Απόφαση: 5515/2020, Ε’ Τμήμα Τριμελές
Ημερομηνία Δημοσίευσης: 31/7/2020
14/08/2020
Αριθμός απόφασης: 5515/2020
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Τ Ρ Ι Μ Ε Λ Ε Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Δεκεμβρίου 2019, με δικαστές τις: Βασιλική Κουρή, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Στέλλα Πάντζαλη (εισηγήτρια) και Σύρμω Βουγιουκλή, Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα τον Ξενοφώντα Ιωαννίδη, δικαστικό υπάλληλο.
Για να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 7.9.2018 (αρ. καταχώρησης ΑΓ3040/2018).
Των: 1) … του …, 2) … του …, ανήλικης, για λογαριασμό της οποίας ασκεί την αγωγή ο 1ος ενάγων, πατέρας της, 3) … του …, ανήλικου, για λογαριασμό του οποίου ασκεί την αγωγή ο 1ος ενάγων, ως ασκών προσωρινά και αποκλειστικά την επιμέλεια αυτού, 4) … του …, και 5) … του …, κατοίκων ….,), οι οποίοι παραστάθηκαν μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Κυριακής Πακιρτζίδου.
Κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ …», το οποίο εδρεύει στη …., εκπροσωπείται από τον Διοικητή του και παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Αναστασίας Σκουλά.
Κατά τη συζήτηση οι διάδικοι που παραστάθηκαν ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Η κρίση του είναι η εξής:
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως το αίτημά της μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου των εναγόντων κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, η οποία έχει καταγραφεί στα πρακτικά, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Νοσοκομείου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, νομιμοτόκως και με την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το ποσό των 1.000.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ και 932 του ΑΚ, για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν εξαιτίας του θανάτου της …, συζύγου εν ζωή του πρώτου ενάγοντος, μητέρας της δεύτερης, του τρίτου και του τέταρτου των εναγόντων και θυγατέρας της πέμπτης ενάγουσας, ο οποίος επήλθε στις 26.4.2017 από παράνομες ενέργειες ιατρού του εναγόμενου Νοσοκομείου. Περαιτέρω, ο 1ος ενάγων ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Νοσοκομείου, για την ίδια αιτία, να καταβάλει σε αυτόν το συνολικό ποσό των 36.000 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 928 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ), λόγω της στέρησης των υπηρεσιών της αποβιώσασας συζύγου του για το χρονικό διάστημα από 26.4.2017 έως 25.4.2022, ενώ η 2η και ο 3ος των εναγόντων ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει σε αυτούς ως αποζημίωση, κατά τις διατάξεις του ίδιου άρθρου, λόγω της στέρησης διατροφής από την αποβιώσασα μητέρα τους, για το ως άνω χρονικό διάστημα όσον αφορά τη 2η ενάγουσα και για το χρονικό διάστημα από 26.4.2017 έως 25.4.2019 όσον αφορά τον 3ο, τα συνολικά ποσά των 30.000 ευρώ και 19.200 ευρώ αντίστοιχα. Η κρινόμενη αγωγή, η οποία εισάγεται αρμοδίως στο Δικαστήριο αυτό και ασκείται παραδεκτώς, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία.
2. Επειδή, το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …» και το άρθρο 106 αυτού ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ευθύνη του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από παράνομες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον απορρέουν από την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα του οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (ΑΕΔ 5/1995, ΣτΕ 1531/2018, 1085/2016 7μ., 2202/2014, 3839/2012 7μ., 288/2011). Όπως δε συνάγεται από την ανωτέρω διάταξη, στοιχειοθετείται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση όταν οι παράνομες πράξεις ή παραλείψεις ή υλικές ενέργειες ή παραλείψεις υλικών ενεργειών οργάνων του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. τελούνται ή λαμβάνουν χώρα εντός του κύκλου των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, δηλαδή κατά την ενάσκηση της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί ή κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υπάρχει όταν η ζημιογόνος πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια τελέσθηκε καθ’ υπέρβαση των ανατεθειμένων σ’ αυτά καθηκόντων ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας τους, αλλά κατά παράβαση των διαταγών ή εντολών που έχουν δοθεί σ’ αυτά, τελούν δε σε εσωτερική αιτιώδη συνάφεια προς την εκτέλεση της υπηρεσίας τους (ΣτΕ 3292/2017, 2026, 2027/2009, 3380/2007). Περαιτέρω, ευθύνη του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση συντρέχει όχι μόνο όταν με σχετική πράξη ή παράλειψη οργάνου της διοίκησης παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα προσιδιάζοντα στη συγκεκριμένη υπηρεσία καθήκοντα και υποχρεώσεις που πηγάζουν από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, από τα δεδομένα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (ΣτΕ 1531/2018, 1414/2017, 2664/2015, 3793/2014, 3362/2013, 1219/2012, 4133/2011, 3528/2007, 2736/2007). Για τη θεμελίωση δε της ευθύνης του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. απαιτείται να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της κατά τα ανωτέρω παράνομης πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Αιτιώδης σύνδεσμος συντρέχει όταν οι παράνομες πράξεις ή παραλείψεις ή υλικές ενέργειες ή παραλείψεις υλικών ενεργειών των οργάνων του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. είναι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, επαρκώς ικανές (πρόσφορες) και μπορούν αντικειμενικά, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, ενόψει και των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, να επιφέρουν το ζημιογόνο αποτέλεσμα και το επέφεραν στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΣτΕ 1699/2019, 596/2017, 1414/2017, 2224/2014, 2163/2013, 424/2012, 322/2009 7μ.). Δεν αποκλείεται δε, καταρχήν, η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός ότι στο αποτέλεσμα συνετέλεσε και συνυπαιτιότητα του βλαβέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος (ΣτΕ 484/2018, 473/2011). Η διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου έχει ως προϋπόθεση την παρεμβολή άλλων μεταγενέστερων όλως εξαιρετικών και απρόβλεπτων γεγονότων, ιδίως δε ενέργειες τρίτων προσώπων (ΣτΕ 1699/2019, 484/2018, 4410-4422/2015, 3124/2011). Εξάλλου, η αποζημίωση μπορεί να συνίσταται, μεταξύ άλλων, και στην κατ’ άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία (χρηματική ικανοποίηση) επιδικάζεται, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, σε εύλογο ύψος (ΣτΕ 1407/2014, 4133/2011 επτ.), στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης (ΣτΕ 3362/2013, 3457/2003, 1221-1224/2002).
3. Επειδή, συναφώς, στο άρθρο 300 του ΑΚ, το οποίο έχει εφαρμογή σε κάθε αποζημίωση από οποιαδήποτε αιτία και αν προέρχεται, άρα και στην περίπτωση αποζημίωσης κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, ορίζεται ότι: «Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει. …». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αν, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου, συντρέχει πταίσμα του ζημιωθέντος, απόκειται στην εξουσία του δικαστηρίου, αφού εκτιμήσει ελευθέρως τις περιστάσεις, μεταξύ των οποίων είναι και ο βαθμός του πταίσματος του ζημιωθέντος, να επιδικάσει ολόκληρη την αποζημίωση ή να μην επιδικάσει καθόλου αποζημίωση ή και να μειώσει μόνο το ποσό της αποζημίωσης (ΣτΕ 877/2013 7μ., 3595/2012, 3124/2011). Πρέπει όμως η πράξη του ζημιωθέντος να έχει συντελέσει στην πρόκληση της ζημίας και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας πράξης του ζημιωθέντος με την πρόκληση ή την έκταση της ζημίας (ΣτΕ 484/2018, 15/2018, 596/2017).
4. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 928 ΑΚ ορίζει: «Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου ο υπόχρεος υποχρεούται να καταβάλει τα νοσήλια … Έχει επίσης υποχρέωση να αποζημιώσει εκείνον που κατά το νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή ή παροχή υπηρεσιών». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, το Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υποχρεούται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της αστικής ευθύνης του, να αποζημιώσει εκείνον που είχε αξίωση διατροφής έναντι προσώπου που θανατώθηκε εξαιτίας παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του, καθώς και εκείνον που είχε αξίωση για παροχή υπηρεσιών από τον θανόντα, κατά τις ανωτέρω διατάξεις. Η εν λόγω αξίωση αποζημίωσης, αποσκοπούσα να αποκαταστήσει τον δικαιούχο της διατροφής ή της παροχής υπηρεσιών, ώστε αυτός να επανέλθει στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν θανατωνόταν ο υπόχρεος να τον διατρέφει, περιλαμβάνει ό,τι και για όσο χρόνο θα όφειλε να καταβάλει ο θανατωθείς στον δικαιούχο της διατροφής (ΣτΕ 2917/2019 σκ. 16, 1578/2018, 1085/16 7μ, 3735/2012 -πρβλ ΑΠ 1637/2018, 124/2017, 1322/2013). Στους ανωτέρω δικαιούχους περιλαμβάνονται ο σύζυγος και τα τέκνα του θανόντος, ως προς τα πρόσωπα δε αυτά η απορρέουσα από τη διάταξη του άρθρου 928 του ΑΚ εδ. β΄ αξίωση αποζημίωσης έχει άμεση σχέση με την εκ του νόμου αξίωση διατροφής, διότι τόσο η γένεση του δικαιώματός τους προς αποζημίωση, όσο και το οφειλόμενο ποσό, προσδιορίζονται από τις γενικές διατάξεις του ΑΚ για τη διατροφή ανιόντων, κατιόντων ή συζύγων (άρθρα 1389 επ., 1442 επ., 1485 επ. του ΑΚ -ΣτΕ 1085/2016 7μ.).
