Αριθμός Απόφασης : 5290 /2020
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΙΕ΄
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Φεβρουαρίου 2020, με δικαστή τη Χριστίνα Γιαννοπούλου, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και με γραμματέα τη Σουλτάνα Λουλούδη δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την προσφυγή με ημερομηνία κατάθεσης 13-12-2017 (ΠΡ5008/2017),
της αλλοδαπής τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη (…), η οποία παραστάθηκε διά των πληρεξουσίων της δικηγόρων Ασπασίας Μάλλιου και Κωνσταντίνου Φινοκαλιώτη,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νομίμως από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και δεν παραστάθηκε.
Κατά τη συζήτηση, ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο μελέτησε τα έγγραφα της δικογραφίας και σκέφτηκε κατά το νόμο.
Η κρίση του είναι η εξής
1.Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 175550880958 0122 0050, 170343668957 1218 0055 και 321359921950 0402 0055 ηλεκτρονικά παράβολα), ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 2117/3-11-2017 απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Α.Α.Δ.Ε., με την οποία απορρίφθηκε η 13829/7-6-2017 ενδικοφανής προσφυγή της ήδη προσφεύγουσας κατά της σιωπηρής απόρριψης από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Καλαμαριάς της από 15-2-2017 επιφύλαξης του άρθρου 20 ΚΦΔ, που συμπεριλήφθηκε στην 99/15-2-2017 υποβληθείσα δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτου και η επιστροφή, νομιμοτόκως, του σχετικώς καταβληθέντος φόρου, ποσού 21.463,14 ευρώ.
2.Επειδή, η απουσία του καθ’ου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν παρακωλύει την πρόοδο της δίκης, κατ’άρθρο 135 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. (ν. 2717/1999, Α’ 97), δεδομένου ότι κλητεύθηκε νόμιμα για να παρασταθεί (βλ. το από 30-9-2019 αποδεικτικό επίδοσης του επιμελητή δικαστηρίων Σωκράτη Παντελίδη).
3.Επειδή, στην Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.) ορίζεται ότι: «Άρθρο 18–Εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας. … Άρθρο 49 – Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. Η απαγόρευση αυτή εκτείνεται επίσης στους περιορισμούς για την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιρειών από τους υπηκόους ενός κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους. Η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και διαχείριση επιχειρήσεων και ιδίως εταιρειών κατά την έννοια του άρθρου 54, δεύτερη παράγραφος, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου της παρούσης Συνθήκης που αναφέρονται στην κυκλοφορία κεφαλαίων. … ΄Αρθρο 52 – 1. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου και τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει αυτών δεν εμποδίζουν τη δυνατότητα εφαρμογής των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που προβλέπουν ειδικό καθεστώς για τους αλλοδαπούς υπηκόους και δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας. 2. … Άρθρο 63 – 1. Στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών. 2. Στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, απαγορεύονται όλοι οι περιορισμοί στις πληρωμές μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών. … Άρθρο 65 – 1. Οι διατάξεις του άρθρου 63 δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών: α) να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους, β) να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, ιδίως στον τομέα της φορολογίας ή της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, ή να προβλέπουν διαδικασίες δήλωσης των κινήσεων κεφαλαίων για λόγους διοικητικής ή στατιστικής ενημέρωσης, ή να λαμβάνουν μέτρα υπαγορευμένα από λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας. 2. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν θίγουν τη δυνατότητα εφαρμογής περιορισμών του δικαιώματος εγκατάστασης που συμβιβάζονται με τις Συνθήκες. 3. Τα μέτρα και οι διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν μπορούν να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών, όπως ορίζεται στο άρθρο 63. 4. …».
