδίδοντας νόμους αναδρομικής ισχύος. Τότε δε μόνον κωλύεται η ρύθμιση, και η αναδρομική, όταν η εμπιστοσύνη του πολίτη προς τη σταθερότητα ορισμένης νομικής κατάστασης μπορεί να θεωρηθεί ως εν τοις πράγμασι δικαιολογημένη και απολαμβάνει, ως εκ τούτου, συνταγματικής προστασίας. Πάντως, δεν συνιστά αναδρομική ρύθμιση με την ανωτέρω έννοια η ρύθμιση από το νόμο βιοτικών καταστάσεων, οι οποίες δεν έχουν ακόμη περατωθεί κατά το κρίσιμο, από νομικής απόψεως, μέρος τους (Σ.τ.Ε. 171/2006, 1508/2002). Και τούτο καθόσον, το πεδίο εφαρμογής της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να διευρυνθεί σε βαθμό που να κωλύει, γενικώς, την εφαρμογή μιας νέας ρύθμισης επί των μελλοντικών καταστάσεων, που έχουν δημιουργηθεί υπό το κράτος προγενέστερης νομοθετικής ρυθμίσεως (Ολομ. Ελ. Συν. 2366/2004). 5. Επειδή, με τις διατάξεις των παρ. παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του εκδοθέντος κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων 41 του ν.δ. 2698/1953 (Α` 315) και 10 του ν.δ. 3083/1954 (Α` 247) β.δ. 649/1969 (Α` 232), ορίζεται ότι ο ασφαλισμένος στο ΙΚΑ για τον κλάδο σύνταξης, που ανήκει στο προσωπικό εδάφους αεροπορικών επιχειρήσεων, το μη υπαγόμενον στη ρύθμιση του υπ` αριθ. 7/1964 β.δ., δικαιούται πλήρη σύνταξη από το ΙΚΑ: α) εάν πραγματοποίησε, απασχολούμενος υπό την ανωτέρω ιδιότητα, τις εν παρ. 1 του άρθρου 28 του αν.ν 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκε δια της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν.δ. 4104/1960, ημέρες εργασίας και συμπλήρωσε κατά τον χρόνο αποχώρησης από την επιχείρηση το 60ό έτος της ηλικίας του ο ασφαλισμένος, ή το 55ον η ασφαλισμένη, ή β) ανεξαρτήτως ηλικίας, εάν πραγματοποίησε στην ασφάλιση υπό την ανωτέρω ιδιότητα 9.000 ημέρας εργασίας ο ασφαλισμένος και 7.500 ημέρες εργασίας η ασφαλισμένη (παρ. 1). Εάν ο ασφαλισμένος συμπλήρωσε τας εν παρ. 1 στοιχ. α` του άρθρου τούτου ημέρας εργασίας, δικαιούται συντάξης ελαττωμένης κατά το 1/200 του πλήρους μηνιαίας συντάξεως δι` έκαστον μήνα ελλείποντα εκ των υπό της αυτής παραγράφου οριζομένων ορίων ηλικίας, εφ` όσον συνεπλήρωσε το 55ον έτος της ηλικίας, προκειμένου περί ασφαλισμένου, και το 50όν έτος, προκειμένου περί ασφαλισμένης (παρ. 2). Εξάλλου, στο άρθρο 3 του ιδίου ως άνω β.δ. 649/1969, οριζόταν ότι: “Εάν ο ησφαλισμένος αποχωρήση της επιχειρήσεως ή απεχώρησεν αυτής χωρίς να δικαιούται συντάξεως, κατά τας ειδικάς διατάξεις του παρόντος συνυπολογίζεται, δια την απονομήν αυτών συντάξεως λόγω γήρατος κατά τας κοινάς διατάξεις της περί συνταξιοδοτήσεως των ησφαλισμένων του Ι.Κ.Α. νομοθεσίας, ο εις τας επιχειρήσεις εναερίων συγκοινωνιών διανυθείς εν ασφαλίσει χρόνος, προσηυξημένος κατά το ήμισυ”. Όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, αυτές θεσπίζουν εξαιρετικό ασφαλιστικό καθεστώς, προϋπόθεση δε προς εφαρμογήν αυτού είναι η παροχή εξηρτημένης εργασίας σε αεροπορική επιχείρηση (βλ. ΣτΕ 16/1993, 636/1991). 6. Επειδή, ακολούθως, στην παρ. 12 του άρθρου 47 του ν. 2084/1992 «Αναμόρφωση Κοινωνικής Ασφάλισης κ.λ.π.» (φ. Α’ 165), προβλέφθηκε ότι: «Οι διατάξεις του άρθρου 40 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και για τους μέχρι 31.12.1992 υπαγόμενους στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης. Διατάξεις που προβλέπουν αναγνώριση άλλων χρόνων πλην των αναφερομένων στο άρθρο 40 του παρόντος νόμου ή προσμέτρηση άλλου πλασματικού χρόνου για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή προσαύξηση του ποσού της σύνταξης καταργούνται από 1.1.1994, με εξαίρεση τις διατάξεις, που προβλέπουν την αναγνώριση από φορείς επικουρικής