5. Επειδή, εξάλλου, ο α.ν. 1565/1939 «Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» (Α΄ 16) ορίζει στο άρθρο 13 αυτού ότι: «Ο Ιατρός οφείλει να ασκή ευσυνειδήτως το επάγγελμα αυτού και να συμπεριφέρηται τόσον εν τη ενασκήσει του επαγγέλματος, όσον και εκτός αυτής κατά τρόπον αντάξιον της αξιοπρεπείας και εμπιστοσύνης τας οποίας απαιτεί το Ιατρικόν επάγγελμα» και στο άρθρο 24 αυτού ότι: «Ο ιατρός οφείλει να παρέχη μετά ζήλου ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, τηρών τας ισχυούσας διατάξεις περί διαφυλάξεως των ασθενών και προστασίας των υγειών». Από την τελευταία αυτή διάταξη, σε συνδυασμό με τα άρθρα 330, 652 και 914 του Α.Κ. και 105 και 106 ΕισΝΑΚ συνάγεται ότι, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις των ως άνω διατάξεων, δύναται να θεμελιωθεί ευθύνη νοσοκομείου ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση για την ζημία που υπέστη ασθενής από κάθε αμέλεια του ιατρικού προσωπικού αυτού, ακόμη και ελαφρά, αν το όργανο του νοσοκομείου, κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, επιδεικνύοντας την δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από τον μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του. Στην περίπτωση αυτή το νοσοκομείο ευθύνεται αναλόγως και για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρων 299 και 932 ΑΚ (ΣτΕ 2112/2019, 56/2019, 1580/2018, 1253/2017, 1717/2016, 710/2016, 572/2013). Συναφώς, το άρθρο 2 παρ. 1 και 3 του ν. 3418/2005 «Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας» (Α΄ 287) ορίζει ότι: «1. Η άσκηση της ιατρικής είναι λειτούργημα που αποσκοπεί στη διατήρηση, βελτίωση και αποκατάσταση της σωματικής, πνευματικής και ψυχικής υγείας του ανθρώπου, καθώς και στην ανακούφισή του από τον πόνο. 3. Το ιατρικό λειτούργημα ασκείται σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Διέπεται από απόλυτο σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους χωρίς διάκριση φύλου, φυλής, θρησκείας …».
6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων οι 216, 246- 248, 271-275, 282-290/2018 αποφάσεις του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, και ιδίως εξ αυτών η 282/2018 απόφαση ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αποβιώσασα… του …, σύζυγος εν ζωή του πρώτου ενάγοντος, μητέρα της δεύτερης, του τρίτου και του τέταρτου των εναγόντων και θυγατέρα της πέμπτης ενάγουσας, είχε επισκεφθεί με τον σύζυγό της (πρώτο ενάγοντα) το εναγόμενο Νοσοκομείο κατά τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2016, προκειμένου να εξεταστεί για το αγγειακό πρόβλημα κιρσών που αντιμετώπιζε στα κάτω άκρα της. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης αυτής η … γνώρισε τον ειδικευόμενο ιατρό της αγγειοχειρουργικής …, που απασχολούνταν στην Ε΄ χειρουργική κλινική του εναγόμενου Νοσοκομείου, ο οποίος επέδειξε ενδιαφέρον για το πρόβλημα της υγείας της και την αποκατάστασή του, οπότε της έδωσε το τηλέφωνό του και, μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, ξεκίνησαν να επικοινωνούν διαδικτυακά. Η … επισκέφθηκε τον … στο εναγόμενο Νοσοκομείο στις 23.3.2017, προκειμένου αυτός να της συνταγογραφήσει το φάρμακο για τη θεραπεία του αγγειακού της προβλήματος, ενώ στις 2.4.2017 αυτή μετέβη εκ νέου, κατά τις μεσημεριανές ώρες, στο εναγόμενο, όπου πραγματοποιήθηκε από τον … η πρώτη θεραπευτική συνεδρία έγχυσης, με ενέσεις, σκληρυντικών ουσιών υπό μορφή αφρού στα τριχοειδή αγγεία του ενός εκ των δύο κάτω άκρων της (στις περιοχές της γάμπας και του μηρού). Για τη συγκεκριμένη θεραπεία, η οποία δεν αποτελεί επέμβαση, χρησιμοποιείται σύριγγα ινσουλίνης (πολύ λεπτή και αρκετά μικρότερη από αυτή με την οποία πραγματοποιείται αιμοληψία) και δεν απαιτείται, σύμφωνα με τη σχετική ιατρική βιβλιογραφία, όπως εκτέθηκε και αναλύθηκε από τους ειδικούς ιατρούς που εξετάστηκαν κατά την ποινική διαδικασία και ενώπιον των ανωτέρω ποινικού δικαστηρίου, ο ασθενής να υποβληθεί σε αναισθησία, αντιθέτως αντενδείκνυται τόσο η τοπική όσο και η γενική αναισθησία, διότι η πρώτη δυσχεραίνει την έγχυση, λόγω συμπίεσης των τριχοειδών αγγείων, ενώ η δεύτερη καταστέλλει τον ασθενή, τον οποίο ο γιατρός επιδιώκει να διατηρεί ζωηρό και κινητικό για την αποφυγή κινδύνου θρόμβωσης. Κατά την επιστροφή στην οικία της, μετά τη θεραπεία, η … ανέφερε ότι ο ιατρός τής είχε χορηγήσει νάρκωση και ότι αισθανόταν πολύ καταβεβλημένη, ενώ τις επόμενες ημέρες εμφάνισε φλεγμονή στην περιοχή όπου είχε γίνει η θεραπεία, η οποία (φλεγμονή) αντιμετωπίστηκε, κατόπιν συνεννόησης με τον …, με αντιβιοτικά. Η δεύτερη όμοια θεραπευτική συνεδρία, που θα αφορούσε το έτερο κάτω άκρο της, είχε προγραμματιστεί για τις 26.4.2017, ημέρα γενικής εφημερίας για το εναγόμενο Νοσοκομείο, ενόψει δε τούτου, ο … είχε φροντίσει να προμηθευτεί το φάρμακο για την εν λόγω θεραπεία, καθώς η … αδυνατούσε να το ανεύρει στα φαρμακεία. Στις 13.4.2017 ο εν λόγω ιατρός και η … είχαν συναντηθεί ιδιωτικά, εκτός του Νοσοκομείου. Στις 26.4.2017 ο … γνωστοποίησε στον ειδικό ιατρό αγγειοχειρουργό, καθηγητή του Α.Π.Θ., … ότι είχε προγραμματισμένη συνεδρία ενέσεων σκληρυντικής ουσίας και εκείνος του συνέστησε να χρησιμοποιήσει το σηπτικό χειρουργείο των εξωτερικών ιατρείων, να εξασφαλίσει τη συμμετοχή δεύτερου ιατρού και να καταγράψει την ασθενή. Περί τις 17:20 της ίδιας ημέρας και αφού ο … είχε φροντίσει να λάβει από τα εξωτερικά ιατρεία του Β΄ κτηρίου του εναγομένου (μετά την ολοκλήρωση μικροεπέμβασης που είχε πραγματοποιήσει ειδικός αγγειοχειρουργός του εναγομένου, στην οποία είχε συμμετάσχει ένας ακόμη ειδικός αγγειοχειρουργός και ο ειδικευόμενος …) ορισμένα υλικά (ορούς) που θα χρειαζόταν για τη θεραπεία της …, ο εν λόγω ιατρός συνάντησε την ασθενή στο πίσω μέρος του Νοσοκομείου, μετά από συνεννόηση μεταξύ τους, με την ανταλλαγή σύντομων γραπτών μηνυμάτων μέσω κινητού τηλεφώνου, και την οδήγησε σε χώρο του 3ου ορόφου του Α΄ κτηρίου, ο οποίος είχε ήδη από τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2016 εγκαταλειφθεί, μετά τη μεταφορά της αίθουσας τοκετών που λειτουργούσε εκεί έως τον χρόνο εκείνο. Ο συγκεκριμένος χώρος, τα κλειδιά για την πρόσβαση στον οποίο είχαν περιέλθει με άγνωστο τρόπο στην κατοχή του …, δεν διέθετε οποιονδήποτε ιατρικό εξοπλισμό, παρά μόνο άχρηστο ξενοδοχειακό εξοπλισμό που προοριζόταν για απόσυρση (όπως και άλλα υλικά που αποθηκεύονταν στον ίδιο χώρο), ήταν ρυπαρός, καθώς δεν είχε καθαριστεί μετά τη μετεγκατάσταση της κλινικής (τον Σεπτέμβριο του 2016) και ήταν εν γένει ακατάλληλος για οποιαδήποτε ιατρική πράξη. Στον χώρο εκείνο η … αφαίρεσε τα ενδύματα και τα εσώρουχά της (ο … ισχυρίστηκε ότι της είχε δώσει να φορέσει ιατρική ρόμπα) και ο … της χορήγησε ενδοφλεβίως τις αναισθητικές ουσίες προποφόλη και φαιντανύλη, σε άγνωστες δοσολογίες, χρησιμοποιώντας σύριγγα που είχε λάβει το ίδιο πρωί, χωρίς να έχει γίνει αντιληπτός, από καρότσι αναισθησιολόγου (στο οποίο τοποθετούνταν έτοιμες σύριγγες με αναισθητικές ουσίες για χρήση σε επεμβάσεις) και αναμειγνύοντας σε αυτήν τις δύο ουσίες. Αμφότερες οι ανωτέρω αναισθητικές ουσίες προκαλούν