Του Γ. Αγγέλη
Οι αριθμοί που αφορούν στον όγκο του δημόσιου χρέους έχουν αποκτήσει “απειλητικές” διαστάσεις, αλλά στο ΔΝΤ δεν φαίνεται να ανησυχούν άμεσα λόγω των παρεμβάσεων των Κεντρικών Τραπεζών.
Για την Ελλάδα η εκτίμηση με βάση τα στοιχεία το Απριλίου – θα αναθεωρηθούν τον Οκτώβριο – είναι ότι το δημόσιο χρέος θα χτυπήσει “κόκκινο”, ξεπερνώντας το 200,8% του ΑΕΠ.
Με το χρέος αυτό η Ελλάδα είναι δεύτερη σε όγκο χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ μετά την Ιαπωνία, της οποίας η αντίστοιχη υποχρέωση είναι 251% του ΑΕΠ.
Ακολουθεί η Ιταλία με 155,5% του ΑΕΠ – με ταυτόχρονες εκτιμήσεις των ιταλικών τραπεζών ότι θα ξεπεράσει το 160% – σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον γενικευμένης αύξησης του χρέους.
Συνολικά η Ευρωζώνη το 2020 θα δει το χρέος της να αυξάνεται στο 97% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ από 84% το 2019, με μεγάλες αυξήσεις του χρέους στην Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία.
Στις ΗΠΑ το ΔΝΤ εκτιμά ότι το χρέος του 2020 θα ξεπεράσει το 131% του ΑΕΠ από 109% το 2019.
Οριζόντια εκτίμηση του ΔΝΤ είναι ότι, σε παγκόσμια κλίμακα, είναι εξαιρετικά δύσκολη η επιστροφή του δημόσιου χρέους σε προ-covid επίπεδα τα επόμενα χρόνια.
Και το ερώτημα που έχει τεθεί στις αγορές είναι πλέον ποιος θα αποπληρώσει αυτούς τους εφιαλτικών διαστάσεων όγκους δημόσιου χρέους, οι οποίοι υπερδιπλασιάζονται στην πλειονότητα των χωρών αν συνυπολογίσει κανείς και το ιδιωτικό χρέος.
Η απάντηση που “προκύπτει” ιδιαίτερα μετά τις γενικευμένες παρεμβάσεις των Κεντρικών Τραπεζών με τα τεράστια προγράμματα αγοράς κρατικών και ιδιωτικών ομολόγων, είναι ότι το χρέος αυτός δεν μπορεί να αποπληρωθεί και κατά συνέπεια θα επεκταθεί μέσα από την διαρκή αναχρηματοδότησή του στο μέλλον.
Άλλωστε, αυτό έχει ήδη αρχίσει να γίνεται με εκδόσεις 30ετίας και 50ετίας…
Χαρακτηριστικό είναι ότι το γερμανικό δημόσιο ανακοίνωσε την έκδοση 30ετούς ομολόγου με αρνητικό επιτόκιο το οποίο έγινε ανάρπαστο με την ζήτηση να είναι υπερδιπλάσια της προσφοράς των τίτλων…
Για την Ελλάδα η “διαφορετικότητα” της σύνθεσης του χρέους της την καθιστά μη συγκρίσιμη με την Ιταλία ή την Ιαπωνία καθώς το 80% του χρέους της Ελλάδας σε αντίθεση με τις άλλες χώρες, είναι εκτός αγοράς με κύριο δανειστή τον ESM.
Η περιορισμένη διαθεσιμότητα τίτλων στην δευτερογενή αγορά, η αναδιάρθρωση του χρέους της το 2018 με μεγάλη διασπορά όσον αφορά τις διάρκειες και χαμηλές ετήσιες ανάγκες εξυπηρέτησης, είχε συμπιέσει σε χαμηλά επίπεδα τις αποδόσεις και τα spreads στα ελληνικά ομόλογα.
Από τον Μάρτιο όμως και μετά η απόφαση της ΕΚΤ να δρομολογήσει το έκτακτο QE (PEPP) με περισσότερα από 1,35 τρις διαθέσιμα βελτίωσε ακόμα περισσότερο τις τιμές για τα ελληνικά ομόλογα συμπεριλαμβάνοντάς τα στο φάσμα των επιλέξιμων προς αγορά τίτλων.
Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι τα ελληνικά ομόλογα κατέχουν την μοναδική θέση στις διεθνείς αγορές να έχουν επιδόσεις και τιμές που αναλογούν σε investment grade τίτλους, ενώ η διαβάθμισή τους από τους Οίκους Αξιολόγησης παραμένει στο επίπεδο του non investment grade…
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η πολύ μεγάλη γενικευμένη επιδείνωση του δημόσιου χρέους δεν οφείλεται αποκλειστικά στην αύξηση της έκδοσης χρέους, αλλά και στην ταυτόχρονη μείωση του ΑΕΠ ειδικά μετά το β΄τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Η εικόνα αναμένεται να διαφοροποιηθεί τον Οκτώβριο, με βάση τα στοιχεία αναθεώρησης που θα συγκεντρώσει το ΔΝΤ, αλλά θα παραμείνει σε πολύ υψηλά επίπεδα, καθώς και το 2021 η ανάκαμψη της οικονομίας δεν αναμένεται ικανή να ανατρέψει την τρέχουσα εικόνα.