ασφάλισης, του χρόνου που διανύθηκε στο φορέα κύριας ασφάλισης και μέχρι τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, τις διατάξεις που προβλέπουν αναγνώριση χρόνου εθνικής αντίστασης, τις διατάξεις των παρ. 4, 5 του άρθρου 5 και του άρθρου 7 του ν. 1759/1988 και των παρ. 4 και 5 του άρθρου 4 του ν. 1880/1990. Χρόνοι, που έχουν αναγνωρισθεί και εξαγορασθεί μέχρι 31-12-1993 βάσει των καταργούμενων διατάξεων, θεωρούνται έγκυροι». Όπως, προκύπτει από τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 2084/1992, οι διατάξεις που προβλέπουν, μεταξύ άλλων, την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης ασφαλισμένων, καταργήθηκαν, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που απαριθμούνται στο εδάφιο β’ της παρ. 12 του άρθρου 47 του ν. 2084/1992, από 1-1-1994. Μεταξύ δε των εξαιρέσεων αυτών, είναι, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις των παρ. 4, 5 του άρθρου 5 και του άρθρου 7 του ν. 1759/1988. Εξάλλου, με τον εν λόγω ν. 1759/1988 «Ασφαλιστική κάλυψη ανασφάλιστων ομάδων, βελτίωση της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 50), προβλέφθηκαν, στο άρθρο 5, ειδικές ρυθμίσεις για την συνταξιοδότηση των ιπτάμενων φροντιστών και συνοδών της Ολυμπιακής Αεροπορίας και της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας. Μεταξύ αυτών, στις παρ. 4 και 5 του άρθρου αυτού, οι οποίες, κατά τα ανωτέρω διατηρήθηκαν σε ισχύ, προβλέπονται τα εξής: «4. Ο χρόνος ασφάλισης στο Ι.Κ.Α. των ιπτάμενων φροντιστών και συνοδών των προηγούμενων παραγράφων, που έχει διανυθεί στην Ολυμπιακή Αεροπορία και στην Ολυμπιακή Αεροπλοΐα με τις ειδικότητες αυτές, προσαυξάνεται κατά 50% για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, για όσους συνταξιοδοτηθούν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Η παραπάνω προσαύξηση παρέχεται μέχρι τη συμπλήρωση 10.500 ημερών. 5. Οι ιπτάμενοι φροντιστές και ιπτάμενοι συνοδοί της Ολυμπιακής Αεροπορίας και της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας που δεν συμπληρώνουν με τις ειδικότητες αυτές τις ημέρες ασφάλισης που προβλέπονται από τις παρ. 1, 2 και 3 μπορούν να προσμετρήσουν τις ημέρες ασφάλισης που έχουν πραγματοποιήσει με άλλη ειδικότητα στην Ολυμπιακή Αεροπορία και στην Ολυμπιακή Αεροπλοΐα και να συνταξιοδοτηθούν είτε κατά τις διατάξεις της γενικής νομοθεσίας του Ι.Κ.Α. είτε κατά τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 6 του παρόντος, οπότε αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία, με τη διαδικασία της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Οι ημέρες ασφάλισης που διανύθηκαν με την ειδικότητα του ιπτάμενου φροντιστή ή συνοδού στην Ολυμπιακή Αεροπορία και στην Ολυμπιακή Αεροπλοΐα προσαυξάνονται κατά 50% για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης για όσους συνταξιοδοτηθούν μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Η προσαύξηση αυτή παρέχεται μέχρι τη συμπλήρωση 10.500 ημερών.». Αντίστοιχες διατάξεις με τις προεκτεθείσες έχει και το άρθρο 6, το οποίο αναφέρεται στους διοικητικούς, τεχνικούς και το υπόλοιπο προσωπικό εδάφους της Ολυμπιακής Αεροπορίας και Ολυμπιακής Αεροπλοΐας (ΔΕφΑθ 182/2015). Τέλος στο άρθρο 7 του ιδίου νόμου, που επίσης διατηρήθηκε κατ’ εξαίρεση σε ισχύ, προβλέπεται ότι: «Αν ο ασφαλισμένος των άρθρων 5 και 6 αποχωρήσει ή αποχώρησε από την Ολυμπιακή Αεροπορία και Ολυμπιακή Αεροπλοΐα χωρίς να δικαιούται σύνταξη με τις ειδικές διατάξεις του παρόντος, συνυπολογίζεται για την απονομή σε αυτόν σύνταξης με τις κοινές διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α. ο χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε στην Ολυμπιακή Αεροπορία και Ολυμπιακή Αεροπλοΐα προσαυξημένος κατά 50%». 