αναπνευστική καταστολή και έχουν ταχεία δράση, σε περίπτωση δε ταυτόχρονης χορήγησης εντείνονται τα αποτελέσματά τους και οι παρενέργειές τους, οπότε είναι απολύτως αναγκαία η συνεχής παρακολούθηση του ασθενούς που τις λαμβάνει. Ειδικότερα, η προποφόλη είναι αναισθητικό φάρμακο για την εισαγωγή και τη διατήρηση της αναισθησίας και για την καταστολή εντός και εκτός της χειρουργικής αίθουσας, έχει ταχύτατο χρόνο δράσης και προκαλεί αναπνευστική καταστολή (μείωση της αναπνευστικής συχνότητας και του αναπνεόμενου όγκου) που μπορεί να φτάσει, ανάλογα με τη δόση, έως την πρόκληση άπνοιας, ενώ η φαιντανύλη είναι οπιοειδές αναλγητικό φάρμακο, με αναλγητική δράση 100 φορές πιο ισχυρή από αυτή της μορφίνης, προκαλεί αναλγησία, καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήματος και αναπνευστική καταστολή. Λίγα λεπτά μετά τη χορήγηση των ως άνω ουσιών η … εμφάνισε άπνοια και, ακολούθως, καρδιακή ανακοπή, ως συνέπεια της μη έγκαιρης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης της άπνοιας, οπότε κατέληξε. Ανεξαρτήτως του αν ο … είχε κάνει προσπάθειες για να την επαναφέρει στη ζωή, όπως ισχυρίστηκε ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου (χωρίς να έχει επιβεβαιωθεί η βασιμότητα του ισχυρισμού του από τα πορίσματα της ιατροδικαστικής έρευνας), γεγονός είναι ότι δεν αναζήτησε οποιονδήποτε άλλον ιατρό ούτε κάλεσε σε βοήθεια, παρόλο που τούτο ήταν ευχερές, λόγω της εγγύτητας του ως άνω χώρου προς τις κλινικές του εναγόμενου Νοσοκομείου, οι οποίες ήταν σε πλήρη λειτουργία, λόγω της γενικής εφημερίας, με πολυάριθμο ιατρικό προσωπικό όλων των ειδικοτήτων. Αντιθέτως, όταν διαπίστωσε ότι η … ήταν νεκρή, απομάκρυνε το πτώμα της από το εναγόμενο Νοσοκομείο και το μετέφερε με το αυτοκίνητό του σε δύσβατη δασική περιοχή, κείμενη πλησίον των οικισμών …. και …., όπου το απέρριψε, σε απόσταση 5,10 μέτρων και σε βάθος 4 περίπου μέτρων από το επίπεδο του υφιστάμενου δασικού χωμάτινου δρόμου, δίπλα σε κορμό πεύκου, όπου βρέθηκε μετά από αρκετές ημέρες, χωρίς ενδύματα και προσωπικά αντικείμενα, σε προχωρημένη σήψη. Σύμφωνα με το πόρισμα της ιατροδικαστικής έρευνας, ο θάνατος της … επήλθε μετά τη χορήγηση των ουσιών φαιντανύλη και προποφόλη. Για τις ανωτέρω πράξεις του ο ειδικευόμενος ιατρός … κηρύχθηκε, με την ως άνω 282/2018 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, ένοχος για ανθρωποκτονία, τελεσθείσα με παράλειψη, από ενδεχόμενο δόλο, καθώς και για περιύβριση νεκρού. Ειδικότερα, το ποινικό δικαστήριο έκρινε ότι έως το χρονικό σημείο κατά το οποίο η … εμφάνισε άπνοια, ο εν λόγω ιατρός είχε επιδείξει αμελή συμπεριφορά, διότι είχε χορηγήσει αναισθησία χωρίς γνώση και εμπειρία, σε έναν χώρο που δεν πληρούσε τις ελάχιστες προδιαγραφές για την ασφαλή χορήγηση αναισθησίας, δεν είχε ελέγξει τις ποσότητες των αναισθητικών φαρμάκων που είχε χορηγήσει, δεν παρακολουθούσε την ασθενή, όπως όφειλε να κάνει συνεχώς και αδιαλείπτως, ώστε να είναι σε θέση να διαπιστώνει τις ζωτικές της λειτουργίες (καρδιακή και αναπνευστική) και τη μεταβολή των επιπέδων συνείδησης, δεν είχε οπτική επαφή ή λεκτική επικοινωνία με αυτήν, δεν παρακολουθούσε το οξύμετρο, δεν είχε εξασφαλίσει την παρουσία δεύτερου προσώπου και δεν είχε μεριμνήσει για την τεχνική υποστήριξη της αναπνοής της, παρότι η δράση των προαναφερθεισών αναισθητικών ουσιών καταργεί την αυτόματη αναπνοή, δεν είχε προμηθευτεί εξοπλισμό και φάρμακα για να επαναφέρει την ασθενή σε περίπτωση επιπλοκών, ούτε είχε προμηθευτεί το αντίδοτο για τη φαιντανύλη. Θεώρησε, δηλαδή, το ποινικό δικαστήριο ότι δεν υπήρχε προειλημμένη απόφαση για την τέλεση ανθρωποκτονίας, με την έννοια ότι η χορήγηση των αναισθητικών ουσιών στην … δεν είχε γίνει με σκοπό τη θανάτωσή της, αλλά ότι ο ενδεχόμενος δόλος του … είχε θεμελιωθεί κατά τον χρόνο της επέλευσης των παρενεργειών της αναισθησίας, κατά τον οποίο αυτός, αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, απορρέουσα από τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας και από την εγγυητική του θέση έναντι της ασφάλειας της ζωής και της υγείας του ασθενούς κατά την εκτέλεση ιατρικής πράξης, να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου της ασθενούς, δεν το έπραξε. Για τους λόγους αυτούς, επιβλήθηκε στον…, με την 284/2018 εκ των προαναφερθεισών αποφάσεων του ίδιου ως άνω ποινικού δικαστηρίου, η ποινή της ισόβιας κάθειρξης για την ανθρωποκτονία και η ποινή της φυλάκισης δύο ετών για την περιύβριση νεκρού, ενώ ο καταδικασθείς έχει ήδη ασκήσει έφεση κατά των εν λόγω αποφάσεων (επί της ενοχής του και επί της ποινής).
7. Επειδή, οι ενάγοντες ισχυρίζονται με την κρινόμενη αγωγή τους, όπως αναπτύσσεται με το νομοτύπως κατατεθέν υπόμνημά τους, ότι συντρέχουν εν προκειμένω οι προβλεπόμενες από τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ προϋποθέσεις της ευθύνης του εναγόμενου Νοσοκομείου προς αποζημίωσή τους, εξαιτίας των παράνομων ενεργειών και παραλείψεων των οργάνων του, τα οποία ενεργούσαν στο πλαίσιο των ανατεθειμένων σε αυτά καθηκόντων. Ειδικότερα, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η εγκληματική συμπεριφορά που επέδειξε ο … και οδήγησε αιτιωδώς στον θάνατο του συγγενικού τους προσώπου, πραγματώθηκε εντός του κύκλου των καθηκόντων του ως ειδικευόμενου ιατρού του εναγομένου, καθώς και ότι υπήρξε εν προκειμένω μία σειρά παράνομων ενεργειών και παραλείψεων των λοιπών οργάνων του ίδιου Νοσοκομείου, οι οποίες αποτέλεσαν το αναγκαίο υπόστρωμα, ώστε να καταστεί εφικτή η εγκληματική δράση του …, προσδιορίζουν δε τις εν λόγω παράνομες ενέργειες και παραλείψεις ως εξής: Υποστηρίζουν καταρχάς ότι η φύλαξη των αναισθητικών φαρμάκων, συγκεκριμένα της προποφόλης και της φαιντανύλης, ήταν πλημμελής, αλλά και ότι η καταγραφή των ποσοτήτων τους από τα αρμόδια προς τούτο όργανα του εναγομένου ήταν εσφαλμένη και αμελής, ιδίως όσον αφορά την ουσία φαιντανύλη, η οποία χορηγείται μόνο με ιατρική συνταγή για συγκεκριμένο πρόσωπο, με την αναφορά του ονόματός του και του λόγου της χορήγησής της («κόκκινη» συνταγή), οι εν λόγω δε πλημμέλειες είχαν ως αποτέλεσμα ο … να έχει πρόσβαση στις ουσίες αυτές χωρίς να έχει γίνει αντιληπτός από τους υπεύθυνους για τη φύλαξη και την καταγραφή τους, οι οποίοι, περαιτέρω, δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν αν σε δεδομένη χρονική στιγμή έλειπε ορισμένη ποσότητα από τις ουσίες αυτές. Επιπροσθέτως, θεωρούν ότι ήταν πλημμελής η φύλαξη των κλειδιών των εγκαταστάσεων του εναγομένου, οπότε ο … είχε αποκτήσει ευχερώς πρόσβαση στον εγκαταλελειμμένο και απομονωμένο χώρο του Γ΄ κτηρίου, όπου τέλεσε το έγκλημα σε βάρος της …, ενώ απουσίαζε οποιοδήποτε εποπτεία επί αυτού, ως ειδικευόμενου ιατρού, ως προς την τήρηση της εφημερίας, δεδομένου ότι είχε αποσυρθεί από το απόγευμα της 26ης.4.2017 στον ως άνω χώρο, είχε αποχωρήσει από το Νοσοκομείο στις 23:00 το βράδυ της ίδιας ημέρας και δεν είχε επιστρέψει έως το επόμενο πρωί, χωρίς να έχει γίνει αντιληπτός και χωρίς να έχει ενημερώσει τον Διευθυντή της κλινικής ή οποιονδήποτε Προϊστάμενο ή να έχει λάβει σχετική άδεια, παρά το ότι ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται στο Νοσοκομείο καθ’ όλη τη διάρκεια της γενικής εφημερίας. Η ίδια, εξάλλου, παράλειψη κατέστησε εφικτή, κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, την εκ μέρους του … ανεμπόδιστη απομάκρυνση του πτώματος της … από το εναγόμενο και τη φόρτωσή του στο αυτοκίνητό του, με σκοπό την απόρριψή του σε περιοχή όπου θα ήταν ιδιαιτέρως δυσχερές να ανευρεθεί. Εξαιτίας όλων αυτών των παράνομων ενεργειών και παραλείψεων των οργάνων του εναγομένου, οι οποίες οδήγησαν αιτιωδώς στη θανάτωση της …, οι ενάγοντες προβάλλουν ότι καθένας από αυτούς έχει υποστεί βαθύτατο και διαρκή ψυχικό πόνο από τον απροσδόκητο, βίαιο, βάναυσο και απάνθρωπο τρόπο με τον οποίο αφαιρέθηκε η ζωή της συζύγου, μητέρας και θυγατέρας του καθενός αντίστοιχα, με την οποία συνδέονταν με ισχυρότατους δεσμούς αγάπης, αλληλοεκτίμησης, αλληλεγγύης και συμπαράστασης. Ειδικότερα, ο πρώτος ενάγων, ο οποίος είχε τελέσει γάμο με την αποβιώσασα το έτος 2008 και είχαν αποκτήσει μία θυγατέρα, τη δεύτερη ενάγουσα, υποστηρίζει ότι συνδεόταν με την … με ισχυρούς δεσμούς αγάπης, στοργής και σεβασμού και ότι υπέστη συντριβή και αφόρητη θλίψη από την απώλειά της, ιδίως όταν κλήθηκε να αναγνωρίσει το γυμνό πτώμα της, σε προχωρημένη σήψη, φαγωμένο από έντομα και ζώα, ότι είχε βιώσει έντονη αγωνία έως την ανεύρεσή της και την εξιχνίαση του εγκλήματος του …, ο οποίος, σε μία προσπάθειά του να αποπροσανατολίσει την αστυνομική έρευνα, του επέρριπτε ευθύνες για την εξαφάνισή της, καθώς και ότι κλονίστηκε η οικογενειακή του γαλήνη και η συναισθηματική του ισορροπία, αφού, πέραν του βαρύτατου πένθους του, καλείται καθημερινά να αναπληρώσει το αναντικατάστατο κενό που έχει αφήσει η απώλεια της συζύγου του, να ανταποκριθεί στις ανάγκες της οικογένειάς του και ιδίως στην ανατροφή όχι μόνο της θυγατέρας του, αλλά και των δύο υιών της αποβιώσασας, οι οποίοι συμβίωναν με αυτούς στην οικογενειακή τους στέγη από τα πρώτα έτη του έγγαμου βίου τους και εξακολουθούν να διαμένουν μαζί τους. Αντίστοιχα, η δεύτερη ενάγουσα, ανήλικη θυγατέρα της αποβιώσασας, γεννηθείσα στις 20.8.2009, η οποία έχασε τη μητέρα της σε ηλικία 9 ετών, αδυνατεί να κατανοήσει την απουσία της, νιώθει απέραντη θλίψη και την αναζητά διαρκώς, ενώ βιώνει την παιδική της ηλικία μέσα σε πόνο και ψυχική ταλαιπωρία. Όμοια συναισθήματα αφόρητης θλίψης και πόνου ισχυρίζονται ότι αντιμετωπίζουν ο τρίτος και ο τέταρτος των εναγόντων, υιοί της αποβιώσασας από τον πρώτο γάμο της, γεννηθέντες στις 5.5.2002 και 4.10.1999 αντίστοιχα, οι οποίοι συμβίωναν από ετών με αυτήν και τη νέα της οικογένεια -και εξακολουθούν να συμβιώνουν με τον πρώτο ενάγοντα, τη θυγατέρα του και τη γιαγιά τους- και δέχονταν τις φροντίδες και την υποστήριξή της, επισημαίνουν ότι αυτή είχε εισέλθει στην Ελλάδα προκειμένου να εργαστεί και να τους εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον, δεδομένου ότι ο πατέρας τους, … υπήκοος, δεν είχε την απαιτούμενη παρουσία στη ζωή τους, ενώ προβάλλουν ότι, πέρα από τον ψυχικό τους πόνο, υπέστησαν ταλαιπωρία εξαιτίας της ανάκλησης των αδειών διαμονής τους στην Ελλάδα, ως συνέπεια του θανάτου της μητέρας τους. Τέλος, η πέμπτη ενάγουσα, μητέρα της αποβιώσασας, η οποία είχε εισέλθει στην Ελλάδα κατά το έτος 2009 για να συνδράμει τη θυγατέρα της στην ανατροφή και τη φροντίδα των τέκνων της και συμβίωνε με αυτήν και την οικογένειά της, προβάλλει ότι η αδόκητη απώλεια της θυγατέρας της, την οποία με πολύ κόπο είχε αναθρέψει και η οποία την περιέβαλε με μεγάλη αγάπη και φροντίδα και την στήριζε ηθικά και υλικά, την βύθισε σε βαρύτατο πένθος και θλίψη, ιδίως ενόψει του βίαιου και άδικου συμβάντος του θανάτου της, σε νεαρή ηλικία, αλλά και του σπάνιου ήθους και του χαρακτήρα της θυγατέρας της (εργατική, καλόκαρδη, πρόσχαρη, αφοσιωμένη στην οικογένειά της, αξιοπρεπής, ανιδιοτελής, με διάθεση για προσφορά στα αγαπημένα της πρόσωπα). Για τους λόγους αυτούς, οι ενάγοντες ζητούν να επιδικαστεί σε καθέναν από αυτούς ως χρηματική ικανοποίηση, για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν λόγω του θανάτου της …, το ποσό των 1.000.000 ευρώ -ειδικότερα για τον πρώτο και την πέμπτη εξ αυτών, το ποσό αυτό προκύπτει μετά τον περιορισμό του αρχικού αιτήματός τους για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης ύψους 1.000.044 ευρώ, κατά το ποσό των 44 ευρώ, το οποίο διεκδίκησαν με την παράστασή τους ως πολιτικώς εναγόντων στο ποινικό δικαστήριο και τους επιδικάστηκε με την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση. Περαιτέρω, ο πρώτος ενάγων, μηχανικός στο επάγγελμα που απασχολείται στην εκπαίδευση, ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Νοσοκομείου να του καταβάλει ως αποζημίωση λόγω της στέρησης των υπηρεσιών της αποβιώσασας συζύγου του, βάσει του άρθρου 928 εδ. β΄ του Αστικού Κώδικα, το εφάπαξ ποσό των 10.200 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 26.4.2017 (χρόνος θανάτου της συζύγου του) έως 25.9.2018 (17 μήνες Χ 600 ευρώ μηναίως), καθώς και το ποσό των 25.800 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 26.9.2018 έως 25.4.2022 (43 μήνες Χ 600 ευρώ μηνιαίως), αιτούμενος την εφάπαξ καταβολή και του τελευταίου αυτού ποσού, λόγω συνδρομής σπουδαίου λόγου προς τούτο, συνιστάμενου στη μεγάλη δυσχέρειά του να ανταποκριθεί με τις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις στις οικογενειακές ανάγκες, επικουρικά δε σε μηνιαίες δόσεις. Το εν λόγω μηναίο ποσό των 600 ευρώ αντιστοιχεί, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του πρώτου ενάγοντος, στη συμβολή της συζύγου του στις οικογενειακές ανάγκες (οφειλόμενη εκ του νόμου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1389 του Αστικού Κώδικα), τόσο με τα εισοδήματα που κέρδιζε από την εργασία της, όσο και με την εκτέλεση των οικιακών εργασιών (φροντίδα και καθαριότητα σπιτιού, προμήθεια τροφίμων, πληρωμή λογαριασμών κλπ.), όπως η συμβολή αυτή αποτιμάται λαμβάνοντας υπόψη το ποσό του θα έπρεπε να δαπανηθεί προκειμένου να αναπληρωθούν οι υπηρεσίες που παρείχε η αποβιώσασα. Ειδικότερα, ο πρώτος ενάγων υποστηρίζει ότι η σύζυγός του εργαζόταν καθ’ όλα τα 12 έτη που διέμενε στην Ελλάδα, αρχικά φροντίζοντας υπερήλικες, ακολούθως, από το έτος 2011 έως το 2016, ως βοηθός φαρμακοποιού, καθώς διέθετε σχετικό πτυχίο που είχε αναγνωριστεί στην Ελλάδα, ενώ το έτος 2016 ξεκίνησε να δραστηριοποιείται ως μεσίτρια, διατηρώντας μεσιτικό γραφείο επί της οδού …., το οποίο, αν και βρισκόταν στο πρώτο έτος της λειτουργίας του και δεν της απέφερε υψηλά εισοδήματα, είχε προοπτική να εξελιχθεί, δεδομένου ότι η σύζυγός του ήταν πολύ εργατική, κοινωνική και αγαπητή σε όλους και είχε δημιουργήσει ευρύ κοινωνικό και φιλικό περίγυρο, οπότε εκτιμάται ότι θα είχε εισοδήματα ύψους 1.500 ευρώ μηνιαίως τουλάχιστον. Ενόψει τούτων, ο πρώτος ενάγων θεωρεί ότι η συμβολή της στις ανάγκες της οικογένειας θα ανερχόταν στο ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως, κατά το μέρος που θα προερχόταν από το εισόδημά της από την επαγγελματική της δραστηριότητα, και στο ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως από την παροχή των υπηρεσιών της για τη λειτουργία της οικίας τους. Αντίστοιχα, η δεύτερη και ο τρίτος των εναγόντων ζητούν να τους επιδικαστεί αποζημίωση, βάσει της ίδιας ως άνω διάταξης, λόγω της στέρησης της διατροφής που θα παρείχε στον καθέναν από αυτούς η αποβιώσασα μητέρα τους, αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι αξιόποινες πράξεις του … ως οργάνου του εναγόμενου Νοσοκομείου. Ειδικότερα, η δεύτερη ενάγουσα, οι διατροφικές ανάγκες της οποίας ανέρχονται, κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, στο ποσό των 800 ευρώ μηνιαίως (για διατροφή, ένδυση, υπόδηση, μετακινήσεις, αγορά βιβλίων και σχολικών ειδών, για μαθήματα πιάνου, αγγλικών και στίβου, τα οποία δεν έχει διακόψει, ψυχαγωγία κλπ.) και καλύπτονταν από αμφότερους τους γονείς της, ζητεί να της επιδικαστεί ως αποζημίωση για την ανωτέρω αιτία το εφάπαξ ποσό των 8.500 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 26.4.2017 έως 25.9.2018 (17 μήνες Χ 500 ευρώ μηνιαίως), καθώς και το ποσό των 21.500 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 26.9.2018 έως 25.4.2022 (43 μήνες Χ 500 ευρώ μηνιαίως), αιτούμενη την εφάπαξ καταβολή του τελευταίου αυτού ποσού, λόγω συνδρομής σπουδαίου λόγου προς τούτο, δεδομένου ότι στερείται παντελώς εισοδημάτων και περιουσίας, επικουρικά δε την καταβολή του σε μηνιαίες δόσεις, κατά την 1η έκαστου από τους επίμαχους μήνες. Το μηνιαίο ποσό των 500 ευρώ έχει υπολογιστεί, κατά τα προαναφερθέντα, με βάση την αποτίμηση της συμβολής της αποβιώσασας στις διατροφικές ανάγκες της ανήλικης θυγατέρας της και αναλύεται στο ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως, το οποίο θεωρούν οι ενάγοντες ότι θα προερχόταν από τα εισοδήματα της … από την εργασία της και στο ποσό των 300 ευρώ από την προσωπική της απασχόληση στην οικία τους για τη φροντίδα και την ανατροφή των τέκνων της. Ομοίως, όσον αφορά τον τρίτο ενάγοντα, του οποίου τη διατροφή κάλυπτε εξ ολοκλήρου η αποβιώσασα μητέρα του, δεδομένου ότι είχε αποξενωθεί από τον πατέρα του (… υπήκοο) και διέμενε μαζί της στην Ελλάδα από το έτος 2007, εκτιμάται ότι η μητέρα του θα κάλυπτε τις διατροφικές του ανάγκες διαθέτοντας για αυτόν το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως από τα εισοδήματά της, ενώ η συμβολή της στην ανατροφή του με την προσωπική της εργασία στην οικία τους θα αντιστοιχούσε στο ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως (συνολικά 800 ευρώ ανά μήνα). Ζητεί, ως εκ τούτου, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει ως αποζημίωση για την ανωτέρω αιτία το εφάπαξ ποσό των 13.600 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 26.4.2017 έως 25.9.2018 (17 μήνες Χ 800 ευρώ μηνιαίως), καθώς και το ποσό των 5.600 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 26.9.2018 έως 25.4.2019 (7 μήνες Χ 800 ευρώ μηνιαίως), αιτούμενος την εφάπαξ καταβολή του τελευταίου αυτού ποσού, λόγω συνδρομής σπουδαίου λόγου προς τούτο, δεδομένου ότι στερείται παντελώς εισοδημάτων και περιουσίας, επικουρικά δε την καταβολή του σε μηνιαίες δόσεις, κατά την 1η έκαστου από τους επίμαχους μήνες. Εξάλλου, οι ενάγοντες ζητούν να επιδικαστούν σε καθέναν από αυτούς τα ανωτέρω ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής τους στο εναγόμενο, που διενεργήθηκε στις 27.9.2018 (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. 6185Α΄/27.9.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Χαράλαμπου Σικαδά), έως την εξόφληση, ειδικότερα όσον αφορά την αποζημίωση λόγω στέρησης υπηρεσιών και διατροφής και εφόσον διαταχθεί η καταβολή της σε δόσεις, ο τόκος να υπολογίζεται από τον χρόνο κατά τον οποίο θα είναι καταβλητέα έκαστη δόση, καθώς και να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, διότι η επιβράδυνση στην εκτέλεσή της θα επιφέρει σε αυτούς ανεπανόρθωτη ζημία, ενόψει των αυξημένων εξόδων διαβίωσης που αντιμετωπίζει ο πρώτος ενάγων, ιδίως για τις ανάγκες των τέκνων, τα οποία στερούνται οποιουδήποτε άλλου πόρου ή εισοδήματος. Για την απόδειξη των ανωτέρω ισχυρισμών τους οι ενάγοντες επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ άλλων (σε αντίγραφα): α) την υπ’ αριθμ. …/1.8.2017 διάταξη της Εισαγγελέως Ανηλίκων Θεσσαλονίκης, με την οποία αφαιρέθηκε προσωρινά το σύνολο της γονικής μέριμνας των τέκνων της αποβιώσασας…και … του .. (τρίτου και τέταρτου των εναγόντων) από τον πατέρα τους … και ανατέθηκε αποκλειστικά στον πρώτο ενάγοντα, β) την υπ’ αριθμ. …/7.8.1992 βεβαίωση του Προϊσταμένου του Ταμείου Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων περί του ότι ο πρώτος ενάγων είναι μέτοχος αυτού, γ) το από 31.8.1992 έγγραφο του Τμηματάρχη του Υπουργείου Παιδείας, με το οποίο ανακοινώθηκε στον πρώτο ενάγοντα ο διορισμός του ως καθηγητή στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δ) την από 30.5.2019 βεβαίωση του Τεχνικού και Επαγγελματικού Επιμελητηρίου (ΤΕΕ) περί του ότι ο πρώτος ενάγων είναι μέλος του από το έτος 1985 και έχει εξοφλήσει τις συνδρομές του έως το έτος 2019, ε) την υπ’ αριθμ. …ληξιαρχική πράξη γάμου του Ληξίαρχου Θεσσαλονίκης, ως προς τον τελεσθέντα γάμο μεταξύ του πρώτου ενάγοντος και της … (β΄ γάμος για αμφότερους τους συζύγους), στ) την από 18.4.2019 βεβαίωση του Τμήματος Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών ως προς την οικογενειακή κατάσταση του πρώτου ενάγοντος, ζ) σελίδα διαβατηρίου με τα στοιχεία της δεύτερης ενάγουσας, η) πιστοποιητικό γέννησης της αποβιώσασας …, σε επίσημη μετάφραση από τη…γλώσσα, θ) αποφάσεις με τις οποίες είχε χορηγηθεί και ανανεωθεί η άδεια διαμονής της … ως συζύγου Έλληνα πολίτη, ι) την από …2016 βεβαίωση έναρξης εργασιών του Προϊσταμένου της Δ΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης ως προς την έναρξη της επαγγελματικής δραστηριότητας μεσιτικού γραφείου της …, ια) την από …2016 πράξη εγγραφής της στα μητρώα ασφαλισμένων του Ο.Α.Ε.Ε., ιβ) το από 4.7.2017 ενημερωτικό ατομικού λογαριασμού ασφάλισής της ως μισθωτής (στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., ήδη Ε.Φ.Κ.Α.), με εγγραφές από τον μήνα 7ο/2010 έως τον 5ο/2016, ιγ) ανακλητικές αποφάσεις (μερική ανάκληση) των αδειών διαμονής της … και των τέκνων της από τον πρώτο γάμο (3ου και 4ου των εναγόντων), ιδ) πιστοποιητικό γέννησης της πέμπτης ενάγουσας, σε επίσημη μετάφραση από τη … γλώσσα, και ιε) την υπ’ αριθμ. …/7.10.2019 ένορκη βεβαίωση της … του …, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, η οποία ελήφθη μετά από κλήση του εναγόμενου Νοσοκομείου στις 23.9.2019 (βλ. τη σχετικώς συνταχθείσα υπ’ αριθμ. 7033Α/23.9.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Χαράλαμπου Σικαδά). Σε αυτήν η μάρτυρας, η οποία είχε φιλικές σχέσεις με την αποβιώσασα, ως μητέρα συμμαθήτριας της θυγατέρας της (δεύτερης ενάγουσας), επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς των εναγόντων ως προς τον χαρακτήρα της …, τους στενούς δεσμούς αγάπης που τους συνέδεαν, τις υπηρεσίες και τη φροντίδα που εκείνη παρείχε σε καθέναν από αυτούς και την ένταση της ψυχικής οδύνης που έχουν υποστεί από την απώλειά της.