4.Επειδή, εθνικά μέτρα που ρυθμίζουν κανονιστικώς την κτήση ακινήτων
υπόκεινται στην υποχρέωση τήρησης των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης εγκαταστάσεως των υπηκόων των κρατών μελών και ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων. Η ελευθερία εγκαταστάσεως, την οποία αναγνωρίζει το άρθρο 49 της Σ.Λ.Ε.Ε. στους υπηκόους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία συνεπάγεται γι’ αυτούς την ανάληψη και άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και διαχείριση επιχειρήσεων, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που καθορίζει η νομοθεσία του κράτους μέλους εγκαταστάσεως για τους δικούς του υπηκόους, περιλαμβάνει, για τις εταιρείες που έχουν συσταθεί κατά τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαίωμα να ασκούν τη δραστηριότητά τους στο οικείο κράτος μέλος μέσω θυγατρικής εταιρίας, υποκαταστήματος ή πρακτορείου (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Glaxo Wellcome GmbH & Co. KG κατά Finanzamt München II, C-182/08, σκέψη 45). Εξάλλου, η άσκηση του δικαιώματος κτήσης, εκμετάλλευσης και εκποίησης ακινήτων κειμένων στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, η οποία αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, όπως προκύπτει από τη Σ.Λ.Ε.Ε., δημιουργεί κινήσεις κεφαλαίων (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Uwe Kay Festersen, C-370/05, σκέψη 22). Οι τελευταίες περιλαμβάνουν τις ενέργειες μέσω των οποίων οι μη κάτοικοι πραγματοποιούν επενδύσεις επί ακινήτων στο έδαφος κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 1999, Klaus Konie κατά Republik Österreich, C-302/97, σκέψη 22). Κατά πάγια δε νομολογία, το άρθρο 63 παρ. 1 της Σ.Λ.Ε.Ε. απαγορεύει γενικά τους περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ των κρατών μελών (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, F.E. Familienprivatstiftung Eisenstadt, C-589/13, σκέψη 35 και απόφαση της 8ης Ιουνίου 2016, Sabine Hünnebeck κατά Finanzamt Krefeld, C-497/14, σκέψη 38). Η δε ως άνω διάταξη του άρθρου 65 παρ. 1 περ. α΄ της Σ.Λ.Ε.Ε. εισάγει παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επομένως, αν και η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, Petri Manninen, C-319/02, σκέψη 19 και απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, Centro di Musicologia Walter Stauffer κατά Finanzamt München für Körperschaften, C-386/04, σκέψη 15), δεν πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι κάθε φορολογική νομοθεσία που διακρίνει μεταξύ των φορολογουμένων αναλόγως του τόπου κατοικίας τους ή του κράτους μέλους εντός του οποίου έχουν επενδύσει τα κεφάλαιά τους είναι άνευ ετέρου συμβατή με τη Συνθήκη. Πράγματι, η παρέκκλιση του άρθρου 65 παρ. 1 περ αʹ της Σ.Λ.Ε.Ε. τελεί υπό τον περιορισμό της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, που προβλέπει ότι οι εθνικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται η παρ. 1 του άρθρου αυτού «δεν μπορούν να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και των πληρωμών όπως ορίζεται στο άρθρο 63» (βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Welte, C-181/12, σκέψη 43). Επομένως, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, της επιτρεπόμενης δυνάμει του άρθρου 65 παρ. 1 περ. α’ της Σ.Λ.Ε.Ε. διαφορετικής μεταχείρισης και, αφετέρου, των αυθαίρετων διακρίσεων τις οποίες απαγορεύει η παρ. 3 του ίδιου άρθρου. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, για να μπορεί να λογίζεται συμβατή με τις διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων εθνική φορολογική ρύθμιση απαιτείται η διαφορετική αυτή μεταχείριση μεταξύ των δύο κατηγοριών να αφορά περιπτώσεις που δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες ή να δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Επιπλέον, για να μπορεί να δικαιολογείται, η διαφορετική μεταχείριση δεν πρέπει να υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η οικεία εθνική ρύθμιση (βλ. την ως άνω απόφαση C-497/14, σκέψεις 51-53). , καθώς και τις αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2016, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, C-244/15, σκ. 33-35, και της 21ης Ιουνίου 2018, Fidelity Funds, Fidelity Investment Funds, Fidelity Institutional Funds, C-480/16, σκ. 46-48 επ.).