7. Επειδή, εξάλλου, η εκ της αρχής του Κράτους δικαίου ευθέως συναγόμενη αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου δεν απαγορεύει στον κοινό νομοθέτη να ρυθμίζει με διαφορετικό τρόπο τις διάφορες έννομες σχέσεις (Σ.τ.Ε. 2489/2004), ακόμη και εκδίδοντας νόμους αναδρομικής ισχύος. Τότε δε μόνον κωλύεται η ρύθμιση, και η αναδρομική, όταν η εμπιστοσύνη του πολίτη προς τη σταθερότητα ορισμένης νομικής κατάστασης μπορεί να θεωρηθεί ως εν τοις πράγμασι δικαιολογημένη και απολαμβάνει, ως εκ τούτου, συνταγματικής προστασίας. Πάντως, δεν συνιστά αναδρομική ρύθμιση με την ανωτέρω έννοια η ρύθμιση από το νόμο βιοτικών καταστάσεων, οι οποίες δεν έχουν ακόμη περατωθεί κατά το κρίσιμο, από νομικής απόψεως, μέρος τους (Σ.τ.Ε. 171/2006, 1508/2002). Και τούτο καθόσον, το πεδίο εφαρμογής της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να διευρυνθεί σε βαθμό που να κωλύει, γενικώς, την εφαρμογή μιας νέας ρύθμισης επί των μελλοντικών καταστάσεων, που έχουν δημιουργηθεί υπό το κράτος προγενέστερης νομοθετικής ρυθμίσεως (Ολομ. Ελ. Συν. 2366/2004). 8. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Η προσφεύγουσα, η οποία γεννήθηκε την 1-6-1963, πραγματοποίησε στην ασφάλιση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ 6.854 ημέρες ασφάλισης χρονικής περιόδου 01/1984 – 12/2012, εκ των οποίων οι 25 μέρες αφορούν χρόνο αναγνώρισης μητρότητας 03/1997 (σχετική η από 29/5/2015 ανακεφαλαίωση του αρμοδίου Τμήματος Ανακεφαλαίωσης του Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ – ΕΤΑΜ Θεσσαλονίκης). Μέχρι την 31/12/2010 πραγματοποίησε 6554 ημέρες ασφάλισης. Με την με αριθμό 86925/11-07-2013 αίτησή της ζήτησε τη χορήγηση σύνταξης λόγω γήρατος ως μητέρα με ανήλικο τέκνο. Με την με αριθμό 501/2013/2985/1-8-2013 απόφαση Διευθυντή του ως άνω Υποκαταστήματος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ της χορηγήθηκε προσωρινή σύνταξη λόγω γήρατος. Ακολούθως η προσφεύγουσα, με την με αριθμό 130169/1-11-2013 αίτησή της ζήτησε την εφαρμογή του άρθρου 3 του β.δ/τος 649/1968 ως προς τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης γήρατος για τις ημέρες ασφάλισης που πραγματοποίησε ως προσωπικό εδάφους αεροπορικών επιχειρήσεων (6.427 ημέρες ). Προκειμένου να κριθεί το εν λόγω αίτημά της υποβλήθηκε το με αριθμό 67340/04-06-2015 ερώτημα στο Υποκατάστημα Διοίκησης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με το οποίο ζητήθηκαν διευκρινήσεις σχετικά με το αν η προσφεύγουσα δικαιούται την προσαύξηση του 50% για το σύνολο ημερών που πραγματοποίησε ως προσωπικό αεροπορικών επιχειρήσεων. Με το με αριθμό Σ56/15/02-09-2015 έγγραφο του Διευθυντή του Τμήματος Κύριας Σύνταξης της Διεύθυνσης Παροχών του ως άνω Υποκαταστήματος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, γνωστοποιήθηκε στο αρμόδιο Περιφερειακό Υποκατάστημα ότι ο χρόνος ασφάλισης που έχει πραγματοποιήσει η προσφεύγουσα ως προσωπικό εδάφους αεροπορικής επιχείρησης δεν μπορεί να προσαυξηθεί κατά 50% σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 3 του β.δ. 649/1968, δεδομένου ότι η εν λόγω προσαύξηση καταργήθηκε από 1/1/1994 σύμφωνα με την παρ. 12 του άρθρου 47 του ν. 2084/1992 (εγκύκλιος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ 32/1993). Κατόπιν τούτου, εκδόθηκε η με αριθμό 17572/15-9-2015 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ – ΕΤΑΜ Θεσσαλονίκης, με την οποία απονεμήθηκε σ’ αυτήν, από 11/7/2013, σύνταξη λόγω γήρατος με ανήλικο τέκνο, μειωμένη κατά 59/200, με συνολικό χρόνο ασφάλισης 6.854 ημερών εργασίας, το ποσό της οποίας υπολογίστηκε με βάση την 24η ασφαλιστική κλάση. Κατά της απόφασης αυτής η προσφεύγουσα υπέβαλε την 14685/10-12-2015 ένσταση ενώπιον της αρμόδιας Τ.