8. Επειδή, εξάλλου, το εναγόμενο ζητεί την απόρριψη της αγωγής, με την από 15.11.2019 έκθεση απόψεων της Διοικήτριάς του, που υπογράφεται και από την πληρεξούσια δικηγόρο του και αποτελεί παράλληλα υπόμνημα, αντιτείνοντας ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ευθύνης του κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, καθόσον ο ειδικευόμενος ιατρός … δεν διέπραξε ιατρικό σφάλμα κατά τη διενέργεια μίας ιατρικής πράξης (επικαλείται συναφώς την εισαγγελική πρόταση προς το ποινικό δικαστήριο), αλλά προέβη, με ιδιοτελή σκοπό, σε πράξεις που δεν χαρακτηρίζουν την ιατρική επιστήμη και το ιατρικό λειτούργημα, οι οποίες δεν τελούσαν σε εσωτερική συνάφεια με τα καθήκοντά του ως ειδικευόμενου ιατρού της αγγειοχειρουργικής, αλλά βρίσκονταν εκτός της αρμοδιότητάς του και εκτός του πλαισίου των υπηρεσιακών του καθηκόντων, συνιστούσαν δε βαρύ προσωπικό και όχι υπηρεσιακό πταίσμα, για το οποίο εκείνος έφερε ακέραιη προσωπική ευθύνη. Προς επιβεβαίωση του εν λόγω ισχυρισμού του, το εναγόμενο επικαλείται την κρίση του πρωτοβάθμιου ποινικού δικαστηρίου, όπως διατυπώθηκε στην προαναφερθείσα καταδικαστική απόφασή του, σχετικά με το ότι ο …, αν και γνώριζε ότι έθετε σε κίνδυνο τη ζωή της ασθενούς του και ότι θάνατός της ήταν ενδεχόμενος, δεν είχε κάνει ενέργειες για τη διάσωσή της, αντιθέτως την είχε αφήσει αβοήθητη να πεθάνει, ενόψει δε τούτου προβάλλει ότι ουδείς ιατρός θα ενεργούσε κατ’ αυτό τον τρόπο, αντίθετα στους θεμελιώδεις κανόνες της ιατρικής επιστήμης και στις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τις διατάξεις του α.ν. 1565/1939 και του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας. Για τον λόγο αυτό, το εναγόμενο θεωρεί ότι η κρινόμενη αγωγή απαραδέκτως, λόγω αναρμοδιότητας, εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό, αφού δεν συντρέχει ευθύνη του Νοσοκομείου προς αποζημίωση των εναγόντων, αλλά μόνο προσωπική ευθύνη του …. Περαιτέρω, το εναγόμενο μνημονεύει το νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει για την εκπαίδευση των ειδικευόμενων ιατρών και επισημαίνει ότι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του νοσηλευτικού ιδρύματος και του ειδικευόμενου ιατρού αποσκοπεί πρωτίστως στην εκπαίδευσή του και όχι στην παροχή εργασίας, συνεπάγεται τη συμμετοχή του στο σύνολο των ιατρικών δραστηριοτήτων του τμήματος στο οποίο ειδικεύεται, μεταξύ των οποίων και οι εφημερίες, τη διενέργεια ιατρικών πράξεων υπό την καθοδήγηση των αρμόδιων ειδικών ιατρών, καθώς και την προσωπική ευθύνη του, όπως ακριβώς και του ειδικού ιατρού. Συναφώς, προβάλλει ότι, το γεγονός ότι ο … ενήργησε με δόλο και με βάση προσωπικά και ιδιοτελή κίνητρα, άσχετα με την υπηρεσία που του είχε ανατεθεί ως ειδικευόμενου, διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της προκληθείσας βλάβης και της άσκησης ή της κατάχρησης της υπηρεσίας, με την έννοια ότι αυτός δεν ενεργούσε ως όργανο του Νοσοκομείου κατά την ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, όπως προκύπτει από το ότι είχε αναλάβει να διενεργήσει ιατρική πράξη αυτοτελώς, χωρίς επίβλεψη και καθοδήγηση και χωρίς να του έχει ανατεθεί τέτοιο καθήκον, σε χώρο μη ιατρικό και ακατάλληλο προς τούτο (δημιουργώντας υπόνοιες ως προς την τέλεση ασελγών πράξεων, οι οποίες πάντως δεν αποδείχθηκαν λόγω της προχωρημένης σήψης του πτώματος) και είχε αφαιρέσει λάθρα φαρμακευτικές ουσίες, τις οποίες είχαν δικαίωμα να χορηγούν ιατροί διαφορετικής ειδικότητας, είχε δηλαδή ενεργήσει εκτός του γνωστικού αντικειμένου της αγγειοχειρουργικής. Εξ αυτών το εναγόμενο συνάγει ότι έλειπε εν προκειμένω η απαιτούμενη για τη θεμελίωση της ευθύνης του εσωτερική συνάφεια με τα καθήκοντα του ειδικευόμενου, αναιρούμενη από το στοιχείο του δόλου που είχε υποκινήσει τις αξιόποινες πράξεις του …. Περαιτέρω, όσον αφορά τις παρανομίες που οι ενάγοντες αποδίδουν στα λοιπά όργανά του (πλημμελή φύλαξη και καταγραφή των αναισθητικών, των κλειδιών κλπ.), το εναγόμενο αντιτείνει ότι αυτές συνιστούν απλές διοικητικές παρατυπίες, οι οποίες δεν συνδέονται αιτιωδώς με το ζημιογόνο αποτέλεσμα και δεν έχουν χαρακτήρα αξιόποινης πράξης ή πειθαρχικού παραπτώματος, επικαλούμενο συναφώς τις αποφάσεις του οικείου Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της 4ης Υγειονομικής Περιφέρειας Μακεδονίας- Θράκης, με τις οποίες οι υπεύθυνοι έχουν απαλλαγεί από την ευθύνη. Μεταξύ των στοιχείων του φακέλου περιλαμβάνεται η από 31.5.2017 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγόμενου Νοσοκομείου, με την οποία αποφασίσθηκε η καταγγελία, για σπουδαίο λόγο (λόγω της έκδοσης εντάλματος σύλληψης κατ’ αυτού), της από 16.10.2014 σύμβασης του … με το Νοσοκομείο. Επικουρικά, για την περίπτωση που θα κριθεί ότι συντρέχει ευθύνη του κατά τις ανωτέρω διατάξεις, το εναγόμενο ζητεί η χρηματική ικανοποίηση που θα επιδικαστεί στους ενάγοντες να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και να μην υπερβαίνει το εύλογο μέτρο, ιδίως ενόψει του ότι η υπό κρίση περίπτωση τίθεται οριακά μεταξύ προσωπικού και υπηρεσιακού πταίσματος, οπότε η επιλογή των εναγόντων να στραφούν κατά του Νοσοκομείου, ως πλέον φερέγγυου έναντι του ιδιώτη, δεν θα έπρεπε να επιβαρύνει υπέρμετρα το σύνολο των φορολογούμενων πολιτών, στους οποίους θα διαχυθεί η ζημία του ν.π.δ.δ. Περαιτέρω, το εναγόμενο προβάλλει συντρέχον πταίσμα της παθούσας στην πρόκληση του ζημιογόνου αποτελέσματος, σε ποσοστό 90%, δεδομένου ότι αυτή, αν και είχε την εμπειρία της προγενέστερης αμελούς ιατρικής συμπεριφοράς του ειδικευόμενου ιατρού (κατά την πραγματοποίηση της πρώτης θεραπευτικής συνεδρίας), οικειοθελώς αποδεχόταν τις κλήσεις του και δέχθηκε να υποβληθεί σε θεραπεία από την οποία απουσίαζαν τα χαρακτηριστικά της ιατρικής πράξης, με την έννοια ότι δεν πραγματοποιήθηκε σε χώρο χειρουργείου, με την επίβλεψη ειδικού ιατρού και την παρουσία αναισθησιολόγου, εφόσον επρόκειτο να χορηγηθεί αναισθησία, ενώ εμπιστεύθηκε τον ειδικευόμενο, από τον οποίο η ίδια είχε ζητήσει να ενεργήσει χωρίς την παρουσία τρίτων (όπως προκύπτει από τα γραπτά μηνύματα που είχαν ανταλλάξει μέσω κινητού το απόγευμα της 26ης.4.2017), θέτοντας με τον τρόπο αυτό την υγεία και τη ζωή της σε διακινδύνευση. Τέλος, το εναγόμενο ζητεί, σε περίπτωση που επιδικαστούν τόκοι, να οριστεί ως επιτόκιο το ισχύον για τα ν.π.δ.δ. ποσοστό 6%, ενώ επισημαίνει ότι δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την κήρυξη της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής.
9. Επειδή, όπως προκύπτει από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και δεν αμφισβητείται από το εναγόμενο, οι παράνομες πράξεις του ειδικευόμενου ιατρού…, ο οποίος συνδεόταν κατά τον χρόνο εκείνο με το εναγόμενο με σύμβαση εργασίας για την εκπαίδευσή του στην ειδικότητα της αγγειοχειρουργικής, συγκεκριμένα η χορήγηση των αναισθητικών ουσιών προποφόλη και φαιντανύλη στη … χωρίς γνώση της ακριβούς δοσολογίας και του τρόπου χορήγησής τους, χωρίς έλεγχο των ζωτικών της λειτουργιών και συνεχή παρακολούθηση από τον ίδιο ή άλλον ιατρό, χωρίς χρήση μηχανισμού υποστήριξης της αναπνοής, όπως και η παράλειψή του να καλέσει σε βοήθεια όταν διαπίστωσε ότι είχε άπνοια και η ζωή της ήταν σε κίνδυνο, οδήγησαν αιτιωδώς στον θάνατό της, οφειλόμενο σε καρδιακή ανακοπή ως συνέπεια της άπνοιας που της προκάλεσαν οι προαναφερθείσες αναισθητικές ουσίες. Οι εν λόγω πράξεις και παραλείψεις, αντίθετες στους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και της δεοντολογίας που διέπει το ιατρικό λειτούργημα (βλ. πέμπτη σκέψη), οι οποίες έλαβαν χώρα ενόψει της προγραμματισμένης θεραπευτικής συνεδρίας που αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση του αγγειακού προβλήματος της αποβιώσασας, σε ημέρα γενικής εφημερίας του εναγόμενου Νοσοκομείου και μετά από ενημέρωση του ειδικού ιατρού αγγειοχειρουργού της οικείας κλινικής του εναγομένου (…), ο οποίος παρείχε τη σχετική άδεια στον ειδικευόμενο ιατρό … να πραγματοποιήσει τη θεραπεία, ακολουθώντας τις τρεις σαφείς εντολές του (να χρησιμοποιήσει το σηπτικό χειρουργείο, να εξασφαλίσει την παρουσία δεύτερου ιατρού και να καταγράψει την ασθενή), τελούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη δεύτερη σκέψη της παρούσας απόφασης, σε αιτιώδη συνάφεια προς την υπηρεσία που είχε ανατεθεί στον ως άνω ειδικευόμενο ιατρό, ως όργανο του εναγομένου (ΣτΕ 2839/2017, 2376/2017), καθώς εκτελέστηκαν επ’ ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του, κατά κατάχρηση αυτών και κατά παράβαση των ανωτέρω εντολών του προϊσταμένου του ιατρού, υπό την επίβλεψη του οποίου τελούσε. Ειδικότερα, ο εν λόγω ειδικευόμενος ιατρός επιχείρησε να εκτελέσει αυτοτελώς και χωρίς τη συμμετοχή ειδικού ιατρού την ιατρική πράξη της χορήγησης αναισθησίας στην ασθενή του, θεωρώντας ότι είχε τις γνώσεις και την εμπειρία που απαιτούνταν λόγω της συμμετοχής του σε χειρουργικές επεμβάσεις της