5. Επειδή, στην Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Απριλίου 2001 για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 125) ορίζεται ότι: «… Εκτιμώντας τα ακόλουθα: (1) … (6) Επιβάλλεται να ανατεθεί στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής η αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζουν και να εφαρμόζουν τα μέτρα εξυγίανσης που προβλέπονται στη νομοθεσία και τα συναλλακτικά ήθη του εν λόγω κράτους μέλους. Λόγω της δυσχέρειας που παρουσιάζει η εναρμόνιση των νομοθεσιών και των συναλλακτικών ηθών των κρατών μελών, θα πρέπει να καθιερωθεί η αμοιβαία αναγνώριση, εκ μέρους των κρατών μελών, των μέτρων που λαμβάνει έκαστο εξ αυτών για να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα των ιδρυμάτων στα οποία έχει χορηγήσει άδεια. (7) Είναι απαραίτητο να εξασφαλισθεί ότι τα μέτρα εξυγίανσης που λαμβάνουν οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, καθώς και τα μέτρα που λαμβάνουν τα πρόσωπα ή τα όργανα στα οποία οι αρχές αυτές αναθέτουν τη διαχείριση αυτών των μέτρων εξυγίανσης, παράγουν τα αποτελέσματά τους σε όλα τα κράτη μέλη, ακόμη και προκειμένου για μέτρα που καθιστούν δυνατή την αναστολή πληρωμών, την αναστολή εκτελεστικών μέτρων ή τη μείωση απαιτήσεων καθώς και οιοδήποτε μέτρο ικανό να θίξει προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων. (8) … Άρθρο 1 – Πεδίο εφαρμογής – 1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα και τα υποκαταστήματά τους που έχουν συσταθεί σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους της καταστατικής έδρας, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 πρώτο και τρίτο σημείο της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, υπό την επιφύλαξη των όρων και εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 της ίδιας οδηγίας. 2. … Άρθρο 2 – Ορισμοί – Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως: – “κράτος μέλος καταγωγής”: το κράτος μέλος καταγωγής κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 6 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, – “κράτος μέλος υποδοχής”: το κράτος μέλος υποδοχής κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 7 της οδηγίας 2000/12/ ΕΚ, – “υποκατάστημα”: υποκατάστημα κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 3 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, – “αρχές αρμόδιες”: οι αρμόδιες αρχές κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 4 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, – “διαχειριστής”: πρόσωπο ή όργανο, διοριζόμενο από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές, έργο του οποίου είναι η διαχείριση των μέτρων εξυγίανσης, – “διοικητικές ή δικαστικές αρχές”: οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές των κρατών μελών οι αρμόδιες για τα μέτρα εξυγίανσης ή για τις διαδικασίες εκκαθάρισης, – “μέτρα εξυγίανσης”: τα μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση πιστωτικού ιδρύματος και είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής εκτελεστικών μέτρων ή μείωσης των απαιτήσεων, … Άρθρο 3 – Λήψη μέτρων εξυγίανσης – εφαρμοστέο δίκαιο – 1. Οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής είναι οι μόνες αρμόδιες να αποφασίζουν για την εφαρμογή ενός ή περισσότερων μέτρων εξυγίανσης σε πιστωτικό ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη. 2. Τα μέτρα εξυγίανσης διέπονται από τους νόμους, κανονισμούς και διαδικασίες που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής, εκτός αν άλλως ορίζει η παρούσα οδηγία. Τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν όλα τα αποτελέσματά τους σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους σε ολόκληρη την Κοινότητα, χωρίς άλλες διατυπώσεις, καθώς και έναντι τρίτων στα άλλα κράτη μέλη, και αν ακόμη οι ισχύουσες διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής δεν προβλέπουν τέτοια μέτρα ή εξαρτούν την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις οι οποίες δεν πληρούνται. Τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν τα αποτελέσματά τους σε ολόκληρη την Κοινότητα μόλις παράγουν τα αποτελέσματά τους στο κράτος μέλος όπου έχουν ληφθεί. … Άρθρο 9 – Έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης – Ενημέρωση των άλλων αρμόδιων αρχών – 1. Οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής οι οποίες είναι υπεύθυνες για την εκκαθάριση, είναι μόνες αρμόδιες να αποφασίζουν την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη. Η απόφαση περί ενάρξεως διαδικασίας εκκαθάρισης, την οποία λαμβάνει η διοικητική ή δικαστική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, αναγνωρίζεται, χωρίς άλλες διατυπώσεις, στο έδαφος όλων των άλλων κρατών μελών, στα οποία και παράγει αποτελέσματα μόλις η απόφαση αρχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της στο κράτος μέλος έναρξης της διαδικασίας. … Άρθρο 20 – Αποτελέσματα επί ορισμένων συμβάσεων και δικαιωμάτων – Τα αποτελέσματα ενός μέτρου εξυγίανσης ή της έναρξης μιας διαδικασίας εκκαθάρισης: α) … β) επί συμβάσεως, η οποία παρέχει δικαίωμα καρπώσεως ακινήτου ή κτήσεως κυριότητας επ` αυτού, διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται το ακίνητο. Το δίκαιο αυτό ορίζει και εάν ένα περιουσιακό στοιχείο είναι κινητό ή ακίνητο, γ) επί των δικαιωμάτων επί ακινήτου, πλοίου ή αεροσκάφους τα οποία χρήζουν καταχωρήσεως σε δημόσιο βιβλίο, διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο του κράτους μέλους το οποίο επιτάσσει την τήρηση του βιβλίου …». Περαιτέρω, στην Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014 για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007 /36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αρ. 1093/2010 και (ΕΕ) αρ. 648/2012 (EE L 173), ορίζεται ότι: «Άρθρο 64 – Επικουρικές εξουσίες – 1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά την άσκηση εξουσίας εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία: α) με την επιφύλαξη του άρθρου 78, να μεριμνούν ώστε η μεταβίβαση να πραγματοποιείται απαλλαγμένη από κάθε υποχρέωση ή επιβάρυνση επί των μεταβιβαζόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων, δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων …».