Δ.Ε., με την οποία υποστήριξε ότι εσφαλμένα εκδόθηκε η απόφαση αυτή και ζήτησε την προσαύξηση του χρόνου που πραγματοποίησε ως προσωπικό εδάφους αεροπορικών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι η παραπάνω απόφαση είναι ακυρωτέα ως ερειδόμενη σε νομοθετική διάταξη, ήτοι το άρθρο 47 παρ. 12 του ν.2084/1992, που αντίκειται σε διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ειδικότερα, δε, αντίκειται, κατά τους ισχυρισμούς της, στην διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς, ενώ καταργεί την δυνατότητα του προσωπικού των λοιπόν αεροπορικών επιχειρήσεων, που συνταξιοδοτείται με τις κοινές διατάξεις του ΙΚΑ ΕΤΑΜ, να συνυπολογίσει το χρόνο ασφάλισης του στις επιχειρήσεις αυτές προσαυξημένο κατά το ήμισυ για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή προσαύξηση του ποσού της σύνταξης, διατηρεί σε ισχύ την δυνατότητα αυτή για το προσωπικό εδάφους της Ολυμπιακής Αεροπορίας Α.Ε., επίσης, δε, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος του 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., αφού παραβιάζει το περιουσιακής φύσης δικαίωμά της συνιστάμενο στη νόμιμη προσδοκία λήψης ασφαλιστικώς παροχών ανάλογων των αυξημένων εισφορών που καταβλήθηκαν. Επικουρικώς δε ζήτησε, σε περίπτωση απόρριψης του κατά τα ανωτέρω αιτήματός της για προσαύξηση της σύνταξής της, την επιστροφή των διαφορών των αυξημένων ασφαλιστικών εισφορών που καταβλήθηκαν βάσει του ανωτέρω ειδικού ασφαλιστικού καθεστώτος. Η ένστασή της απορρίφθηκε με την 93/συν.10/24.1.2018 απόφαση της Β΄ Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Ε.Φ.Κ.Α. Θεσσαλονίκης, με την αιτιολογία ότι εν προκειμένω δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, καθώς με τον ν. 1759/1988 και συγκεκριμένα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 3 και 4 του ως άνω νόμου, καθιερώθηκε ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς για τις κατηγορίες των ιπτάμενων φροντιστών και συνοδών της Ολυμπιακής Αεροπορίας Α.Ε. και της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας, προκειμένου να διευκολυνθεί η αποχώρησή τους από την υπηρεσία (με ευνοϊκούς όρους ως προς χρόνο υπηρεσίας, ελάχιστο όριο ηλικίας, παροχή προσαύξησης ποσοστού 50% επί των ημερών ασφάλισης που πραγματοποίησαν), η δε εξαίρεση του προσωπικού εδάφους των ως άνω εταιριών καθώς και του προσωπικού εδάφους των λοιπών αεροπορικών επιχειρήσεων από το παραπάνω συνταξιοδοτικό καθεστώς δεν αντίκειται στην προαναφερόμενη αρχή, καθώς δεν τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας με τους ανωτέρω ιπτάμενους φροντιστές και συνοδούς. 9. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται με το παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημα, η προσφεύγουσα ζητά την ακύρωση της ανωτέρω απόφασης της ΤΔΕ προβάλλοντας, κατά πρώτο λόγο, ότι μη νομίμως κρίθηκε με αυτή νόμιμη η απόφαση του Διευθυντή του παραπάνω Υποκαταστήματος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ που της απένειμε μειωμένη σύνταξη, χωρίς συνυπολογισμό της ένδικης προσαύξησης, καθώς η απόφαση αυτή ερείδεται σε νομοθετική διάταξη, ήτοι το άρθρο 47 παρ. 12 του ν.2084/1992, που παραβιάζει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Τούτο δε, καθώς, όπως προβάλλει, ως εργαζόμενη από το έτος 1985 ως προσωπικό εδάφους αεροπορικών επιχειρήσεων, οι οποίες κατέβαλαν για την ασφάλισή της αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές, δυνάμει του ειδικού καθεστώτος ασφάλισης του β.