ειδικότητάς του, όπως ο ίδιος ομολόγησε ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου (βεβαιώνοντας ότι παρακολουθούσε τους αναισθησιολόγους κατά τη χορήγηση της αναισθησίας και ότι ενίοτε εκτελούσε «χρέη αναισθησιολόγου»), είχε πρόσβαση στις αναισθητικές ουσίες προποφόλη και φαιντανύλη εξαιτίας της υπηρεσιακής του θέσης εντός του Νοσοκομείου και εκτέλεσε την εν λόγω ιατρική πράξη σε χώρο του εναγομένου, ο οποίος, αν και ήταν ακατάλληλος προς τούτο, ρυπαρός, στερούμενος ιατρικού εξοπλισμού και εν γένει μη ενδεδειγμένος, αποτελούσε τμήμα του ενιαίου κτηριακού του συγκροτήματος, γειτνιάζον προς άλλα τμήματα αυτού, όπου λειτουργούσαν κλινικές του. Στον χώρο αυτό ο ειδικευόμενος κατάφερε να εισέλθει, αφού εξασφάλισε τα κλειδιά, εκμεταλλευόμενος τη θέση του και την υπηρεσιακή του εξάρτηση από το εναγόμενο, με την έννοια ότι, είτε δεν είχε γίνει αντιληπτός εξαιτίας της θέσης του και της ιδιότητάς του ως οργάνου του εναγόμενου Νοσοκομείου, είτε του είχαν παραδοθεί τα κλειδιά μετά από αίτημά του, χωρίς να έχει εγερθεί οποιαδήποτε υπόνοια κατάχρησης ή τέλεσης αξιόποινων πράξεων, λόγω της ιδιότητάς του. Ενόψει τούτων, ο ισχυρισμός του εναγομένου με τον οποίο προβάλλεται ότι δεν συνέτρεχε εν προκειμένω η απαιτούμενη για τη θεμελίωση της ευθύνης του εσωτερική συνάφεια των ενεργειών του … με την υπηρεσία, διότι αυτός δεν είχε ενεργήσει ως όργανό του, κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας που του είχε ανατεθεί, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ομοίως, αβασίμως υποστηρίζεται ότι ο δόλος του εν λόγω ειδικευόμενου, ο οποίος του είχε υπαγορεύσει να απέχει από οποιοδήποτε μέτρο που θα κατέτεινε στη διάσωση της ζωής της ασθενούς του, διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της βλάβης και της ενάσκησης ή της κατάχρησης των υπηρεσιακών του καθηκόντων, καθόσον -ανεξαρτήτως του ότι ως διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου νοείται, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη δεύτερη σκέψη, η διάσπαση της αιτιότητας μεταξύ της παράνομης πράξης, παράλειψης ή ενέργειας και του ζημιογόνου αποτελέσματος, ως συνέπεια της παρεμβολής έκτακτων και απρόβλεπτων περιστατικών, ιδίως ενεργειών τρίτου προσώπου- ο βαθμός της υπαιτιότητας του …, ως οργάνου του εναγομένου, ή η μεταβολή της ενδιάθετης κατάστασής του έναντι του ενδεχομένου επέλευσης του ζημιογόνου αποτελέσματος, από αμέλεια, αρχικώς, σε ενδεχόμενο δόλο μετά την εμφάνιση της άπνοιας, ως συνέπειας της αντικανονικής χορήγησης των αναισθητικών ουσιών (όπως δέχθηκε το ποινικό δικαστήριο), δεν αρκεί για να αναιρέσει την εσωτερική συνάφεια των ενεργειών και των παραλείψεών του με την υπηρεσία και τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί. Τούτο διότι επρόκειτο για ένα ενιαίο συμβάν, το οποίο ξεκίνησε με τις προαναφερθείσες παράνομες ενέργειες του ως άνω ειδικευόμενου, εκτελεσθείσες κατά κατάχρηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και κατά παράβαση των εντολών του αρμόδιου για την επίβλεψή του οργάνου του εναγομένου, σύμφωνα με όσα ανωτέρω έγιναν δεκτά, εξελίχθηκε δε, εξαιτίας των ενεργειών αυτών, στη διακινδύνευση της ζωής της ασθενούς, την απώλεια της οποίας αυτός δεν απέτρεψε, όπως όφειλε, επιδεικνύοντας την επιμέλεια του μέσου συνετού ιατρού, χωρίς η εξέλιξη αυτή να καταλύει την εσωτερική συνάφεια των ενεργειών του με την υπηρεσία, καθόσον η αντικειμενική ευθύνη του εναγομένου για τη βαρύτατα αμελή συμπεριφορά του είχε ήδη θεμελιωθεί. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη δεύτερη και την πέμπτη σκέψη της παρούσας απόφασης, εφόσον συντρέχει η εσωτερική συνάφεια με την υπηρεσία, είναι αδιάφορος για τη γένεση της ευθύνης του ν.π.δ.δ. κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ ο βαθμός του πταίσματος του οργάνου του, η μνεία δε σε κάθε αμέλεια, ακόμη και ελαφρά, αναφέρεται στο συνήθως συμβαίνον και δεν έχει την έννοια ότι αποκλείεται, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων, η ευθύνη του ν.π.δ.δ. σε περίπτωση συνδρομής δόλου στο πρόσωπο του οργάνου, από τις παράνομες ενέργειες ή παραλείψεις του οποίου επήλθε το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Εξάλλου, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη του ότι η παθούσα … είχε απευθυνθεί σε ειδικευόμενο ιατρό δημόσιου νοσοκομείου για τη θεραπεία του αγγειακού της προβλήματος, είχε ήδη υποβληθεί σε μία προγραμματισμένη θεραπευτική συνεδρία που είχε πραγματοποιηθεί εντός του ίδιου Νοσοκομείου (άγνωστο σε ποιον χώρο) από τον ίδιο ιατρό και είχε εξελιχθεί χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και, κυρίως, χωρίς οποιονδήποτε κίνδυνο για τη ζωή της, αν και προκύπτει ότι της είχε χορηγηθεί κάποια μορφή αναισθησίας και κατά την πρώτη φορά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ίδια δεν διέθετε ιατρικές γνώσεις για να κρίνει τις πράξεις του ιατρού ή να αμφισβητήσει τις επιλογές του ως προς τον χώρο, τον χρόνο και τον τρόπο (με τη χορήγηση, δηλαδή, αναισθησίας και χωρίς την παρουσία τρίτων προσώπων) της πραγματοποίησης της θεραπείας, κρίνει ότι η αποβιώσασα δεν βαρύνεται με συντρέχον πταίσμα, κατά τα εκτεθέντα στην τρίτη σκέψη, ως προς την επέλευση του ζημιογόνου σε βάρος της αποτελέσματος, τα δε αντιθέτως προβαλλόμενα από το εναγόμενο είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη και αν η παθούσα … είχε προβάλει αντιρρήσεις για οποιοδήποτε από τα ανωτέρω ζητήματα, αυτές θα κάμπτονταν ευχερώς από τον …, ενόψει της οικειότητας και της σχέσης εμπιστοσύνης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους, αλλά και διότι, κατά τα κοινώς γνωστά, ο ασθενής δεν είναι σε θέση να επιβάλει την άποψή του στον ιατρό ως προς τον τρόπο εκτέλεσης ιατρικής πράξης, ο οποίος αποφασίζεται από τον ιατρό με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και της δεοντολογίας, και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να του καταλογίζεται συντρέχον πταίσμα για τον λόγο αυτό. Ούτε, άλλωστε, μπορεί να θεωρηθεί ότι η βούληση της παθούσας για την υποβολή της σε μία θεραπεία, η οποία δεν ενείχε κίνδυνο ζωής αφ’ εαυτή, είχε συντελέσει στην επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος σε βάρος της. Με βάση όλα τα παραπάνω, κρίνεται ότι συντρέχουν στην προκείμενη περίπτωση οι προϋποθέσεις για τη γένεση της ευθύνης του εναγόμενου Νοσοκομείου, κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, προς αποζημίωση των εναγόντων, λόγω των παράνομων ενεργειών και παραλείψεων του οργάνου του, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αγωγή, καθώς και ότι η αποζημίωση αυτή συνίσταται στη χρηματική τους ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 932 του ΑΚ, για την ψυχική οδύνη που υπέστη καθένας από αυτούς από την απώλεια της συζύγου, μητέρας και θυγατέρας του αντίστοιχα. Ειδικότερα, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη του ότι η δεύτερη, ο τρίτος και ο τέταρτος των εναγόντων, τέκνα της αποβιώσασας, στερήθηκαν κατά τρόπο αιφνίδιο και απροσδόκητο τη μητέρα τους, το πιο στενό συγγενικό τους πρόσωπο, σε μικρή ηλικία, ιδίως όσον αφορά τη δεύτερη ενάγουσα, με συνέπεια να στερούνται διαρκώς τη μητρική στοργή, τη φροντίδα και τη συμπαράσταση που ανιδιοτελώς τους πρόσφερε, καθώς και την παρουσία της σε όλες τις εκδηλώσεις του βίου τους, η οποία είναι απαραίτητη για την ομαλή ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη, κρίνει ότι αυτοί υφίστανται βαρύτατο και διαρκή ψυχικό πόνο, θλίψη και απογοήτευση, φέροντας το τραύμα αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου τους, και ότι, για τον λόγο αυτό, πρέπει να επιδικαστεί σε καθέναν από αυτούς ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική τους οδύνη το εύλογο και προσήκον ποσό των 100.000 ευρώ. Αντίστοιχα, η πέμπτη ενάγουσα, μητέρα της αποβιώσασας, βιώνει υπέρμετρη θλίψη και συντριβή εξαιτίας της απώλειας της θυγατέρας της, με την οποία συμβίωνε, ιδίως ενόψει των συνθηκών του άδικου θανάτου της και της μεταχείρισης του πτώματός της από τον εγκληματήσαντα σε βάρος της (στην προσπάθειά του να συγκαλύψει την ανθρωποκτονία), καθώς στερείται τη φροντίδα και τη συμπαράστασή της, την ηθική και την οικονομική στήριξη που της παρείχε, την παρουσία της στη ζωή της, τη χαρά και την ικανοποίηση που θα είχε ως γονέας να τη βλέπει να προοδεύει και να ανατρέφει τα τέκνα της, για τους λόγους δε τούτους, πρέπει να επιδικαστεί σε αυτήν το ποσό των 70.