6. Επειδή, στον ν. 3458/2006 «Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 94) ορίζεται ότι: «Άρθρο 1 – Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αριθμ. 2001/24/ ΕΚ της 4ης Απριλίου 2001 “για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων” (L 125/5.5./2001). … Άρθρο 4 – 1. Αποκλειστικά αρμόδιες να αποφασίζουν για την εφαρμογή ενός ή περισσότερων μέτρων εξυγίανσης σε ένα πιστωτικό ίδρυμα, με καταστατική έδρα στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων του που είναι εγκατεστημένα σε κράτη–μέλη υποδοχής, είναι οι αρμόδιες ελληνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές, όπως ορίζονται στο άρθρο 3. Εφόσον αρχίσουν να παράγουν τα αποτελέσματά τους στην Ελλάδα, τα μέτρα εξυγίανσης, που λαμβάνουν οι αρμόδιες ελληνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές παράγουν τα αποτελέσματά τους και σε ολόκληρη την Κοινότητα, χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση, καθώς και έναντι τρίτων στα άλλα κράτη – μέλη, ακόμα και αν το ισχύον δίκαιο στα κράτη – μέλη υποδοχής δεν προβλέπει τέτοια μέτρα ή εξαρτά την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις οι οποίες δεν πληρούνται. 2. Αντιστοίχως, όταν η εξυγίανση αφορά πιστωτικό ίδρυμα που έχει την καταστατική του έδρα σε άλλο κράτος – μέλος, αποκλειστικά αρμόδιες για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων είναι οι αρχές του κράτους – μέλους αυτού. Τα λαμβανόμενα από αυτές μέτρα εξυγίανσης ή εκκαθάρισης παράγουν στην Ελλάδα αποτελέσματα χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση, ακόμη και αν το ελληνικό δίκαιο δεν προβλέπει τέτοια μέτρα ή εξαρτά την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις οι οποίες δεν πληρούνται. 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 21 έως και 32 του παρόντος νόμου, τα μέτρα εξυγίανσης διέπονται από το ισχύον ελληνικό δίκαιο.». Εξάλλου, στον ν. 4335/2015 (Α΄ 87) ορίζεται ότι: «Άρθρο 2 – Ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ΕΕ L 173) και άλλες διατάξεις ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ … Άρθρο 1 … Άρθρο 64 – Επικουρικές εξουσίες – 1. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να προβεί στις ακόλουθες ενέργειες: α) με την επιφύλαξη του άρθρου 78, διασφαλίζει ότι η μεταβίβαση πραγματοποιείται χωρίς οποιαδήποτε υποχρέωση ή επιβάρυνση επί των μεταβιβαζόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων, δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων. …».
7. Επειδή, εξάλλου, στον ν. 1587/1950 (Α΄ 294) ορίζεται ότι: «Άρθρο 1 – 1. Εφ΄ εκάστης εξ επαχθούς αιτίας μεταβιβάσεως ακινήτου … επιβάλλεται φόρος επί της αξίας αυτών. … Άρθρο 5 – 1. Ο φόρος μεταβίβασης που αναλογεί στο τίμημα μεταβίβασης που αναγράφεται στο συμβόλαιο, βαρύνει τον αγοραστή. … Άρθρο 7 – 1. Δι΄ εκάστην μεταβίβασιν οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται προ της συντάξεως του συμβολαίου των, να επιδώσωσι κοινήν δήλωσιν φόρου μεταβιβάσεως, προς τον Οικον. Έφορον της περιφερείας εν η κείται το ακίνητον … Άρθρο 8 – 1. Ο φόρος μεταβιβάσεως καταβάλλεται εξ ολοκλήρου συν τη δηλώσει. 2. …». Τέλος, στο άρθρο 68 του ν. 4150/2013 (Α΄ 102), όπως αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 168 παρ. 1 του ν. 4261/2014 (Α΄ 107), ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση μεταβίβασης, και ανεξαρτήτως του χρόνου συντέλεσης αυτής, στοιχείων ενεργητικού και παθητικού υποκαταστημάτων στην Ελλάδα, τα οποία ανήκουν σε πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην της Ελλάδας, προς ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα, στο πλαίσιο απόφασης εξυγίανσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας μέλους, στην οποία έχουν την έδρα τους τα πιστωτικά ιδρύματα, για τη μεταβίβαση αρκεί η