δ. 649/1968, τής είχε δημιουργηθεί η προσδοκία ότι θα λάβει συνταξιοδοτικές παροχές ανάλογες των ως άνω αυξημένων ασφαλιστικών εισφορών. Ωστόσο, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην τέταρτη σκέψη, η κατάργηση από τις ανωτέρω διατάξεις της δυνατότητας των ασφαλισμένων των φορέων κύριας ασφαλίσεως για προσαύξηση του ποσού της σύνταξής τους δε συνιστά παράβαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πολλώ μάλλον στην περίπτωση κατά την οποία το συνταξιοδοτικό αίτημα υποβάλλεται πολλά έτη μετά την κατά τα ανωτέρω κατάργηση της ευνοϊκής αυτής ρύθμισης, όπως στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση απονομής σύνταξης εννέα έτη μετά την κατάργηση της επίμαχης ρύθμισης – οπότε εκλείπει το ενδεχόμενο αιφνιδιασμού τους (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2097/1996, 4635/1983, βλ. ΔΕφΑθ 371/2012). 10. Επειδή, περαιτέρω, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 47 παρ. 12 του ν. 2084/1992 αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 5 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας. Τούτο δε, καθώς, κατά τους ισχυρισμούς της, ο επιβληθείς με τις ανωτέρω διατάξεις αναδρομικός περιορισμός από 1-1-1994 των δικαιωμάτων που αναφέρονται σ’ αυτές είναι όχι μόνο δυσανάλογος, αλλά και απρόσφορος για την εξυπηρέτηση του δημοσίου σκοπού της διασφάλισης της βιωσιμότητας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, παράλληλα, δε, έχει ως αποτέλεσμα, ενώ κατέβαλε καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας της αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές ανάλογες των αποδοχών της, τελικώς να μην λαμβάνει την ένδικη προσαύξηση στη σύνταξή της. Ωστόσο, ο κατά τα ανωτέρω ισχυρισμός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αβάσιμος ενόψει α) όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη δεύτερη σκέψη, σύμφωνα με τα οποία ο τρόπος υπολογισμού των συντάξεων των ασφαλισμένων επαφίεται στο νομοθέτη και στην κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, κατά τη ρύθμιση δε των θεμάτων αυτών οι ασφαλιστικές παροχές δεν απαιτείται να βρίσκονται σε σχέση ευθείας ανταποδοτικότητας προς τις εισφορές που έχουν καταβληθεί και β) του ότι η κατάργηση της ευνοϊκής ρύθμισης των διατάξεων του άρθρου 3 του β.δ. 649/1968, η οποία προέβλεπε την δυνατότητα ασφαλισμένων για εργασία σε αεροπορικές εταιρίες, οι οποίοι ενώ δεν συμπλήρωναν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης με βάση τις διατάξεις του εν λόγω β.δ., να λάβουν προσαυξημένη σε ποσοστό 50% του χρόνου ασφάλισης σύνταξη από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, είναι μέτρο πρόσφορο και κατάλληλο για την εξυπηρέτηση του δημοσίου σκοπού της διασφάλισης της βιωσιμότητας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι εν προκειμένω η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό της περί καταβολής αυξημένων ασφαλιστικών εισφορών. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην τρίτη σκέψη, ο προβαλλόμενος από την προσφεύγουσα ισχυρισμός ότι οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 47 παρ. 12 του ν. 2084/1992 αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος του 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., αφού παραβιάζουν το περιουσιακής φύσης δικαίωμά της συνιστάμενο στη νόμιμη προσδοκία λήψης ασφαλιστικώς παροχών ανάλογων των αυξημένων εισφορών που καταβλήθηκαν, είναι ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος. 11. Επειδή, τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 47 παρ. 12 του ν. 2084/1992 αντίκεινται στην αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς εισάγουν ανόμοια μεταχείριση μεταξύ εργαζομένων ομοειδών κατηγοριών, χωρίς τη συνδρομή λόγου δημοσίου συμφέροντος, και συγκεκριμένα, ενώ κατήργησαν τις διατάξεις του άρθρου 3 του β.