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και ανάλογο των περιστάσεων, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστη από την ανωτέρω αιτία, κατά μερική αποδοχή του σχετικού αιτήματός της. Περαιτέρω, έντονο ψυχικό άλγος υφίσταται και ο πρώτος ενάγων, όπως βασίμως υποστηρίζει, σύζυγος της αποβιώσασας κατά την τελευταία δεκαετία πριν από τον χρόνο του θανάτου της, διότι έχασε τη σύζυγό του αιφνιδίως, κατά τρόπο αδιανόητο, μετά από επίσκεψή της σε δημόσιο νοσοκομείο για την πραγματοποίηση θεραπευτικής συνεδρίας που δεν ενείχε κίνδυνο ζωής, ενώ, επιπλέον, βίωσε μεγάλη ταλαιπωρία και αγωνία έως την εξιχνίαση των τελεσθέντων εγκλημάτων σε βάρος της, καλείται δε να στηρίξει συναισθηματικά και οικονομικά τα λοιπά μέλη της οικογένειας, κυρίως την ανήλικη θυγατέρα του, αλλά και τους γιους της θανούσας από τον προηγούμενο γάμο της, παραμερίζοντας τη βαθιά θλίψη του και τις προσωπικές του ανάγκες. Πρέπει δε, για τον λόγο αυτό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Νοσοκομείου να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 60.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και ανάλογο, δεδομένων των περιστάσεων, του βαθμού του πταίσματος του οργάνου του εναγομένου και του δεσμού που τον συνέδεε με την αποβιώσασα. Όλα τα ανωτέρω ποσά πρέπει να επιδικαστούν σε καθέναν των εναγόντων με τον νόμιμο τόκο, υπολογιζόμενο με το ισχύον για τα ν.π.δ.δ. επιτόκιο 6% (βλ. άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ/τος 496/1974, Α΄ 204), από την επίδοση της αγωγής τους στο εναγόμενο, η οποία διενεργήθηκε στις 27.9.2018 (όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη έκθεση επίδοσης), έως την πλήρη εξόφληση, κατ’ αποδοχή του σχετικώς υποβληθέντος νόμιμου αιτήματός τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 75 παρ. 2 του ΚΔΔ. Εξάλλου, με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην τέταρτη σκέψη της παρούσας απόφασης, ο πρώτος ενάγων, ως σύζυγος της αποβιώσασας και δικαιούχος σε παροχή υπηρεσιών από αυτήν για την αντιμετώπιση των κοινών οικογενειακών τους αναγκών, κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, καθώς και η δεύτερη και ο τρίτος εξ αυτών, ως τα ανήλικα τέκνα της και δικαιούχοι διατροφής από την αποβιώσασα μητέρα τους, με βάση τις αντίστοιχες ιδιωτικού δικαίου διατάξεις, δικαιούνται αποζημίωσης από το εναγόμενο, κατ’ άρθρο 928 εδ. β΄ του ΑΚ, ως ευθυνόμενο έναντι αυτών κατά τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ. Το ύψος της αποζημίωσης αυτής προσδιορίζεται με βάση την αποτίμηση των υπηρεσιών που θα παρείχε η θανούσα στα μέλη της οικογένειάς της, καθώς και με βάση το ποσό της διατροφής που θα διέθετε για καθένα από τα τέκνα της, αν δεν είχε αποβιώσει, ανάλογα με τα εισοδήματά της και την εν γένει οικονομική της κατάσταση. Συγκεκριμένα, από τους ισχυρισμούς των εναγόντων και από τα στοιχεία που προσκομίζουν για την απόδειξή τους προκύπτει ότι η αποβιώσασα … είχε ξεκινήσει κατά το έτος 2016 (ένα έτος σχεδόν πριν από τον θάνατό της) επιχειρηματική δραστηριότητα μεσιτείας ακινήτων, διατηρώντας μεσιτικό γραφείο στο κέντρο …., ενώ κατά τα προγενέστερα πέντε περίπου έτη απασχολούνταν ως μισθωτή. Ενόψει τούτων και δεδομένου ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, απαιτούνται τουλάχιστον πέντε έτη, προκειμένου να καταστεί αποδοτική μία νεοϊδρυθείσα επιχείρηση (δεδομένου ότι ακόμη και η φορολογία είναι ευνοϊκότερη για τους νέους επαγγελματίες), κρίνεται υπερβολική η εκτίμηση των εναγόντων ότι η αποβιώσασα θα κέρδιζε από την άσκηση του επαγγέλματός της το ποσό των 1.500 ευρώ ανά μήνα τουλάχιστον, οπότε αντίστοιχα υψηλά είναι και τα ποσά που εκτιμούν ότι αυτή θα συνεισέφερε για τις οικογενειακές ανάγκες και για τη διατροφή των ανήλικων τέκνων της (300 ευρώ, 200 ευρώ και 500 ευρώ για τον καθέναν αντίστοιχα). Το Δικαστήριο, αντιθέτως, πιθανολογεί ότι, αν η αποβιώσασα συνέχιζε την επαγγελματική δραστηριότητα που είχε αναλάβει, θα κέρδιζε το ήμισυ περίπου της ανωτέρω εκτίμησης των εναγόντων, δηλαδή το ποσό των 750 ευρώ κατά μέσο όρο μηνιαίως, για τα πέντε έτη κατά τα οποία ζητείται με την κρινόμενη αγωγή η αποκατάσταση της ζημίας των ως άνω εναγόντων από τη στέρηση των υπηρεσιών και της διατροφής που θα παρείχε σε καθέναν από αυτούς, οπότε υπολογίζει ότι αυτή θα ήταν σε θέση να διαθέσει το ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως για τη συμβολή της (με τα εισοδήματα από την εργασία της) στην αντιμετώπιση των κοινών οικογενειακών αναγκών, το ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως για τη διατροφή της ανήλικης θυγατέρας της και το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως για τη διατροφή του ανήλικου υιού της. Περαιτέρω, η αποτίμηση της συμβολής της θανούσας στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειάς της με την προσωπική της εργασία για τη λειτουργία της οικίας τους (καθαριότητα, προμήθεια τροφίμων, παρασκευή γευμάτων κλπ.) και για τη φροντίδα των τέκνων της, βασίμως υπολογίζεται από τους ενάγοντες ότι θα ανερχόταν στο ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως, το οποίο όμως δεν θα παρεχόταν στο σύνολό του σε καθέναν από αυτούς, αλλά θα επιμεριζόταν μεταξύ τους, από 100 ευρώ μηνιαίως σε έκαστο, καθόσον οι υπηρεσίες θα συνέχιζαν, αν δεν είχε μεσολαβήσει το ζημιογόνο γεγονός, να παρέχονται σε όλη την οικογένεια κατά τρόπο ενιαίο και όχι μεμονωμένα σε κάθε μέλος της, ενώ υπό την αντίθετη εκδοχή θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η συνεισφορά της θα ανερχόταν στο τριπλάσιο ποσό (των 900 ευρώ ανά μήνα). Επομένως, το μηναίο ποσό που στερείται ο πρώτος ενάγων κατά το χρονικό διάστημα της πενταετίας από τον θάνατο της συζύγου του θα ανερχόταν, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, σε 200 ευρώ, το ίδιο ποσό ανά μήνα θα δικαιούνταν να αξιώνει ως διατροφή από τη μητέρα της και η δεύτερη ενάγουσα, ενώ ο τρίτος ενάγων θα είχε, κατά τους ανωτέρω υπολογισμούς, αξίωση για τη λήψη διατροφής ύψους 300 ευρώ μηνιαίως από την αποβιώσασα μητέρα του. Με βάση όλα τα παραπάνω, πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Νοσοκομείου να καταβάλει ως αποζημίωση για την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των 12.000 ευρώ (60 μήνες Χ 200 ευρώ μηνιαίως) σε καθέναν από τους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων, κατά μερική αποδοχή του σχετικώς υποβληθέντος αιτήματός τους, καταβλητέο εφάπαξ στο σύνολό του σε καθέναν από αυτούς, δεδομένου ότι έχει ήδη παρέλθει μεγάλο μέρος του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητείται η εν λόγω αποζημίωση, κατά το οποίο αυτοί ανταποκρίνονταν στις ανάγκες τους αποκλειστικά με όσα μέσα διέθεταν, καθώς και το ποσό των 7.200 ευρώ (24 μήνες Χ 300 ευρώ μηνιαίως) στον τρίτο ενάγοντα, καταβλητέο εφάπαξ στο σύνολό του, δεδομένου ότι έχει ήδη παρέλθει το σύνολο του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητείται η αποζημίωση λόγω της στέρησης της διατροφής. Τα ποσά αυτά πρέπει επίσης, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, να επιδικαστούν σε καθέναν από τους ανωτέρω ενάγοντες με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής στο εναγόμενο, στις 27.9.2018, έως την εξόφληση, των τόκων υπολογιζόμενων με το ισχύον για τα ν.π.δ.δ. επιτόκιο 6%. Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την κήρυξη της απόφασής του προσωρινά εκτελεστής, κατά το άρθρο 80 παρ. 3 του ΚΔΔ, δεδομένου ότι οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν οποιοδήποτε στοιχείο για την απόδειξη της συνδρομής στο πρόσωπο του καθενός από αυτούς των προϋποθέσεων της διάταξης αυτής, τη δυσχέρεια, δηλαδή, αντιμετώπισης των αναγκών διαβίωσής τους, παρά αναφέρονται αορίστως με την κρινόμενη αγωγή τους σε βλάβη από την καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης.
10. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Νοσοκομείου να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 72.000 ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 112.000 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 107.200 ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 100.000 ευρώ και στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των 70.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, με επιτόκιο 6%, από την ημερομηνία επίδοσης της αγωγής τους στο εναγόμενο, στις 27.9.2018, έως την εξόφληση. Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, ενόψει της μερικής νίκης και μερικής ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΔΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγόμενου Νοσοκομείου να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εβδομήντα δύο χιλιάδων (72.000) ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των εκατόν δώδεκα χιλιάδων (112.000) ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εκατόν επτά χιλιάδων διακοσίων (107.200) ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και στην πέμπτη ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων (70.000) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, με επιτόκιο 6%, από τις 27.9.2018 έως την πλήρη εξόφληση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στη Θεσσαλονίκη στις 4/6/2020 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο στις 31/7/2020, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