κατάρτιση ιδιωτικού εγγράφου και αυτή σημειώνεται, σε όσες περιπτώσεις απαιτείται, ατελώς στα οικεία δημόσια βιβλία και αρχεία, με αίτηση του προς ον η μεταβίβαση προσώπου. Στην περίπτωση αυτή, η σύμβαση μεταβίβασης που καταρτίζεται με ιδιωτικό έγγραφο, αποτελεί το νόμιμο τίτλο κτήσης των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, χωρίς την τήρηση οποιασδήποτε άλλης διατύπωσης. Δεν οφείλεται, επίσης, οποιοδήποτε τέλος ή φόρος, εάν απαιτηθεί η κατάρτιση χωριστής πράξης για τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία. Στη συγκεκριμένη μεταβίβαση δεν εφαρμόζεται το άρθρο 479 του Αστικού Κώδικα. Για το κύρος της μεταβίβασης και το αντιτάξιμό της έναντι τρίτων, οι οποίοι είναι υποκείμενα δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή συμβατικών σχέσεων που μεταφέρονται στο προς η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα, δεν απαιτείται αναγγελία προς αυτούς ή συναίνεσή τους. Σε περίπτωση παροχής κεφαλαιακής ενίσχυσης από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στο πλαίσιο της ως άνω μεταβίβασης, δεν εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 7α του ν. 3864/2010 (Α΄ 119), ούτε οι διατάξεις περί τίτλων παραστατικών δικαιωμάτων κτήσης μετοχών». Στην δε αιτιολογική έκθεση του ν. 4261/2014 αναφέρεται ότι: «Η διάταξη του άρθρου 68 του ν. 4150/2013 θεσπίσθηκε µε σκοπό να αναγνωρίσει την ιδιωτική σύμβαση ως νόµιµο τίτλο μεταβίβασης, χωρίς επιπλέον δαπάνες, για τις ειδικές περιπτώσεις μεταβιβάσεων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού υποκαταστημάτων στην Ελλάδα, τα οποία ανήκουν σε πιστωτικά ιδρύµατα που εδρεύουν σε άλλες χώρες µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην της Ελλάδας, κατ’ αντιστοιχία της ρύθµισης του άρθρου 63Δ του ν. 3601/2007. Πρόκειται, δηλαδή, για µια ρύθµιση που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις ειδικής διαδοχής, όταν, στο πλαίσιο απόφασης εξυγίανσης του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος της χώρας µέλους στην οποία έχουν την έδρα τους τα πιστωτικά ιδρύµατα, μεταβιβάζεται μέρος των περιουσιακών στοιχείων των υποκαταστημάτων, που βρίσκονται στην Ελλάδα, ενώ τα αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύµατα διατηρούν τη δική τους διοίκηση και τις δραστηριότητές τους εκτός Ελλάδος. Ωστόσο, η παραπομπή στο άρθρο 16 του ν. 2515/1997, η οποία έγινε από το νομοθέτη µε αποκλειστικό σκοπό να περιγραφεί η ακολουθητέα για τη μεταβίβαση διαδικασία, ενδέχεται να οδηγήσει στην εσφαλμένη ερμηνεία ότι πρόκειται για περίπτωση καθολικής διαδοχής. Μία τέτοια ερμηνεία θα ήταν, όμως, αντίθετη µε το σκοπό και τη λειτουργία της απόφασης εξυγίανσης του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος της χώρας µέλους στην οποία έχουν την έδρα τους τα πιστωτικά ιδρύµατα, στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνει χώρα η εν λόγω μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού. Για το λόγο αυτό και προς ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου κατά την εφαρμογή της διάταξης, προτείνεται µε την παράγραφο 1 του άρθρου η απαλοιφή της αναφοράς στο άρθρο 16 του ν. 2515/1997 και η συμπλήρωση της διάταξης όσον αφορά τους όρους της μεταβίβασης µε προβλέψεις αντίστοιχες µε αυτές του άρθρου 63Δ του ν. 3601/2007. Προς ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου κρίνεται επίσης αναγκαίο η ορθή ερμηνεία της διάταξης, όπως αποτυπώνεται µε την προτεινόμενη διατύπωση, να ισχύσει από την ηµεροµηνία ισχύος του ν. 4150/2013 και να καταλάβει όλες τις μεταβιβάσεις που έχουν ήδη διενεργηθεί στο πλαίσιο εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων χώρας κράτους-µέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλην της Ελλάδας, ανεξαρτήτως του χρόνου συντέλεσης αυτών. …».