δ. 649/1968, δυνάμει των οποίων οι εργαζόμενοι ως προσωπικό εδάφους σε αεροπορικές εταιρίες είχαν τη δυνατότητα, σε περίπτωση συνταξιοδότησής τους με τις κοινές διατάξεις από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, να τους αναγνωριστεί η ένδικη προσαύξηση, εντούτοις διατήρησαν τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 1759/1988, δυνάμει των οποίων δίνεται η ανωτέρω δυνατότητα στο προσωπικό εδάφους της Ολυμπιακής Αεροπορίας Α.Ε. και της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας. Ενόψει όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη δεύτερη σκέψη, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας, περαιτέρω, υπόψη ότι: α) ο νομοθέτης θέσπισε ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς, με ευνοϊκούς όρους συνταξιοδότησης, για τους εργαζόμενους ως προσωπικό εδάφους στην Ολυμπιακή Αεροπορία Α.Ε. και στην Ολυμπιακή Αεροπλοΐα, με βάση τις διατάξεις του ν. 1759/1988, διάφορο από το συνταξιοδοτικό καθεστώς των εργαζομένων ως προσωπικό εδάφους στις λοιπές αεροπορικές εταιρίες, για τους οποίους έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του β.δ. 649/1968 και β) η προσφεύγουσα δεν επικαλείται και πάντως δεν αποδεικνύει ότι η ίδια, εργαζόμενη ως προσωπικό εδάφους αεροπορικών εταιριών παρείχε τις υπηρεσίες της κάτω από τις ίδιες συνθήκες υπό τις οποίες εργάζονταν οι απασχολούμενοι ως προσωπικό εδάφους στις ανωτέρω εταιρίες, ενώ δεν αποδεικνύει ούτε ότι κατέβαλε τις ίδιες ασφαλιστικές εισφορές με τους ανωτέρω εργαζομένους, κρίνει ότι ο ισχυρισμός της είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς δεν προκύπτει ότι η ίδια ανήκει σε ομοειδή κατηγορία ασφαλισμένων με τους εν λόγω εργαζομένους. 12. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η Τ.Δ.Ε., η οποία με την προσβαλλόμενη απόφασή της έκρινε – έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία – ότι είναι νόμιμη η 17572/15-9-2015 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Ε.Φ.Κ.Α. Θεσσαλονίκης, περί απονομής σ’ αυτήν σύνταξης λόγω γήρατος, μειωμένη κατά 59/200, χωρίς συνυπολογισμό προσαύξησης σε ποσοστό 50%, του χρόνου ασφάλισης που είχε πραγματοποιήσει ως προσωπικό εδάφους αεροπορικής επιχείρησης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 του β.δ. 649/1968, ορθά εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της προσφεύγουσας ως αβάσιμων. Ως εκ τούτου, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, πρέπει να καταπέσει το καταβληθέν παράβολο (άρθρο 277 παρ. 9 εδ. α ΄του Κ.Δ.Δ.), ωστόσο να απαλλαγεί, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, η προσφεύγουσα από τη δικαστική δαπάνη του καθ’ ου η προσφυγή (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ του ως άνω Κώδικα). ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Απορρίπτει την προσφυγή. Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου. Απαλλάσσει την προσφεύγουσα από τη δικαστική δαπάνη του καθ’ ου η προσφυγή. Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στη Θεσσαλονίκη στις 10-7-2020 και η απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο της κύριας έδρας του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 31-7-2020. Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://www.adjustice.gr/webcenter/portal/dprotodikeiothe/apofaseis?