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας
προκύπτουν τα εξής: Βάσει διατάξεων του κυπριακού δικαίου, μεταβιβάστηκαν στην προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων, τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία της … Τράπεζας, με έδρα την …, στα πλαίσια της διαδικασίας εξυγίανσης της τελευταίας, υπό τους όρους της υπογραφείσας μεταξύ τους από …. σύμβασης με τίτλο: «Συμφωνία Μεταβίβασης Περιουσιακών Στοιχείων και Υποχρεώσεων (Transfer of Assets and Liabilities Agreement)». Με τη σύμβαση αυτή, όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια, ορίσθηκε ειδικότερα ότι μεταβιβάζονται στην προσφεύγουσα από 31-3-2013 όλα τα ευρισκόμενα στην Ελλάδα ακίνητα κυριότητας της … Τράπεζας, τα οποία απαριθμούνται στο σχετικό Παράρτημα της σύμβασης. Με βάση τα ανωτέρω, καταρτίστηκε το …2-3-2017 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Φωτεινής Τριγάζη, με το οποίο περιήλθε στην κυριότητα, νομή και κατοχή της προσφεύγουσας, το με αριθμό …αγροτεμάχιο, που βρίσκεται …, έχει πρόσωπο σε αγροτικό δρόμο διανομής, είναι άρτιο και οικοδομήσιμο με έκταση 17.625 τμ. Ενόψει της μεταβίβασης αυτής, υποβλήθηκε στην Δ.Ο.Υ. Καλαμαριάς η … δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτου, στην οποία συμπεριλήφθηκε επιφύλαξη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170), περί μη οφειλής του σχετικού φόρου, ενόψει του γεγονότος ότι η μεταβίβαση αυτή πραγματοποιήθηκε σε εκτέλεση της ανωτέρω από 14-5-2013 Συμφωνίας Μεταβίβασης Περιουσιακών Στοιχείων και Υποχρεώσεων μεταξύ των προαναφερόμενων τραπεζικών ιδρυμάτων, που συνήφθη στο πλαίσιο των μέτρων εξυγίανσης που ελήφθησαν από την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου για την εξυγίανση της πωλήτριας, τα οποία, κατά τα οριζόμενα στον ν. 3458/2006, που ενσωμάτωσε στην Ελλάδα την Οδηγία 2001/14/ΕΚ περί εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων με καταστατική έδρα σε άλλα κράτη μέλη, παράγουν στην Ελλάδα αποτελέσματα χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση. Επιπλέον, η προσφεύγουσα προέβαλε, με την ανωτέρω επιφύλαξη, ότι διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα, συνεπώς υπάγεται στις απαλλακτικές διατάξεις του άρθρου 68 του ν. 4150/2013, καθώς και ότι τυχόν άρνηση χορήγησης σε αυτήν της εν λόγω απαλλαγής θα συνιστούσε δυσμενή διακριτική μεταχείριση σε βάρος κατοίκου άλλου κράτους μέλους, παραβιάζουσα τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας κίνησης κεφαλαίων. Κατά της σιωπηρής απόρριψης της ανωτέρω επιφύλαξης, λόγω παρέλευσης άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της, η προσφεύγουσα άσκησε την …7-6-2017 ενδικοφανή προσφυγή, με την οποία προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι η εφαρμογή του άρθρου 68 του ν. 4150/2013 με κριτήριο τον τόπο εγκατάστασης του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος και η μη επέκτασή του στα εκτός Ελλάδας πιστωτικά ιδρύματα αντίκειται στα άρθρα 18, 49 και 63 της ΣΛΕΕ. Η ως άνω ενδικοφανής προσφυγή απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, με την ειδικότερη αιτιολογία ότι οι διατάξεις των άρθρων 65 και 63 της ΣΛΕΕ δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόσουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας.
9. Επειδή, ήδη με την κρινόμενη προσφυγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το νομίμως υποβληθέν υπόμνημά της, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και συναφώς, την επιστροφή, νομιμοτόκως, του αχρεωστήτως, κατά τους ισχυρισμούς της, καταβληθέντος φόρου μεταβίβασης ακινήτου, ποσού 21.463,14 ευρώ (βλ. το …2017 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α έναντι βεβαιωμένων της Δ.Ο.Υ. Καλαμαριάς), προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 68 του ν. 4150/2013, σε συνδυασμό με τα άρθρα 18, 49, 63 και 65 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το σκοπό της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, εισάγει απαλλαγή από το φόρο μεταβίβασης για κάθε απόκτηση ακινήτου που πραγματοποιείται από ευρισκόμενο σε καθεστώς εξυγίανσης πιστωτικό ίδρυμα προς έτερο πιστωτικό ίδρυμα με μόνιμη εγκατάσταση στην ελληνική επικράτεια, ανεξαρτήτως του εάν το πιστωτικό ίδρυμα που αποκτά διατηρεί καταστατική έδρα στην ημεδαπή ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι η φορολογική επιβάρυνση που επιβάλλεται με κριτήριο τη χώρα εγκατάστασης ορισμένου νομικού προσώπου, χωρίς το εν λόγω κριτήριο να εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος, εισάγει προφανή διάκριση λόγω ιθαγένειας και, ως εκ τούτου, αντίκειται στις κοινοτικές αρχές της ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων, ότι η ίδια συνιστά υπό εξυγίανση κοινοτικό πιστωτικό ίδρυμα με μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, επομένως υπάγεται στην έννοια «ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα», τα οποία απαλλάσσονται από τον επίδικο φόρο μεταβίβασης, ότι ο σκοπός του άρθρου 68 του ν. 4150/2013 συνίσταται στην εξυγίανση των κοινοτικών πιστωτικών ιδρυμάτων και στην παροχή κινήτρου για το πιστωτικό ίδρυμα που αποκτά να αναλάβει, εκτός από το ενεργητικό, ευρύ φάσμα βαρών και υποχρεώσεων του υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογεί εξαίρεση στην περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα που αποκτά έχει μόνιμη εγκατάσταση, όχι όμως και καταστατική έδρα στην Ελλάδα, καθώς η συγκεκριμένη ερμηνεία συνιστά υπονόμευση του ίδιου του σκοπού της εξυγίανσης και, τέλος, ότι η Οδηγία 2001/24/ΕΚ και ο ν. 3458/2006 διασφαλίζουν ότι όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις του υπό εξυγίανση ιδρύματος, όπου και εάν ευρίσκονται, αντιμετωπίζονται με μία και ενιαία διαδικασία, που κινείται από το κράτος μέλος καταγωγής και ότι τα λαμβανόμενα από το τελευταίο μέτρα εξυγίανσης ή εκκαθάρισης παράγουν στην Ελλάδα αποτελέσματα, χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση, ακόμα και εάν το ελληνικό δίκαιο δεν προβλέπει τέτοια μέτρα ή εξαρτά την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις. Αντιθέτως, το καθ΄ ου, με την από 13-2-2020 έκθεση απόψεων, ισχυρίζεται ότι νομίμως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς η διάταξη του άρθρου 68 του ν. 4150/2013 δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 18, 49, 63 και 65 της ΣΛΕΕ και στο σκοπό της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
10. Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 68 του ν. 4150/2013, από την οποία προκύπτει ότι η θεσπιζόμενη με αυτήν απαλλαγή από το φόρο μεταβίβασης ακινήτου των πωλήσεων, που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος κράτους μέλους αφορά μόνο μεταβιβάσεις προς ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα και, συνακόλουθα, δεν επωφελούνται αυτής και πιστωτικά ιδρύματα άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποκτούν ακίνητα στο πλαίσιο αντίστοιχης διαδικασίας, ακόμα και εάν, όπως η προσφεύγουσα, διατηρούν στην Ελλάδα υποκατάστημα, κατ΄ ενάσκηση της προβλεπόμενης στο άρθρο 49 της ΣΛΕΕ ελευθερίας εγκαταστάσεως, υπό την έννοια του τόπου επιχείρησης νομικώς εξαρτώμενης από πιστωτικό ίδρυμα, η οποία διενεργεί άμεσα όλες ή ορισμένες από τις συναλλαγές που εντάσσονται στις δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων (άρθρο 4 παρ. 1 περ. 17 του Κανονισμού ΕΕ αρ. 575/2013), κρίνει ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση, με μοναδικό κριτήριο τον τόπο της καταστατικής έδρας, συνιστά ανεπίτρεπτη δυσμενή διάκριση σε βάρος των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 18, 49, 63 και 65 της ΣΛΕΕ. Και τούτο διότι δεν συντρέχει αντικειμενικά διαφορετική κατάσταση στην περίπτωση, που το ευρισκόμενο στην Ελλάδα ακίνητο του υπό εξυγίανση αλλοδαπού πιστωτικού ιδρύματος αποκτάται από πιστωτικό ίδρυμα με έδρα στην Ελλάδα, έναντι της περίπτωσης κατά την οποία αποκτάται από πιστωτικό ίδρυμα με έδρα σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. και υποκατάστημα στην ελληνική επικράτεια, υποκείμενο σε έλεγχο από την Τράπεζα της Ελλάδος (με τις προβλεπόμενες στο ν. 4261/2014 (Α΄ 107), ειδικότερες ρυθμίσεις ως προς τα τελευταία, που δεν καθίστανται ικανές να διαφοροποιήσουν τις δύο κατηγορίες πιστωτικών ιδρυμάτων ως προς το κρινόμενο ζήτημα), ούτε, άλλωστε, από την αιτιολογική έκθεση της επίμαχης διάταξης προκύπτει κάποιος επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος που να δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση των παραπάνω περιπτώσεων, χωρίς να μπορεί να γίνει δεκτός ως τέτοιος ο σκοπός της μεγιστοποίησης των εσόδων του Δημοσίου (πρβλ. ΣτΕ 3168/2014). Εξάλλου, στο άρθρο 3 της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ, η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 3458/2006, προβλέπεται ότι τα μέτρα εξυγίανσης διέπονται από τους νόμους, κανονισμούς και διαδικασίες, που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής, παράγουν δε όλα τα αποτελέσματά τους σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους σε ολόκληρη την Κοινότητα, χωρίς άλλες διατυπώσεις, καθώς και έναντι τρίτων στα άλλα κράτη μέλη, και αν ακόμη οι ισχύουσες διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής δεν προβλέπουν τέτοια μέτρα ή εξαρτούν την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις, οι οποίες δεν πληρούνται, χωρίς να έχει την έννοια ότι επιτρέπει την θέσπιση κανόνων αντίθετων στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, ενώ στο άρθρο 64 της Οδηγίας 2001/54/ΕΕ, όπως ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον ν. 4335/2015, ορίζεται ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την πραγματοποίηση μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων στα πλαίσια διαδικασίας εξυγίανσης, απαλλαγμένη από κάθε υποχρέωση ή επιβάρυνση επί των μεταβιβαζομένων. Η δε επιβολή φόρου μεταβίβασης ακινήτου στα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. συνιστά τέτοια προϋπόθεση, από την οποία εξαρτάται, κατά το ελληνικό δίκαιο, η εφαρμογή του μέτρου εξυγίανσης που έχει ληφθεί από το κράτος μέλος καταγωγής, το οποίο (μέτρο), ωστόσο, είναι εφαρμοστέο, σύμφωνα με την Οδηγία 2001/24/ΕΚ και το άρθρο 4 του ν. 3458/2006, χωρίς να απαιτείται άλλη διατύπωση, ακόμη και εάν το ελληνικό δίκαιο εξαρτά την εφαρμογή του από πρόσθετες προϋποθέσεις, όπως εν προκειμένω την καταβολή φόρου μεταβίβασης. Επομένως, η εφαρμογή της απαλλαγής του άρθρου 68 του ν. 4150/2013 μόνο υπέρ των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων, και όχι υπέρ πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος, όπως η προσφεύγουσα, δεν συμβιβάζεται με το ενωσιακό δίκαιο, επομένως μη νομίμως επιβλήθηκε σε βάρος της ο ένδικος φόρος μεταβίβασης ακινήτου, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη προσφυγή, η οποία, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία κρίθηκαν τα αντίθετα, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής.
11.Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη προσφυγή να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η ανωτέρω επιφύλαξη και να επιστραφεί στην προσφεύγουσα, νομιμοτόκως, από την υποβολή της επιφύλαξης, ήτοι από 15-2-2017 (βλ. άρθρα 53 παρ. 2 και 72 παρ. 16 του ν. 4174/2013), με εφαρμοστέο επιτόκιο εκείνο του άρθρου 2 της ΔΠΕΙΣ/1198598/ΕΞ/2013 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 19 – βλ. ΣτΕ 355/2019 επταμ.) ως αχρεωστήτως καταβληθείς, ο ένδικος φόρος μεταβίβασης ακινήτου, ποσού 21.463,14 ευρώ. Περαιτέρω, πρέπει να αποδοθεί στην προσφεύγουσα το καταβληθέν παράβολο (άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ.), ενώ κατ΄εκτίμηση των περιστάσεων να απαλλαγεί το καθ΄ ου από τη δικαστική δαπάνη (άρθρο 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ.).
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Δέχεται την προσφυγή.
Ακυρώνει την …3-11-2017 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Α.Α.Δ.Ε..
Δέχεται την επιφύλαξη που διατύπωσε η προσφεύγουσα στην …15-2-2017 υποβληθείσα στην Δ.Ο.Υ. Καλαμαριάς δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτου.
Διατάσσει τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Καλαμαριάς να επιστρέψει στην προσφεύγουσα, νομιμοτόκως, από τις 15-2-2017, με το οριζόμενο στο άρθρο 2 της ΔΠΕΙΣ/1198598/ΕΞ/2013 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών επιτόκιο τον αχρεωστήτως καταβληθέντα φόρο μεταβίβασης ακινήτου, ποσού 21.463,14 ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στην προσφεύγουσα του καταβληθέντος παραβόλου
Απαλλάσσει το καθ΄ού από τη δικαστική δαπάνη.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 24-7-2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